RSS

Ο διπλός στόχος του πολωνικού «Στρατού της Πατρίδας»

23 Feb
  • Του Βαϊου Kαλογρηα*Η Καθημεριν ή, 20/2/2011

Η Πολωνία είχε το θλιβερό προνόμιο να γνωρίσει ταυτόχρονα δύο κατακτητές–φορείς ολοκληρωτικών καθεστώτων. Οπως οι Γερμανοί, έτσι και οι Σοβιετικοί σχεδίαζαν την εξάλειψη της αστικής ελίτ. Τα κριτήριά τους, βέβαια, δεν ήταν φυλετικά, αλλά «ταξικά». Αμέσως μετά το ξεκίνημα της κατοχής, μετέφεραν τους αιχμάλωτους Πολωνούς αξιωματικούς σε στρατόπεδα στη Σοβιετική Ενωση, μαζί με τελωνειακούς υπαλλήλους και αστυνομικούς (κάπου 15.000 άτομα). Την άνοιξη του 1940 δολοφονήθηκαν στο δάσος του Κατύν 4.443 από αυτούς από μονάδες της NKWD. Οι υπόλοιποι αξιωματικοί εκτελέστηκαν σε άλλες περιοχές. Ακόμα και πολλοί Εβραίοι, οι οποίοι είδαν αρχικά με συμπάθεια την εισβολή του Κόκκινου Στρατού και στελέχωσαν μάλιστα τον διοικητικό μηχανισμό, αντιμετώπισαν σύντομα τη φανερή εχθρότητα των σοβιετικών αρχών.

  • Η πολωνική αντίσταση

Μετά τη γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης (22 Ιουλίου 1941) ολόκληρη η Πολωνία τελούσε υπό ναζιστική κατοχή. Παρά το γεγονός ότι η ξένη κατοχή αποδιοργάνωσε την πολωνική κοινωνία και απείλησε τη συνοχή της, τα γερμανικά μέτρα εξωθούσαν τους Πολωνούς κυριολεκτικά στην αντίσταση. Ηδη το 1939/40 οργανώθηκαν οι πρώτες μορφές αντίστασης που κατέληξαν στη γέννηση ενός «μυστικού κράτους», το οποίο και αναπλήρωσε σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξη ενός πραγματικού πολωνικού κράτους.

Την πρωτοβουλία είχαν αξιωματικοί του στρατού και κρατικοί υπάλληλοι, όπως και πολιτικά κόμματα. Το «μυστικό κράτος» –μοναδικό φαινόμενο αντιστασιακής οργάνωσης στη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη– διέθετε υπαλλήλους, δικαστήρια, τμήματα νεολαίας, πολιτικά γραφεία, εφημερίδες και σχολεία. Ενοπλος βραχίονας του ήταν ο «Στρατός της Πατρίδας» (Armia Krajowa, AK). Σε συμφωνία με την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 1943, θα προχωρούσε στην οργάνωση ένοπλων εξεγέρσεων κατά την αποχώρηση του γερμανικού στρατού και στην ανάληψη των κυβερνητικών ευθυνών. Ενοπλη δράση παρουσίασε και το «Πολωνικό Εργατικό Κόμμα», δηλαδή το πρώην κομμουνιστικό κόμμα, όχι όμως πριν από τη γερμανική εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ενωσης.

  • Η ένοπλη εξέγερση

Τον Ιανουάριο του 1944, ο Κόκκινος Στρατός διέσχισε τα πρώην πολωνο-σοβιετικά σύνορα. Ενώ η NKWD επιδόθηκε στην οργάνωση κομμουνιστικών δομών εξουσίας, ξεκίνησαν στη Βαρσοβία –υπό την επίδραση και της στρατιωτικής απόπειρας κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου– οι προετοιμασίες για την τελική εξέγερση. Η ισχύς των αντιπάλων δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Ο αριθμός των Γερμανών στρατιωτών και αστυνομικών κυμαινόταν ανάμεσα σε 13.000 και 20.000. Ηταν καλά εξοπλισμένοι, ήλεγχαν τα σημεία–κλειδιά της πόλης και είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα για το ενδεχόμενο μιας εξέγερσης. Οι επαναστάτες αντιθέτως θα πολεμούσαν χωρίς την υποστήριξη πυροβολικού, αρμάτων μάχης και αεροπορική κάλυψη. Ο αριθμός τους ανέρχονταν αρχικά σε 14.000, αργότερα έφτασε τους 36.000. Οι ηγέτες τους όμως δεν είχαν μελετήσει επαρκώς τα αίτια της αποτυχίας της εξέγερσης στο γκέτο τον Απρίλιο του 1943 και δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες. Πίστευαν εξάλλου ότι ο Κόκκινος Στρατός θα έσπευδε δίχως άλλο να τους βοηθήσει.

Η είδηση ότι τα σοβιετικά στρατεύματα εισήλθαν στα ανατολικά προάστια της πόλης ήταν το έναυσμα για την εξέγερση. Ο αρχηγός του «Στρατού της Πατρίδας», στρατηγός Μπορ-Κομορόβσκι (Bor-Komorowski) έδωσε την 1η Αυγούστου το σήμα της επίθεσης, με σκοπό να απελευθερώσει την πόλη πριν από την είσοδο των Σοβιετικών και να πετύχει έπειτα τη διεθνή αναγνώριση της πολωνικής κρατικής υπόστασης. Αν και απελευθερώθηκαν αρκετές συνοικίες και σε πολλά κτίρια υψώθηκε η πολωνική σημαία, οι Γερμανοί πέρασαν σύντομα στην αντεπίθεση. Τμήματα των Ες Ες και της αστυνομίας υπό τις διαταγές του στρατηγού Εριχ φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι (Erich von dem Bach-Zelewski) απώθησαν τους επαναστάτες σε ορισμένους θυλάκους αντίστασης και τους απέκλεισαν. Παράλληλα, έλαβαν χώρα μαζικές εκτελέσεις πολιτών χωρίς να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε ένοπλους και άμαχους. Στις 2 Οκτωβρίου, ακολούθησε η συνθηκολόγηση του «Στρατού της Πατρίδας» υπό «τιμητικούς όρους».

Ο απολογισμός των συγκρούσεων ήταν τρομακτικός: περίπου 26.000 Γερμανοί έχασαν τη ζωή τους, τραυματίστηκαν ή αγνοούνταν. Ο αριθμός των θυμάτων της πολωνικής πλευράς ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερος: 15.000 μέλη του «Στρατού της Πατρίδας» (ανάμεσά τους και 2.000 γυναίκες) αιχμαλωτίστηκαν. Τουλάχιστον 16.000 επαναστάτες έχασαν τη ζωή τους, 150.000 άμαχοι σκοτώθηκαν και 60.000 άτομα μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το «μυστικό κράτος» έπαψε πια να υπάρχει και ο Χίμλερ διέταξε την παραδειγματική καταστροφή της πόλης. Οπως εξήγησε στον Χίτλερ, η εξέγερση αυτή έδινε στη Γερμανία την ευκαιρία να απαλλαγεί οριστικά από το «πολωνικό ζήτημα», διαγράφοντας από τον χάρτη το εθνικό κέντρο της πολωνικής ιστορίας. Μετά την βίαιη εκδίωξη των εναπομεινάντων κατοίκων (κάπου 180.000) ξεκίνησε η συστηματική καταστροφή των υλικών υποδομών και των ιστορικών μνημείων της πόλης. Αφού οι Γερμανοί ολοκλήρωσαν το «έργο» τους, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε αμαχητί την ερειπωμένη πόλη.

  • Η σοβιετική στάση

Το μεγάλο ερώτημα που σχετίζεται με την τραγωδία της Βαρσοβίας αφορά την παθητική στάση που επέδειξε η Μόσχα. Στη διάρκεια των συγκρούσεων, τα σοβιετικά στρατεύματα παρέμειναν σιωπηλά έξω από τη πόλη χωρίς να εμπλακούν στις μάχες. Ο Στάλιν αρνήθηκε να υποστηρίξει τα λιγοστά αγγλικά και αμερικανικά αεροπλάνα, που επιχείρησαν να εφοδιάσουν τους επαναστάτες με ρίψεις από τον αέρα, και δεν επέτρεψε στους Συμμάχους να κάνουν χρήση σοβιετικών αεροδρομίων. Από την οπτική του Στάλιν, η εξέγερση στη Βαρσοβία είχε μόνο θετικά αποτελέσματα: επέφερε σημαντικές απώλειες στους Γερμανούς και εξουδετέρωσε έναν μελλοντικά επικίνδυνο αντίπαλο, τον «Στρατό της Πατρίδας».

Η εξέγερση ήταν το κύκνειο άσμα της πολωνικής αντίστασης. Απέτυχε στρατιωτικά, στο πολιτικό πεδίο όμως έκανε αισθητή την ύπαρξη του «μυστικού κράτους» και απέδειξε τη θέληση του πολωνικού λαού να διεκδικήσει την ελευθερία του. Ο στόχος των επαναστατών να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο πολωνικό εθνικό κράτος δεν επιτεύχθηκε. Αντ’ αυτού θα εγκαθιδρυόταν καθεστώς «Λαϊκής Δημοκρατίας». Στα χρόνια του «υπαρκτού σοσιαλισμού» η μνήμη της εξέγερσης θα παρέμενε όμως άσβεστη και θα συντηρούσε ζωντανή την εθνική – πατριωτική παράδοση της χώρας.

* Ο κ. Βάιος Καλογρηάς είναι διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μάιντς.

 

Leave a comment