RSS

Monthly Archives: October 2010

Ο ΣΥΝ για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου

  • Επίκαιρο χαρακτηρίζει το «ΟΧΙ του 1940» με ανακοίνωσή του ο ΣΥΝ υπογραμμίζοντας ότι «αποτελεί πηγή έμπνευσης και σήμερα» και καλεί τη νέα γενιά να κρατήσει ζωντανή τη ιστορική μνήμη της Εθνικής Αντίστασης.

Στο μήνυμά του ο ΣΥΝ τονίζει ότι ο ελληνικός λαός ήταν μεταξύ των πρώτων σε θυσίες στη διάρκεια του αντιφασιστικού αγώνα και πως η συμβολή του υπήρξε σημαντική στην αντιφασιστική νίκη και στην απελευθέρωση της Ευρώπης από τον φασισμό.

“Ο διαρκής αγώνας εναντίον του φασισμού, τα αντιπολεμικά κινήματα, οι διαχρονικοί αγώνες για την εθνική ανεξαρτησία, αναδείχτηκαν σε οργανικές συνιστώσες της λαϊκής κινητοποίησης για κοινωνική δημοκρατία και χειραφέτηση, για κατακτήσεις στον τομέα των δικαιωμάτων και του σύγχρονου πολιτικού πολιτισμού” υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση.

Ο ΣΥΝ καλεί τη νέα γενιά, να κρατήσει ζωντανή την ιστορική μνήμη της Εθνικής Αντίστασης και των οραμάτων για ελεύθερη πατρίδα και πανανθρώπινη ειρήνη.

“Η κάθε εποχή χρειάζεται τα δικά της ΟΧΙ. Σήμερα λέμε ΟΧΙ σε κάθε είδους επέμβαση. Όχι στη διάλυση του κοινωνικού κράτους. Όχι στην ισοπέδωση των εργασιακών σχέσεων. ΌΧΙ στο μνημόνιο της κοινωνικής και οικονομικής χρεοκοπίας. ΟΧΙ στο ρατσισμό και την ξενοφοβία. ΟΧΙ στην οικολογική καταστροφή του πλανήτη”.

 
Leave a comment

Posted by on October 27, 2010 in 28 Οκτωβρίου 1940

 

Tags:

Έκθεση με αφορμή 70 χρόνια από την κήρυξη πολέμου στην Ελλάδα από τις δυνάμεις του Άξονα

Στο υπουργείο Εξωτερικών

Έκθεση με φωτογραφίες θα εγκαινιαστεί στο ισόγειο του υπουργείου Εξωτερικών (πηγή φωτ. ΥΠΕΞ)

Εκδήλωση με αφορμή τη συμπλήρωση 70 ετών από τη θλιβερή επέτειο κήρυξης του πολέμου εναντίον της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα διοργανώνει την Τετάρτη η Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου. Η εκδήλωση συνοδεύεται και από έκθεση με φωτογραφίες και ντοκουμέντα.

Στην εκδήλωση, η οποία θα λάβει χώρα στο ισόγειο του κτιρίου του Υπουργείου Εξωτερικών επί της οδού Ακαδημίας 1, θα απευθύνει στις 12:00 το μεσημέρι ο υπουργός Εξωτερικών Δ. Δρούτσας.

Στο πλαίσιο της εκδήλωσης θα προβληθεί ταινία με τίτλο «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» -πρόκειται για την  ιστορική φράση του Γ.Τσώρτσιλ. Την ταινία παρήγαγε η Υπηρεσία Διπλωματικού Αρχείου με ιστορικά ντοκουμέντα από το Κινηματογραφικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών.

Η ταινία φέρει αγγλικούς υποτίτλους και περιλαμβάνει σπάνια στιγμιότυπα, μεταξύ των οποίων και η τελετή έπαρσης της ελληνικής σημαίας στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.

Στη συνέχεια, θα εγκαινιασθεί στο ίδιο χώρο φωτογραφική έκθεση, καθώς και έκθεση ντοκουμέντων, ενθυμημάτων και λοιπών ιστορικών αντικειμένων σχετικών με την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου.

Η έκθεση θα είναι ανοιχτή για το κοινό από τις 29 Οκτωβρίου μέχρι τις 20 Νοεμβρίου, από Δευτέρα έως Παρασκευή και ώρες 11:00 το πρωί έως 13:00 το μεσημέρι.

 
Leave a comment

Posted by on October 26, 2010 in 28 Οκτωβρίου 1940

 

Tags: ,

Θεσσαλονίκη: Ξεκινούν οι τριήμερες εορταστικές εκδηλώσεις για την 28η Οκτωβρίου

Με τη σημερινή δοξολογία στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου ξεκινούν σήμερα οι τριήμερες εορταστικές εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη για τον πολιούχο άγιο, την απελευθέρωση της πόλης και την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Οι εκδηλώσεις θα κορυφωθούν την Πέμπτη με την στρατιωτική παρέλαση στην παραλιακή λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώπιον του προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια.

Στη σημερινή δοξολογία στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου θα παραστούν ο πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνης Σαμαράς, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελος Βενιζέλος, υπουργοί, βουλευτές, εκπρόσωποι των κομμάτων, η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και τοπικές αρχές.

Αύριο, στις 11 το πρωί θα γίνει η μαθητική παρέλαση στην οδό Τσιμισκή. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, θα μείνει στη Θεσσαλονίκη μόνο μία μέρα. Θα φτάσει στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» στις 9:50 το πρωί της Πέμπτης, όπου θα τον υποδεχτούν υπουργοί, ο νομάρχης Παναγιώτης Ψωμιάδης, ο δήμαρχος Βασίλης Παπαγεωργόπουλος και εκπρόσωποι των τοπικών αρχών. Από εκεί θα μεταβεί στο Ηρώο του Γ’ Σώματος Στρατού, όπου στις 10:30 θα καταθέσει στεφάνι, ενώ στις 11 θα παρακολουθήσει την παρέλαση για την εθνική επέτειο.

Στις 5:30 το απόγευμα θα εγκαινιάσει την 1η Διεθνή Έκθεση Άμυνας και Ασφάλειας (DEFENCYS 2010) στο συνεδριακό κέντρο «Ιωάννης Βελλίδης» και στις 7 μ.μ. θα αναχωρήσει για την Αθήνα.

 
Leave a comment

Posted by on October 26, 2010 in 28 Οκτωβρίου 1940

 

Το πρώτο θύμα του πολέμου

Από τον Σεπτέμβρη του 1937, που, εντεκάχρονος, μπήκα στο εξατάξιο Γυμνάσιο της Μεσσήνης –Νησί τη λέγαμε και την λέμε εμείς την Μεσσήνη– μέχρι τις 28 Οκτωβρίου 1940, το τελετουργικό ήτανε κάθε πρωί το ίδιο. Οχτώ η ώρα, στοιχημένοι κατά τάξεις, μπρος από το κτίριο του Γυμνασίου, μπροστά μας οι καθηγητές σε παράταξη και ο Γυμνασιάρχης να καλεί έναν μαθητή της ΣΤ΄ να πει την προσευχή. Ψέλναμε μετά τον Εθνικό Ύμνο, τα δύο πρώτα τετράστιχα μόνο, και μπαίναμε στις τάξεις μας. Πειθαρχούσαμε σε μια επανάληψη, σε μια ρουτίνα, ελάχιστα συμμετείχαμε στο τελετουργικά, πληκτικά επαναλαμβανόμενο για τρία χρόνια.

Εκείνο το πρωινό, παραταχτήκαμε όπως πάντα, μπρος από το Γυμνάσιο. Πρωί-πρωί οι εφημεριδοπώλες της μικρής μας πόλης έτρεχαν στις πλατείες και στις γειτονιές, με μια στοίβα εφημερίδες παραμάσκαλα και διαλαλούσαν, λες και επρόκειτο για εξαιρετικό εμπόρευμα: «Έκτακτο παράρτημα! Ο πόλεμος εκηρύχθη! Εφημερίδεεες! Έκτακτο παράρτημα!». Οι καθηγητές, σκυθρωποί κι αμίλητοι. Εμείς, αμήχανοι κι ανίκανοι να εκτιμήσουμε τι σήμαινε η κραυγή «Ο πόλεμος εκηρύχθη!». Ήτανε ένα κρύο πρωινό και στην ατμόσφαιρα και προπαντός στις καρδιές. Το τελετουργικό επαναλήφθηκε σαν ξόδι σε κηδεία.

Μπήκαμε στις αίθουσες για μάθημα. Το μάθημα δεν ξεκίνησε. Σε λίγο πέρασε ο κλητήρας και είπε: «Να βγούνε οι μαθητές στο προαύλιο, κατά τάξεις στη γραμμή, θα τους μιλήσει ο κύριος Γυμνασιάρχης».

«Το Υπουργείο διέταξε να διακοπούν τα μαθήματα σ’ όλη την Ελλάδα. Πηγαίνετε να πάρετε τα πράγματά σας και να πάτε στα σπίτια σας και στα χωριά σας», είπε εκείνος.

Αμίλητοι μπήκαμε και βγήκαμε από τις τάξεις μας και ξεκινήσαμε για τα χωριά μας. Αισθανθήκαμε ένα απόλυτο κενό. Περπατάγαμε μηχανικά. Μόλις είχαμε κλείσει την παιδική ηλικία και ένας φόβος εγκαταστάθηκε μέσα μας ότι δεν θα ζήσουμε εφηβεία, θα περάσουμε κατευθείαν στην ώριμη ανδρική ηλικία, αντικαθιστώντας τους άνδρες που φεύγανε για το μέτωπο. Τα διατάγματα της επιστράτευσης τηλεγραφήθηκαν σ’ όλη την επικράτεια και οι ηλικίες των εφέδρων που εκαλούντο επήγαιναν με κάθε μέσο στους στρατώνες.

Οι γυναίκες κλαίγανε. Μανάδες, αδερφάδες, σύζυγοι, απαρηγόρητες. Οι άνδρες τραγουδάγανε. Λες και πηγαίνανε σε πανηγύρι. Από τις σπάνιες στιγμές του ελληνικού λαού. Το 1821 και το 1940, ο λαός υψώθηκε σε ιστορικό μέγεθος αιώνων, στρατευμένος εθελοντικά σε μια ιδέα πλατιά όσο ο κόσμος και αιώνια, στην ιδέα της Ελευθερίας. Η ιδέα της Πατρίδας, η ιδέα της Ελευθερίας τον γέμισε οργή για το άδικο της απρόκλητης επίθεσης, τον όπλισε με πείσμα για αγώνα μέχρι τέλους. Και βγήκε νικητής. Και το 1821 και στον πόλεμο του 1940 και στη συνέχειά του κατά την Κατοχή ώς το 1944. Τέσσερα χρόνια, από τον Οκτώβρη του 1940 ως τον Οκτώβρη του 1944 έδινε με πείσμα και αυταπάρνηση καθημερινές μάχες και νίκησε σ’ όλες. Και τους επιτιθέμενους και τους κατακτητές.

Γύρισα στο χωριό μου. Σαράντα σπίτια, διακόσιες ψυχές. Τσοπάνηδες και γεωργοί οι χωριάτες. Ψυχοκόρες και ψυχογιοί τα παιδιά που περισσεύανε και δεν μπορούσαν οι γονείς να τα θρέψουν. Ο Κώστας του Πανάγου ήτανε χωροφύλακας στην Καλαμάτα. Εκείνες τις μέρες περάσανε χαμηλά στον ουρανό του χωριού ιταλικά βομβαρδιστικά. Βγήκε η Πανάγαινα στη σκάλα, μόλις άκουσε τον θόρυβο, ρώτησε τον παπά, που πέρναγε να πάει για τον όρθρο στην εκκλησιά: «Τι είναι και πού πάνε, δέσποτα, αυτά;». «Πάνε να βομβαρδίσουνε την Καλαμάτα», της είπε ο παπάς. «Παναγιά μου Παρθένα! Πάει το παιδί μου! Πάει ο Κώστας μου», και έπεσε ξερή στα σκαλοπάτια. Ανακοπή καρδιάς. Το πρώτο θύμα του πολέμου στο χωριό μου. Ίσως και όλης της Ελλάδας.

  • Παναγιώτης Σκούφης, Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010
 

Ό,τι δεν σβήστηκε από τη μνήμη

Το σχολείο μας, του Ξενόπουλου, στον ίδιο δρόμο με το σπίτι μας, έκλεισε και κάναμε μάθημα 3-4 παιδιά με τη δασκάλα. Είχαμε κι άλλες; Δεν θυμάμαι. Τη δικιά μας πάντως τη λέγαν Γεωργία και έχω μια φωτογραφία της μαζί με άλλα τρία κορίτσια, εγώ με φιόγκους στις κοτσίδες, γύρω από ένα τραπέζι, όταν κάναμε μάθημα.

Μ’ αυτή την Γεωργία έπαθα την πλάκα μου. Πριν πολλά χρόνια, μια μέρα που ήμουν στο σπίτι της συμμαθήτριάς μου της Αλεξάνδρας, στο Σούνιο, ήρθε ένα νεαρό ζευγάρι φίλων και μέσα στην κουβέντα αποδείχτηκε ότι η κοπέλα ήταν εγγονή της Γεωργίας (!!). Στη φωτογραφία η Γεωργία δείχνει τόσο γελαστή και καλή…

Στο μεταξύ ο πατέρας μου είχε φύγει, αξιωματικός της διαχειρίσεως, στη Λάρισα. Τέλειωσε ο πόλεμος και δεν ερχότανε. Η μάνα μου έκλαιγε συνέχεια· καθόταν πάνω στο ντιβάνι κι έκλαιγε, ήταν σίγουρη πως είχε σκοτωθεί.

Εμάς, εμένα και την μικρότερη αδελφή μου, μας είχε αναλάβει η αγαπημένη μου γιαγιά, που έμενε στο κάτω πάτωμα (το σπίτι μας ήταν διώροφο). Ήταν Κατοχή. Οι Γερμανοί είχαν ένα αρχηγείο τους στον επάνω δρόμο από τον δικό μας. Θυμάμαι αμυδρά κάτι συρματοπλέγματα κι έναν ουρανό σκοτεινό σα να μην έβγαινε ποτέ ο ήλιος.

Μια νύχτα, εμείς είμασταν απάνω, στο σπίτι, μαζί με την θεία μου την Πολυξένη, που δεν είχε παντρευτεί γιατί, αν θυμάμαι, ο αρραβωνιαστικός της χάθηκε στην Καταστροφή του 1922, στη Μικρά Ασία. Ξαφνικά ακούστηκαν βαρειά πατήματα από αρβύλες. Τρομάρα. Άγρια χτυπήματα στην πόρτα. Η θεία μου άνοιξε το μικρό πάνω παραθυράκι της πόρτας, ήταν Γερμανοί στρατιώτες. Βάρβαροι. Η θεία μου ήξερε κάτι λίγα γερμανικά. Σαν τώρα θυμάμαι τη φωνή της: Was wollen Sie?… κι αυτοί κάτι της είπαν ή μάλλον της έδειξαν, νομίζω ότι δεν είχαμε κάνει καλή συσκότιση. Αυτή γινόταν με κάτι χάρτινες κορδέλλες που κολλούσαμε πάνω στα τζάμια κι από πάνω τραβούσαμε τις κουρτίνες. Αυτό είναι όλο κι όλο που θυμάμαι απ’ αυτήν την τρομάρα.

Μια άλλη φορά είχαμε πάει στο καταφύγιο που ήτανε στο υπόγειο του απέναντι σπιτιού. Εκεί τρέχαμε όταν χτυπούσαν οι σειρήνες, κάποιοι γείτονες έβαζαν και μια κατσαρόλα πάνω στο κεφάλι τους για να γλυτώσουν από τα βλήματα! Είχε χτυπήσει συναγερμός και –αυτό το θυμάμαι καλά– οι χρωματιστοί γερμανικοί προβολείς διασταυρώνονταν στον ουρανό προσπαθώντας να παγιδέψουν τα αγγλικά αεροπλάνα που έρχονταν από πάνω, αν και η Αθήνα ήταν ανοχύρωτη πόλη… Και ξαφνικά, πολύ κοντά μας, έπεσε μια βόμβα. Αυτόν τον κρότο δεν θα τον ξεχάσω ποτέ, ούτε την τρομάρα. Νομίσαμε πως έπεσε πάνω στο σπίτι και πως ήρθαν τα τελευταία μας. Ένας κόμπος μού κάθισε στο λαιμό από την τρομάρα μου και δεν έφυγε ούτε μετά από πολύν καιρό. Τελικά η βόμβα είχε πέσει σ’ ένα άδειο οικόπεδο, τρία σπίτια παρακάτω από το δικό μας…

Και μια άλλη φορά θυμάμαι ένα γερμανικό μπλόκο. Είχε γίνει στην Καλλιθέα, όπου υπήρχαν τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί ήταν παντού. Θυμάμαι τις αγριοφωνάρες τους και στον δρόμο μας, μπροστά από τα σπίτια, να μπούμε μέσα, να μην βλέπουνε…

(Τι δύσκολη η δουλειά της μνήμης… μία ομίχλη πυκνή, και πού και πού ξεμυτίζει ένα αμυδρό φως· λίγο όμως, πολύ λίγο).

Θυμάμαι πώς μαζευόμασταν όλοι στο ίδιο υπόγειο για ν’ ακούσουμε από αποσφραγισμένο ραδιόφωνο τον σταθμό του Λονδίνου με τα νέα του πολέμου: it’s London calling… με το σήμα του BBC.

Τον χειμώνα του ’41 δεν θα τον ξεχάσει κανείς. Λιμός και οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους. Μια φωνή ενός γέρου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου· γυρνούσε γύρω από τα σπίτια και φώναζε: πει-νά-ωωω…

Για να μην πεθάνουμε κι εμείς, πήγαινε ο πατέρας μου στο χωριό του, το Κουπάκι Δωρίδος, να φέρει καλαμπόκι που το αντήλλασσε με κασσίτερο. Ο πατέρας μου, που είχε γυρίσει στο μεταξύ. Και πότε γύρισε; Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά ο πόλεμος είχε τελειώσει προ πολλού και είχαμε γερμανική κατοχή.

Ήταν νύχτα. Εγώ κοιμόμουν κάτω στης γιαγιάς μου, σ’ ένα δωμάτιο που έβλεπε στην αυλή. Είχα –νομίζω– τα μάτια μου ορθάνοιχτα. Και βλέπω… έναν άγγελο, με κάτασπρη φορεσιά, πετώντας, ήρθε και φίλησε τον τοίχο πάνω από το προσκεφάλι μου και το φιλί του έλαμψε και ο τοίχος έλαμψε στο μέρος που φίλησε. Εγώ είχα μείνει ξερή, αλλά νομίζω πως δεν μου φάνηκε πολύ περίεργο. Δεν πέρασε λίγη ώρα και βαρειά βήματα αρβύλας ακούστηκαν ν’ ανεβαίνουν την εξωτερική σκάλα που πήγαινε στο επάνω πάτωμα, στο δικό μας σπίτι, και βρισκόταν πάνω ακριβώς απ’ το δωμάτιο που κοιμόμουνα στο σπίτι της γιαγιάς. Ήταν ο πατέρας μου. Φωνές, κακό, ήταν αγνώριστος, με στρατιωτικά, τσαλακωμένος, χάλια. Εκεί σταματάει αυτή η ενθύμηση.

Θυμάμαι και τις μικρές που μας έρχονταν απ’ το χωριό, πολλές ήταν συγγένισσες του πατέρα μου. Απ’ αυτές θυμάμαι μόνο ένα μεγάλο καζάνι που έστηνε η μάνα μου στη μέση της κουζίνας κι αυτές έρριχναν μέσα τα μαλλιά τους να πλυθούνε για να φύγουν οι ψείρες…, αλλάζαμε συχνά κοπέλες, δεν θυμάμαι γιατί και πώς. Βοηθούσαν τη μητέρα μου στις δουλειές, πιο πολύ όμως ήταν για να φάνε ένα κομμάτι ψωμί, που ήταν τις πιο πολλές φορές σκέτο σκουπόψωμο.

Στις 12 Οκτωβρίου του ’44 ήρθε η απελευθέρωση. Ξεκουμπίστηκαν οι κακούργοι. Αυτή τη μέρα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ο πατέρας μου μάς πήρε, εμένα και την μικρή, 11 και 7 χρονών, και πήγαμε στο γραφείο στην πλατεία Ομονοίας, που ήταν η Εφορεία, Ίωνος 5. Τότε η Ομόνοια ήταν στρογγυλή και κάτι είχε στη μέση, που δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο τον κόσμο, τις φωνές, τα τραγούδια, και προπαντός τους αντάρτες του ΕΛΑΣ να κατεβαίνουν από την Πανεπιστημίου και να παρελαύνουν με τα φυσεκλίκια τους σταυρωτά στο στήθος. Κάπου διάβασα ότι ο ΕΛΑΣ δεν μπήκε στην Αθήνα. Εγώ όμως τους είδα. Θα πρέπει κάποια τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ να μπήκαν για την παρέλαση. Βάδιζαν κανονικά σαν στρατός. Αξέχαστο θέαμα, ανατριχιάζω στη θύμησή του.

  • Αικατερίνη Ασδραχά, Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010

 

28η Οκτωβρίου 1940

Τον Οκτώβρη του 1940, μπήκα, με μια μέρα διαφορά, στη δευτέρα Δημοτικού και στα εφτά μου χρόνια.

Εκείνο το πρωί δεν είχα πάει ακόμα σχολείο. Ακούγοντας αλαλαγμούς, φασαρία, τραγούδια, ζητωκραυγές, έτρεξα στο παράθυρο: γεμάτος ο δρόμος μας από παιδιά του Γυμνασίου. Ο μαθητόκοσμος κύλαγε από τις ανοιχτές πόρτες της αυλής του σχολείου, ενός επιβλητικού κτιρίου (είναι το σημερινό δημαρχείο της Βέροιας), που αντικρίζαμε κοιτάζοντας από το παράθυρο της κάμαράς μου. Μαθητικά κασκέτα πετιούνταν στον αέρα, ίσως να χτυπούσαν και οι καμπάνες. Κάτι πολύ σοβαρό, σίγουρα, συνέβαινε.

Σε λίγο άνοιξε η πόρτα του καθιστικού και μπήκε αναπάντεχα ο μπαμπάς που έφευγε πάντα νωρίς για το Σύνταγμά του και γύριζε, με ακρίβεια χρονόμετρου, την ώρα που είχε στρωθεί το μεσημεριανό τραπέζι. Η μαμά, στο σπίτι, κλαμένη. Κοιτάχτηκαν αμίλητοι και εξαφανίστηκαν σε ένα από τα δωμάτια.

Ο ξάδερφός μου ο Νάσος, δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, που είχε έρθει με τη μητέρα του να μείνουν για λίγο μαζί μας, με τράβηξε από το χέρι: «Πάμε στον κήπο, θα σου πω». «Ο θείος Γιώργος ήρθε να πει στη μαμά σου πως έχουμε πόλεμο. Θα φύγει για το μέτωπο. Κι εμείς πρέπει να κάνουμε ακόμη περισσότερες ασκήσεις, για να είμαστε έτοιμοι, όταν έρθει η ώρα να καλέσουν και τη δική μας κλάση». Συμφώνησα. Πάντα συμφωνούσα με τον Νάσο.

Για τον ξάδερφό μου, τα κορίτσια ήταν δεύτερης κατηγορίας όντα, με τα οποία δεν έπαιζες παρά μόνο αν ήσουν αναγκασμένος και με τους δικούς σου όρους, όπως, απαρέγκλιτα, να πάρουν ανδρικό ψευδώνυμο. Μόλις τέθηκε το θέμα, αυτοστιγμεί άλλαξα όνομα και φύλο: Μάριος. Και ποιο το καλύτερο παιχνίδι μας; Μα, φυσικά, ο «στρατός», τον οποίο αποτελούσε ένα πλασματικό και κυμαινόμενου μεγέθους Σώμα, με χειροπιαστούς το στρατιώτη Μάριο και τον επικεφαλής αξιωματικό Νάσο. (Όταν πολύ γρήγορα ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα προστέθηκε και ο στρατιώτης Ιωάννης — η πεντάχρονη ξαδερφούλα μας Νανά). Οι κούκλες μου παραμερίστηκαν περιφρονητικά. Το ίδιο και τα παλιά φιγουρίνια της μαμάς, που έδιναν ευκαιρίες για χαρτοκοπτική και συλλογές από ωραίες κυρίες. Αραίωσαν και οι παρέες με τις φιλενάδες — ήταν όλες τους κορίτσια! Και δώστου στρατιωτικές ασκήσεις και έφοδοι εναντίον του εχθρού, που οχυρωνόταν πίσω από τα φυτά του κήπου ή τα έπιπλα του σαλονιού.

Ανήμερα της κήρυξης του πολέμου, οι γονείς μου βρήκαν λίγη ώρα για να πάνε να φωτογραφηθούν. Η φωτογραφία αυτή, όπου φαίνονται ολόσωμοι, κοιτάζοντας τον φακό, όρθιοι, με τα ρούχα τους να εφάπτονται, αλλά χωρίς να αγγίζουν ο ένας τον άλλο, ο πατέρας μου σοβαρός με τη στολή του εκστρατείας (μπότες, μαστίγιο, βαρύ χιτώνιο, δίκωχο), η μαμά θλιμμένη, με το καλό της παλτό, μακιγιαρισμένη και καλοχτενισμένη, μοιάζει επιτύμβια. Και σαν τέτοια φαίνεται πως την έβγαλαν. Άλλωστε έμεινε ως η τελευταία φωτογραφία που έβγαλαν μαζί.

Ο πατέρας μου ήταν «γιατρός για τα ζώα» στο στρατό και στο νομό: επικτηνίατρος με βαθμό ταγματάρχη και νομοκτηνίατρος.

Την ίδια μέρα ετοιμάστηκε το μπαουλάκι εκστρατείας του μπαμπά, με τα εργαλεία και τα λοιπά του πράγματα και έφυγε αμέσως για το μέτωπο, όπου το ιππικό και τα μεταγωγικά τον χρειάζονταν.

Και εμείς που μείναμε πίσω, μάθαμε το λυγμικό άκουσμα της σειρήνας συναγερμού και το συρτό, οξύ, λυτρωτικό ήχο της λήξης του, τις χάρτινες κορδέλες που θα συγκρατούσαν τα τζάμια από τα πιθανά ωστικά κύματα, τα σκούρα χαρτιά και τα παραπετάσματα για τη συσκότιση. Μία από τις αποθήκες του σπιτιού προβιβάστηκε σε «καταφύγιο».

Η θεία Λέλα και ο Νάσος έφυγαν αμέσως για το σπίτι τους στην Αθήνα, ενώ εμείς μαζεύαμε πυρετωδώς τα πράγματά μας για να ακολουθήσουμε. Στις προετοιμασίες εντάχθηκε και το σφάξιμο μιας κότας. Κάποιο στοιχειώδες κοτέτσι θα ξεκάναμε, αφήνοντας το σπίτι με τον ωραίο κήπο. Η μαμά, θεωρώντας πως ένα κορίτσι από χωριό δεν μπορεί παρά να ξέρει να σφάζει κότες, ανάθεσε αυτό το έργο στην Άννα. Η δωδεκάχρονη μικρή δεν είχε τέτοιες εμπειρίες, αλλά για τίποτα στον κόσμο δεν θα αρνιόταν να κάνει, όσο καλύτερα μπορούσε, ό,τι της ζητούσαν (στα καπνά δούλευε στο μακεδονικό χωριό απ’ όπου μας είχε έρθει και όπου είχε καταλήξει με τη μητέρα της και τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια, όταν τους απέλασαν στην Ελλάδα. Τον πατέρα τους, πρόσφυγα από τον Πόντο στον Καύκασο «κάτι άντρες στα μαύρα ντυμένοι» πήγαν κάποιο πρωί και τον πήραν, μαζί με όλους τους έλληνες άντρες της περιοχής και δεν μπόρεσαν ποτέ οι οικογένειές τους να ξαναβρούν τα ίχνη τους).

Την ώρα που η Άννα καταπιάστηκε με το σφάξιμο, στρίγγλισε η σειρήνα. Τα ξέφυγε μισοσφαγμένη η κότα. Φωνάζαμε οι άλλοι φοβισμένοι να τρέξει μαζί μας στο «καταφύγιο» και να ξεχάσει το ζωντανό… Όταν, με τη λήξη του συναγερμού, ξαναβγήκαμε στον κήπο, είδαμε την κότα να φτεροκοπάει ακόμα, πιτσιλώντας αίματα παντού ένα γύρο, αθώο θύμα και εικόνα μακελειού.

  • Μαρία Ηλιού, Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010
 

Να τα ξαναπώ λοιπόν

Να τα ξαναπώ λοιπόν άλλη μια φορά:

Εμένα τέτοιες μέρες αλαφιάζεται η μνήμη μου. Μην ανησυχείτε και δεν πρόκειται να σας μιλήσω για ηρωισμούς και τα παρόμοια, για όλα εκείνα που συμπυκνώθηκαν στη φράση «Έπος της Αλβανίας» και τα συμπράγκαλά του: δοξολογίες και λογύδρια, παρελάσεις και τραγούδια της Βέμπο, που τ’ ακούνε οι νέοι στην «ΤV» ή στο ραδιόφωνο και σπεύδουν να πατήσουν το κουμπί. Κι εξάλλου τα «παιδιά της Ελλάδας» –εκείνα με τις μακριές χλαίνες, τις λασπωμένες, και τις γκέτες που σβαρνίζονταν– τέλειωσαν ένας ένας. Μάλλον με χαμηλωμένα μάτια. Κι ούτε θα σας μιλήσω για τον Μπενίτο Μουσολίνι, που έβγαινε στον εξώστη του Παλάτσο Βενέτσια και σηκώνοντας το τερατώδες πηγούνι απειλούσε: «Θα τσακίσω τη ραχοκοκαλιά της Ελλάδας!». Τώρα το Παλάτσο Βενέτσια το λένε RAI-UNO, RAI- DUE, RAI-TRE…. Κι ούτε για κείνο το ανεκδιήγητο έκτυπό του θα σας μιλήσω, που είπε ή δεν είπε το Όχι.

Εμένα τέτοιες μέρες ο νους μου φεύγει εκεί ψηλά στα δάση με τις βελανιδιές και τις καστανιές, με τις γραβιές και τα ντούσκα, που αυτή την εποχή αλλάζουν χρώματα. Εκεί στον Καλαμά, στον Αώο και στα Ριζά της Νεμέρτσικας, στον Κασιδιάρη, στη Μουργκάνα, στην Κακαβιά, στην Πωγωνιανή και στη Βήσσανη. Στο Καλπάκι με το Ηρώο –ο θεός να το κάνει– και τις πανάθλιες προτομές που στήθηκαν στη θέση του τσιμεντένιου αετού με την επιγραφή. Ως εδώ έφτασαν οι γενναίες λεγεώνες του Μουσολίνι.

Ως εδώ και πολύ ήταν. Ούτε βήμα παραπέρα. Βγήκαν από τα σπίτια τους οι Δολιανίτες, αντίκρυ κι αγνάντευαν τον πόλεμο, πίσω από τους οβορούς.΄Ηταν σαν ένα θέατρο. Κι ύστερα άρχισαν να χειροκροτούν, να φωνάζουν και να χτυπούν τις καμπάνες.

Εδώ λοιπόν άρχισε το μεγάλο δράμα, το δεκαετές, το τριακονταετές, το πεντηκονταετές και βλέπουμε.

Ξημερώνοντας 28 Οκτωβρίου, ημέρα Δευτέρα, απόβροχο. Τα χαράματα, κατά τις πέντε σείστηκε ο τόπος από την πρώτη έκρηξη, την ανατίναξη της γέφυρας της Κακαβιάς. Αρχίσανε τα πολυβόλα. Κοπάδια οι χωριάτες έφταναν από τα σύνορα και τραβούσαν κατά τα Γιάννενα. Κι άλλοι τρέχανε να σωθούν στις σπηλιές και στα κατώγια. Μέσα σ’ εκείνη την αντάρα, στις εκρήξεις των όλμων και στους κροταλισμούς των πολυβόλων, μια γυναίκα αντίκρυ, σε μια ράχη, πηγαινοέρχονταν στην κορυφή και φώναζε μονότονα, με μια θλιβερή φωνή, μακρόσυρτη:

«Λάε Γιώγεεεε!… Λάε Γιώγεεε!…».

Ήταν μια βλάχα που μέσα στην παραζάλη είχε χάσει το γιο της. Αυτή η σκοτεινή φιγούρα είναι που πηγαινοέρχεται πιο πολύ αυτές τις μέρες στον ορίζοντα της μνήμης μου.

Μερικοί μου λένε: Πόσο ήσουν εσύ τότε; Τι μπορεί να θυμάται ένα παιδί;

Αλλά ακριβώς γι’ αυτό. Επειδή μονάχα τα παιδιά θυμούνται και πεντέξι ακόμα που έταξαν σκοπό της ζωής τους να μένουν διαρκώς παιδιά για να θυμούνται. Ένας λαός που θα ’λεγες πως εχθρεύεται τη μνήμη. Και μονάχα όταν αρχίζουν και συσσωρεύoνται τα νέφη, τα «εξ εσπερίας» ή εξ ανατολών, μονάχα τότε αφυπνίζεται για λίγο και γυρνάει έπειτα στο άλλο πλευρό…

  • Χριστόφορος Μηλιώνης, Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010
 

«Αι ημέτεραι δυνάμεις…»

Εκείνο το πρωινό ήμουν πέντε ετών και 32 ημερών· δηλαδή, δεν πήγαινα ακόμη σχολείο. Στο σπίτι έβλεπα τον πατέρα μου να ετοιμάζεται να «φύγει» — πού θα πήγαινε άραγε; θα το μάθαινα αργότερα την ίδια εκείνη πρώτη ημέρα του «γεγονότος». Για την ώρα άκουγα τις καμπάνες να χτυπούν σάμπως κάπου να έπιασε πυρκαγιά και να τρέξουν, ήξερα, οι μεγάλοι με τα μπουγέλα να τη σβήσουν. Ραδιόφωνο στο σπίτι δεν είχαμε· στη γειτονιά όμως όσα υπήρχαν πρόσεξα –και το θυμάμαι– να ακούγονται πολύ δυνατά.

Ακολούθησα τον πατέρα μου ως το τραίνο. Καθοδόν άκουσα καθαρά από ένα ραδιόφωνο: «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους» και μετά εμβατήρια. Θυμάμαι άραγε τη φράση; όχι ακριβώς! σιγά μην καταλάβαινα τι εννοούσαν, σιγά μην καταλάβαινα από καθαρεύουσα. Θυμάμαι ήχους, τόνους· μπόρεσα έτσι να κάνω την «ανασύσταση» του ακούσματος αργότερα που καταλάβαινα.

Στο σταθμό κόσμος πολύς· άντρες που έφευγαν και γυναίκες που έκλαιγαν. Εκεί, θυμάμαι, άκουσα κι άλλη μια «άγνωστη λέξη»· πόλεμος — πώς καταλαβαίνω σ’ αυτήν την ηλικία μου, τότε, τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Άκουσα και το όνομα Μεταξάς· το έπιασα αμέσως αυτό γιατί το είχα ξανακούσει — κανένα χρόνο πριν, λιγότερο-περισσότερο, είχε έρθει στο μέρος μου και με είχε πάει ο πατέρας μου να τον δούμε.

Το τραίνο σφύριξε κι έφυγε — κρέμονταν κι απέξω επιβάτες. Πήγα προς την πλατεία με γειτονόπουλά μου. Ακούγαμε: «ο Γιάννης πήγε στον πόλεμο», «ο Μήτσος πήγε στον πόλεμο», «αχ, Γιώργαινά μου, πήγε ο έρμος στον πόλεμο, τι να κάνει;». Μου έμεινε· «πήγε στον πόλεμο». Πήγαινες τότε στον πόλεμο. Τελευταία, ο πόλεμος καλοσύνεψε και δε μας κουράζει να πηγαίνουμε, έρχεται εκείνος κατακέφαλα!

Αγριεμένος ήταν ο κόσμος. Αχ και βαχ. Είχαν μείνει πίσω γυναικόπαιδα, απροστάτευτα, και ηλικιωμένοι. «Δόσμου ένα δίφραγκο, παππού, να πάρω κάστανα», λέω στο γερο-Βασίλη τον Κρεμμυδά λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου. «Τράβ’ από δω ρε, πήγανε στον πόλεμο οι καστανάδες!» Ντράπηκα κιόλας· γιατί να μην είχα σκεφτεί ότι κι εκείνοι θα πήγαν!

  • Βασίλης Κρεμμυδάς, Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010
 

Εβδομήντα χρόνια από την 28η Οκτωβρίου 1940

Εβδομήντα χρόνια συμπληρώνονται, την Πέμπτη, από την 28η Οκτωβρίου 1940. Με την ευκαιρία αυτή, αξιοποιώντας μια ιδέα του Σπύρου Ι. Ασδραχά, ζητήσαμε από έξι εκλεκτούς φίλους των «Ενθεμάτων», παιδιά όλοι και όλες τότε, να μας πουν πώς θυμούνται την πρώτη εκείνη μέρα του πολέμου. Τους ευχαριστούμε θερμά για την πρόθυμη ανταπόκριση. Τα κείμενά τους, τα οποία ακολουθούν, πέρα από τη λογοτεχνική τους αξία, αποτελούν μαρτυρικές ψηφίδες που μας διασώζουν την αίσθηση εκείνης της μοναδικής μέρας. Μια αίσθηση που συμπυκνώνει πολλά συναισθήματα (το ξάφνιασμα, τον φόβο, την αναστάτωση, την έξαψη, τη θλίψη κ.ά.) μέσα από το φίλτρο του ανυποψίαστου παιδικού βλέμματος, όπως αναδύεται αλλά και αναπλάθεται σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά.

  • Η βοή του πολέμου

Λίγους μήνες πριν είχαμε αλλάξει σπίτι: ένας ψηλοτάβανος όροφος με ευρύχωρα δωμάτια, όπου χάνονταν τα έπιπλα και μια μεγάλη ταράτσα με ανοιχτή θέα στο Ιόνιο. Λευκάδα 1940. Η μάνα μου είχε σχεδιάσει να πάει στην Αθήνα να ξεγεννήσει το μακαρίτη αδερφό μου, το Γιώργο, γιατί με μένα είχε δύσκολη γέννα στο πατρικό της στο Αργοστόλι, αρχές Μαγιού του 1933.

Πρωί στις 28 του Οκτώβρη είχαμε βγει στην ταράτσα, όταν φάνηκαν στον ουρανό αεροπλάνα προς την Πρέβεζα. «Θα βομβαρδίσουν» λέει η μάνα μου και πριν αποσώσει το λόγο της, πάνω στο βομβ…, αρχίζει στην Πρέβεζα καταγισμός βομβών και οβίδων από τα αντιαεροπορικά. Ήταν ο πόλεμος.

Δεν θυμάμαι τη συνέχεια, θυμάμαι μόνο ακόμη ζωηρά ότι φύγαμε από την πόλη της Λευκάδας και περάσαμε απέναντι στο Ξηρόμερο, στην Περατιά, για να εγκατασταθούμε στο γονικό του πατέρα μου που το κρατούσε μόνη και χηρεμένη από καιρό η βάβω μου, από χρόνια στα μαύρα για το χαμό του δευτερότοκού της, του Γιώργου, που όπως τον παπούλη μου, τον Σπύρο, δεν γνώρισα παρά από μεγεθυμένες φωτογραφίες, περασμένες με το μολύβι. Στη σύντομη διαδρομή Λευκάδα-Πειρατιά με το μονόξυλο προσπαθούσα να διαβάσω κάτι από το «Όταν ήμουν δάσκαλος» του Κονδυλάκη.

Η αναθύμηση υποδεικνύει τα κενά της μνήμης, κυριολεκτικότερα ό,τι τότε δεν έκανε εντύπωση. Εκ των υστέρων θυμάμαι μια από τις συνέπειες του πολέμου και της φυγής που είχε προκαλέσει: την πλησμονή ανθρώπων σε στενό στεγασμένο χώρο, το «ανθρωπομάνι» του σπιτιού. Το δικό μας σπίτι δεν ήταν τεράστιο: μαζί με το «αβέρτο» τέσσερα δωμάτια στο ανώι και δυο στο κατώι, ο ένας χώρος αποθηκευτικός κι ο άλλος κατοικήσιμος με πατημένη γη αντί για πλακόστρωτο ή σανιδένιο πάτωμα. Σ’ αυτούς τους πέντε χώρους στεγαστήκαμε δεκατέσσερα άτομα, τα δύο νήπια, τα έξη πρωτοξάδερφα. Αναλογίζομαι ότι πολύ πριν από τον πόλεμο στους ίδιους χώρους είχε στεγαστεί μια εφταμελής οικογένεια, η παπουδική μου — ίσως και κανένας σέμπρος, πιθανόν με τη φαμίλια του. Η φαμίλια του σπιτιού σκόρπισε με τους γάμους· ο πόλεμος τη συνένωσε μερικώς, αλλά εγώ είχα συνηθίσει σε μικρή φαμίλια, πατέρας, μάνα κι εγώ κι ένα ακόμη πρόσωπο.

Η Λευκάδα ήταν πόλη ανοχύρωτη αλλά και κάπως προετοιμασμένη, αφού διέθετε τουλάχιστον ένα (μόνο ένα θυμάμαι) καταφύγιο και φυσικά τις σειρήνες. Λίγο αργότερα έφεραν στο Κάστρο ένα ολιγοθόρυβο αντιαεροπορικό, «σκάστρα» το ονομάτισαν. Πριν το εγκαταστήσουν, τα ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά και έρριχναν τις βόμβες τους, λίγες στην πόλη και περισσότερες στη θάλασσα. Όταν μπήκε η «σκάστρα» πέταγαν ψηλότερα και έτρεξε λόγος ότι είχαν ειδοποιηθεί οι Ιταλοί από την «πέμπτη φάλαγγα», την κατασκοπία. Αργότερα ειπώθηκε ότι επίτηδες οι Ιταλοί αεροπόροι άδειαζαν στη θάλασσα, ωσότου σε κάθε αεροπλάνο τοποθετήθηκε και ένας φασίστας. Μυθολογία μάλλον του πολέμου, που έχει ωστόσο το νόημά της. Οπωσδήποτε γίνανε ζημιές στα σπίτια της πόλης. Υπήρξαν και τρεις, όπως λένε, νεκροί. Γράφω επίτηδες από μνήμης, χωρίς να ανατρέχω σε βοηθήματα και μεταφέρω υστερότερα ακούσματα. Αλλιώς η παραϊστορία μου θα γινόταν ιστοριογραφική απόπειρα και θα έχανε τους αναβαθμούς της προσωπικής μαρτυρίας. Ίσως σκοτώθηκε η Μαντάμ (όπως την έλεγαν), μια οικοδιδασκάλισσα Γερμανίδα που, δεν ξέρω πώς, ξέμεινε στη Λευκάδα και δεν είχε τίποτα κοινό με την άλλη Μαντάμ, Γαλλίδα αυτή, την Ορτάνς του Καζαντζάκη. Λένε ότι σκοτώθηκε και ο Τσίτσας, ευτυχισμένος στην Κουκάνα του. Κρασοπατέρας, ροφούσε το κρασί από τα βαρέλια με ένα κούφιο καλάμι. Εκεί, στην ευδαιμονία του, τον βρήκε, αλήθεια ή ψέμα, ελεήμονας θάνατος.

Οι άνθρωποι, αμάθητοι από βομβαρδισμούς, μικρή ισχύος στην περίπτωση: πολλοί εγκατέλειπαν την πόλη και ίσως οι περισσότεροι καταύλιζαν στην κοντινή χοιρότρυπα, μια σπηλιά με σταλαγμίτες αλλά και πήλινα εδώλια, λατρευτικό στην αρχαιότητα σπήλαιο. Εμείς στην Περατιά δεν είχαμε αεροπορικές επιδρομές, τις ακούγαμε κυρίως από την Πρέβεζα και τους βλέπαμε πλήξανε τη Λευκάδα. Θυμάμαι και μιαν αερομαχία με τα καταδιωκτικά της RAF εναντίον ενός ιταλικού σμήνους. Ο βρόντος γέμιζε την ακοή και ωθούσε στον αντίβροντο, σε μας εκείνον της «σκάστρας», βρόντος χωρίς απλωσά. Οι ήχοι του πολέμου έθεταν σε ενέργεια το δόλο, αλλά και ξυπνούσαν ένα είδος συμπαθητικής μαγείας. Όταν στο χωριό ο Γαλιαρδής έβλεπε τ’ αεροπλάνα κι άκουγε τη «σκάστρα» βρόνταγε με τη γκλίτσα του το σανίδωμα μπροστά από τη μπασιά του σπιτιού του. Αργότερα διηγούνταν ότι στο μέτωπο ο Βασίλης ο εφημεριδοπώλης («καλόν αούτικον παιδίον») βρόνταγε κατά τις συρράξεις έναν τενεκέ προσθέτοντας μιαν ακόμη φωνή σ’ εκείνη των όπλων. Αλλού η αυθόρμητη συμμετοχή στον πόλεμο έπαιρνε πρακτικότερες μορφές. Ακούγαμε ότι στη Ζαβέρδα τρεις απόμαχοι, άριστοι στο σημάδι, έφτιαξαν ομάδα για να ρίχνουν στα ιταλικά αεροπλάνα με όποια ντουφέκια είχαν — ο γερο-Σερετήσιος, ο Κολοκύθας και ο Καλαμάκιας· τον έλεγαν έτσι, γιατί πετύχαινε με το όπλο του τρέχοντας καλαμένιους στόχους. Με τους ακίνδυνους ήχους ενσωματώνονταν στο νοητό πόλεμο τα «μπαμ» και τα «μπουμ» των παιδικών παιχνιδιών — κι εκείνο το «κτίμπομπομ», που έδινε αντίλαλο στον κρότο της ντουφεκιάς.

Ωστόσο, για μένα ο πόλεμος είχε κάτι σαν απελευθέρωση — δεν λέγω λύτρωση. Όχι μόνο γιατί βρέθηκα ανάμεσα στους ανθρώπους και στους συνήλικες της Ακαρνανίας, της δεύτερης πατρίδας μου που την εξιδανίκευαν τα λεγόμενα του πατέρα μου, που δεν λογάριαζε μάλλον τις λευκαδίτικες διαδρομές των απώτερων προγόνων του, Ηπειρωτών ίσως και σίγουρα Ακαρνάνων. Αλλά κυρίως, γιατί απαλλαγόμουν από δυο μου αντιπάθειες: την επιθετικότητα των «παιδιών του δρόμου» –κονσόλους ή μούλους τους έλεγαν– και από τα «καλά» παιδιά, τους γόνους των καθωσπρέπει οικογενειών με τα οποία θα έπρεπε να συγχρωτίζομαι. Στην Περατιά οι συνήλικές μου ήταν ένα σώμα, παρότι δεν ήταν και οι γονείς τους. Εκεί έμαθα πρωτόγνωρα για μένα παιχνίδια, τη γουρούνα και το γουρουνάρη, τον μπρίτζολα, το σταυρό (ξυλίκι το λεν αλλού). Το πιο ωραίο ήταν η γουρούνα: για να την παίξεις, έπρεπε να έχεις γκλίτσα. Δεν έπαιζαν όλα τα λιανοπαίδια του χωριού μαζί, αλλά τα γειτονόπουλα. Οι διατυπώσεις είναι φυσικά υστερινές, ανακρατούν όμως το τοτεσινό άφατο συναίσθημα.

Ο πόλεμος, σαν τον αέρα που αναπνέουμε, εισχωρεί παντού, ανατρέπει τους βίους και στην άψα του δεν γίνεται παρά για λίγους ισχυρούς επωφελής. Κάποιοι από τον κοσμάκη, θα επωφεληθούν αργότερα στην Κατοχή: λαθρέμποροι, μαυραγορίτες. Εισχώρησε ο πόλεμος και στο δικό μας οικογενειακό βίο. Εκεί που ετοιμαζόταν η μάνα μου να ξεγεννήσει στην Αθήνα, ξεγέννησε στην Περατιά με την πρακτική μαμή του χωριού. Μαρία νομίζω την έλεγαν, καλωσυνάτος άνθρωπος. Οι γιατροί στο μέτωπο ή αλλού επιστρατευμένοι, και η πολύπειρη μαμή της πόλης της Λευκάδας, η Ελένη, που κατά τις νυχτερινές της διαδρομές είχε συναντήσει εξώκοσμα τέρατα –το ασκί, το βαρέλι– δεν την πρόκαμε. Την επιλόχεια αρρώστια της τη θεράπευε με αρχαϊκούς τρόπους ένας απόστρατος αρχίατρος, ο μπαρμπα-Νίκος Ασπρογέρακας. Ερχόταν από το Πέρα χωριό (γιατί η Περατιά αποτελούνταν από δυο συνεχόμενα χωριά, το Πάνω και το Κάτω και το απόμακρο Πέρα χωριό) με το σελωμένο άλογό του και τα ρεμέδια του, αμισθί βέβαια, όχι μόνο ως μακρυνός συγγενής που ήταν.

Απολησμονήθηκα με τα μικρά ατομικά άλγη και δεν λέγω τίποτε για τη μονότονη καθημερινότητα του πολέμου που τη ζούσα περισσότερο ως βοή στο απυρόβλητο όπου βρισκόμαστε. Θα μπορούσα να μιλήσω για το τέλος του, όπως το έζησα σ’ ένα χωριό της Κεφαλονιάς, τα Ραζάτα. Θα ήταν μια μακρά παραϊστορία που δε γίνεται να στριμωχτεί στο διαθέσιμο χώρο των φιλόξενων «Ενθεμάτων». Ίσως να παλιμπαιδίζω στο γέρμα του βίου μου, αλλά πρόκειται για αναθυμήματα που αναχάραξα, για να μην τ’ αποξεχάσω σε όλη μου την αναστοχαζόμενη ζωή.

  • Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010
 

Εβδομήντα χρόνια από την 28η Οκτώβρη 1940

Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) σε μάχη

Η 28η του Οκτώβρη είναι καθολικά γνωστή ως επέτειος που σύσσωμος ο ελληνικός λαός όρθωσε το ανάστημά του για να υπερασπίσει την πατρίδα από την ιμπεριαλιστική εισβολή του ιταλικού φασισμού στα 1940 και ενώ μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πέρασαν 70 χρόνια από τότε. Αυτή η επέτειος έγινε η στιγμή που το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα έγραψε στη συνέχεια τις πιο λαμπρές σελίδες της επαναστατικής πάλης. Δεν είναι μόνο ο ηρωικός λαϊκός αγώνας για την εθνική απελευθέρωση στην οποία ηγήθηκε η εργατική τάξη, με επικεφαλής το κόμμα της το ΚΚΕ, καθοδηγητής, ψυχή και νους αυτού του ηρωικού αγώνα. Που συνεχίστηκε με τον ηρωικό Δεκέμβρη του 1944, όταν ο αστικός κόσμος μαζί με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές συμμάχους του χτύπησαν ένοπλα το λαό, προκειμένου να ξανασυγκροτήσουν το αστικό κράτος, αφού είχαν χάσει την πλειοψηφία του λαού. Η συνέχεια αυτής της ένοπλης δράσης κατά του λαϊκού κινήματος οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο και τη μεγαλειώδη επαναστατική πάλη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, τη μεγάλη τρίχρονη εποποιία. Ο ΔΣΕ ιδρύθηκε στις 28 του Οκτώβρη 1946.

Σήμερα, με αφορμή τα 70 χρόνια από την 28η Οκτώβρη 1940, ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει ένα μικρό αφιέρωμα σχετικά με το ρόλο της αστικής τάξης της Ελλάδας στον πόλεμο, δημοσιεύοντας ταυτόχρονα και ιστορικά ντοκουμέντα του ΚΚΕ, γραμμένα από τον τότε Γενικό Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Νίκο Ζαχαριάδη. [ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 24 Οχτώβρη 2010]

Οι Γερμανοί στον Αγνωστο Στρατιώτη
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ

  • Τα τρία γράμματα του Νίκου Ζαχαριάδη, ένα άρθρο και μια διευκρίνιση
Ο Νίκος Ζαχαριάδης

Με την ιταλική στρατιωτική εισβολή στην Ελλάδα, το τότε καθεστώς της άρχουσας τάξης, δηλαδή η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, αν και είχε ιδεολογική συγγένεια με τον έναν ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, αυτόν των φασιστικών κρατών, συντάχτηκε με τον άλλο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό με επικεφαλής την Αγγλία. Γιατί αυτό επέβαλλαν τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Το κεφάλαιο στην Ελλάδα είχε δεσμούς άρρηκτης διαπλοκής κυρίως με το βρετανικό. Ετσι, το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά ουδέποτε τόλμησε να αμφισβητήσει αυτή τη διαπλοκή της άρχουσας τάξης με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.

Στις αρχές του Μάη του 1940, ο Μεταξάς, μιλώντας με τον Βρετανό δημοσιογράφο Αρθουρ Μάρτον έλεγε: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» («Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Οφις», εκδόσεις «Πάπυρος», σελ. 76).

Τα ταξικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης ήταν πάνω απ’ όλα. Αλλά το βασικό ζήτημα για την ολιγαρχία της Ελλάδας ήταν η διατήρηση της εξουσίας της ακόμη και μέσα στον πόλεμο, γι’ αυτό αρχικά δεν τόλμησε να έρθει σε αντίθεση με τον παλλαϊκό ξεσηκωμό για αντίσταση και διεξαγωγή απελευθερωτικού πολέμου.

Διακήρυξη του ΚΚΕ προς τον ελληνικό λαό στον «Ριζοσπάστη» στις 3 Οκτώβρη του 1943

Βεβαίως, είναι γνωστό ότι τόσο ο Μεταξάς όσο και ο αρχιστράτηγος Παπάγος έκαναν λόγο για «αντίσταση για την τιμή των όπλων», αφού δεν πίστευαν στην ανεξάντλητη λαϊκή δύναμη, αλλά φαίνεται πως για τους ίδιους ήταν απρόβλεπτη η συνέχεια μιας λαϊκής νίκης στον πόλεμο κατά των Ιταλών, σε σχέση με την εξουσία. Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη από τη μια πλευρά και στην εργατική τάξη και τ’ άλλα λαϊκά στρώματα από την άλλη, δε σταματά να διεξάγεται ασίγαστα ακόμη και σε περίοδο πολέμου. Ετσι, όταν λαός και στρατός κατέκτησαν τη νίκη στον πόλεμο, διώχνοντας τον ιταλικό στρατό έξω από τα σύνορα, το καθεστώς του Μεταξά έδωσε διέξοδο στο λαό με εθνικιστικό μεγαλοϊδεατικό περιεχόμενο, αφού πλέον ο ελληνικός στρατός συνέχισε τον πόλεμο στο έδαφος της Αλβανίας, προκειμένου να απελευθερώσει τη Βόρεια Ηπειρο. Ο απελευθερωτικός πόλεμος έγινε κατακτητικός.

Βεβαίως, με την εισβολή των Ιταλών, την πρωτοβουλία για τον παλλαϊκό ξεσηκωμό την πήρε το ΚΚΕ. Στις 2 Νοέμβρη του 1940, σ’ όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες δημοσιεύτηκε το ανοιχτό γράμμα του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη «Προς το λαό της Ελλάδας», γραμμένο από τα μπουντρούμια της Γενικής Ασφάλειας.

Δεν ήταν όμως το μοναδικό γράμμα που έστειλε ο Ν. Ζαχαριάδης σχετικά με τον πόλεμο. Εγραψε δύο ακόμη γράμματα, τα οποία γράφτηκαν αφού είχε νικηθεί ο ιταλικός στρατός και ο ελληνικός μπήκε στην Αλβανία. Επομένως, σε διαφορετικές συνθήκες. Και σ’ αυτές τις συνθήκες τα δύο γράμματα έδιναν γραμμή στο κίνημα για την ταχτική που έπρεπε να ακολουθήσει. Ο ίδιος έδωσε διευκρινίσεις σχετικά μ’ αυτά, τα οποία δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, όταν γράφτηκαν, με άρθρο του στον «Ριζοσπάστη» στις 11 Μάρτη 1947. Αλλωστε, τότε είδαν το φως της δημοσιότητας στον αθηναϊκό Τύπο, στις 9 του Μάρτη 1947. Το άρθρο του στον «Ριζοσπάστη» δημοσιεύτηκε με τα αρχικά Ν. Ζ.

Σκίτσο του «Ριζοσπάστη» στις 28 Οκτώβρη του 1945

Σήμερα παρουσιάζουμε όλα αυτά τα ιστορικά ντοκουμέντα, δηλαδή τα τρία γράμματα του Ν. Ζαχαριάδη, ένα άρθρο του με τίτλο «Η θέση μας στον πόλεμο», καθώς και το άρθρο στα 1947.

  • Ανοιχτό γράμμα του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ

«Προς το λαό της Ελλάδας.

Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα, με σκοπό να την υποδουλώσει και να την εξανδραποδίσει. Σήμερα, όλοι οι Ελληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα, ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.

Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Επαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούρια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ έναν πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.

Ολοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα ‘ναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.

Αθήνα, 31 του Οχτώβρη 1940,

Νίκος Ζαχαριάδης

Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ».

  • Η θέση μας στον πόλεμο

Το πιο κάτω άρθρο του σ. Ζαχαριάδη γράφτηκε στις 22/11/40 στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας. Δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» της 5/12/40 που έβγαζε η «προσωρινή διοίκηση». Η δημοσίευση του άρθρου οφείλεται στην ίδια προσπάθεια που έκανε ο σ. Ζαχαριάδης να χρησιμοποιήσει εν γνώσει του το όργανο της χαφιέδικης Προσωρινής Διοίκησης, για να δίνει στο Κόμμα γραμμή μια και δεν είχε άλλη δυνατότητα.

«Σε πολλούς εργαζομένους θα ξεπροβάλλει η ερώτηση: Αφού αναγκαστικά ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος είναι κομμάτι του ιμπεριαλιστικού πολέμου Αγγλίας – Αξονα, είναι σωστή η θέση του ΚΚΕ στην ιταλοελληνική σύγκρουση; Δε χωρά καμιά αμφιβολία ότι ο Μεταξάς, όπως τον κάνει τον πόλεμο σήμερα, παίζει το παιχνίδι της ελληνικής πλουτοκρατίας και του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού. Γι’ αυτό και βάζει στους φυλακισμένους και εξορίστους κομμουνιστές τον όρο: Για να σας αφήσω να πολεμήσετε το φασισμό του Μουσολίνι πρέπει να προσκυνήσετε το φασισμό του Μεταξά! Και αν η Αγγλία μας “βοηθά”, είναι γιατί έτσι αποκτά πρώτης γραμμής στρατηγική θέση στη Μεσόγειο και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ορμητήριο για να χτυπήσει αύριο το Χίτλερ από στεριά. Ωστε ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός δε μας “βοηθά” από αγάπη. Γιατί όπως ο Μουσολίνι στα Δωδεκάνησα έτσι κι αυτός δολοφονούσε τους Ελληνες στην Κύπρο στα 1931. Ούτε ξεχνάμε την Πάουερ, το ΔΟΕ και τόσα άλλα. Ωστε το ΚΚΕ παίζει σήμερα το παιχνίδι του Μεταξά και του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού; Η αλήθεια είναι ότι η θέση του ΚΚΕ είναι σήμερα πολύ λεπτή και πολύ δύσκολη. Τα στοιχεία που πρέπει να συγκροτήσουν σήμερα τη γραμμή του ΚΚΕ είναι τούτα δω:

α) Το ΚΚΕ είναι ενάντια στην υποδούλωση της Ελλάδας απ’ το Μουσολίνι και ενάντια στη φασιστική τάξη πραγμάτων του Αξονα.

β) Το ΚΚΕ είναι το ίδιο ενάντια στην υποδούλωση της Ελλάδας απ’ τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό, που μας ληστεύει απ’ το 1821 και που είναι σήμερα η συνισταμένη της αντεπαναστατικής και αντισοβιετικής πλουτοκρατίας σ’ όλο τον κόσμο.

γ) Για τον εργαζόμενο λαό της Ελλάδας ο πόλεμος ενάντια στο Μουσολίνι είναι πόλεμος ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΜΥΝΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ. Είναι ακόμα ένας κρίκος στην αλυσίδα από οικονομικούς – εθνικούς – κοινωνικούς – πολιτικούς αγώνες που κάνει, ανοίγοντας το δρόμο προς την ολόπλευρη, ολοκληρωτική, προς τη σοσιαλιστική, σοβιετική του απελευθέρωση.

δ) Ο Μεταξάς αποκρούοντας το Εθνικό – Παλλαϊκό μέτωπο κάνει σήμερα πόλεμο φασιστικό – πλουτοκρατικό – αγγλόφιλο.

ε) Το ΚΚΕ πρέπει τον τέτοιο δρόμο του Μεταξά να τον μετατρέψει σε εθνικό – παλλαϊκό – αντιφασιστικό – αντιπλουτοκρατικό – αντιιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ο εργαζόμενος λαός στο μέτωπο και σ’ όλη τη χώρα πρέπει να καταχτήσει την ηγεμονία στο σημερινό πόλεμο. Αυτή είναι ολόκληρη η θέση του ΚΚΕ. Πολεμά με το Μουσολίνι όχι για χάρη του Μεταξά και της Αγγλίας, μα προς όφελος του εργαζόμενου λαού της Ελλάδας, της Βαλκανικής και όλου του κόσμου. Μπορεί στα 1914 μια τέτοια θέση για μια μικρή χώρα να ‘ταν εσφαλμένη. Σήμερα εκτός από τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό υπάρχει και η ΕΣΣΔ βασική κατάχτηση της παγκόσμιας επανάστασης και πρωταρχικό στήριγμα για κάθε λαϊκό απελευθερωτικό και επαναστατικό κίνημα. Και με τη σημερινή κατάσταση στη Μεσόγειο – Βαλκάνια – Ευρώπη η θέση του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όπως μπαίνει στο “ανοιχτό” γράμμα μου και όπως ξεκαθαρίζεται πιο πάνω, σε τελευταία ανάλυση δεν ωφελεί ούτε τον Μουσολίνι – Χίτλερ, ούτε τον Μεταξά, ούτε την Αγγλία, παρά μόνο τον λαό της Ελλάδας και την Παγκόσμια Επανάσταση. Η Ελλάδα δε θέλει ούτε την κατάχτηση, “τις δολοφονίες και τους βιασμούς του Μουσολίνι” ούτε το φασισμό του Μεταξά, ούτε τον ιμπεριαλισμό της Αγγλίας. Και μέσα στο σημερινό αγώνα της πρέπει να ξεκαθαρίσει όλα αυτά.

στ) Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος είναι κι αυτός μια φάση, μια πράξη στον καινούριο κύκλο από επαναστάσεις και πολέμους που έμπασε την ανθρωπότητα ο ιμπεριαλισμός και ο φασισμός. Οι προλετάριοι και οι αγρότες της Ελλάδας, ολόκληρος ο εργαζόμενος λαός της δεν μπορούσαν να μη δεχτούνε την πρόκληση του Μουσολίνι, δεν μπόρεσαν να δεχτούν το βιασμό τους για το λόγο και μόνο ότι έχουν στην πλάτη τους τον Μεταξά. Αυτό κάνει τον αγώνα τους πιο δύσκολο και βαρύ, μα δεν μπορούσε να τον χαλάσει και τα τελικά αποτελέσματα απ’ τον σημερινό μας αγώνα θα εκτιμηθούν από την ικανότητά μας να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας τόσο με το Μουσολίνι όσο και με το Μεταξά και τον Εγγλέζικο ιμπεριαλισμό. Εδώ βρίσκεται το πραγματικό νόημα της θέσης που παίρνουμε σήμερα. Αν είναι σωστή ή όχι θα κρίνουν όχι οι φλυαρίες μα τα έργα μας».

  • Αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη» 28/10/1945
Το 2ο ανοιχτό γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη

«Ολόκληρος ο λαός της Ελλάδας ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος και χάλασε τα σχέδια του φασισμού. Με το αίμα του ο λαός εξασφάλισε τη λευτεριά και την ανεξαρτησία του. Εξω απ’ αυτά η Ελλάδα δεν έχει καμιά θέση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανάμεσα στην Αγγλία και την Ιταλία – Γερμανία. Αφού ο λαός μας υπερασπίσει αποτελεσματικά την ανεξαρτησία και την εθνική λευτεριά του, σήμερα ένα μονάχα πράμα θέλει: Ειρήνη και ουδετερότητα με τούτους τους όρους: 1) Να ξανάρθουν τα πράγματα όπως ήταν στις 28 του Οχτώβρη 1940 δίχως καμιά εδαφική – οικονομική – πολιτική ζημιά σε βάρος της Ελλάδας, 2) Οι πολεμικές δυνάμεις της Αγγλίας να φύγουν όλες απ’ τα χώματα και τα νερά της Ελλάδας. Με βάση τους δυο αυτούς όρους να ζητήσουμε αμέσως απ’ την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ να μεσολαβήσει για να γίνει ελληνοϊταλική ειρήνη. Αυτό είναι σήμερα το μοναδικό εθνικολαϊκό συμφέρο. Και η πράξη έχει αποδείξει ότι μόνον η ΕΣΣΔ σήμερα έσωσε την ειρήνη και ουδετερότητα της Γιουγκοσλαβίας – Βουλγαρίας – Τουρκίας.

26 του Νοέμβρη 1940

Ν. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

ΥΓ: Είμαστε υποχρεωμένοι να ζητήσουμε ειρήνη έντιμη και δίχως κυρώσεις και για να ξεκαθαρίσουμε άλλη μια φορά τόσο τον εθνικό – αμυντικό – απελευθερωτικό χαρακτήρα του πολέμου που κάνουμε, όσο και ότι είμαστε ξένοι προς τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που κάνουν οι πλουτοκρατικές μεγάλες δυνάμεις. Αν σήμερα δε δουλέψουμε για μια έντιμη ειρήνη ο πόλεμος θα χάσει για μας τον εθνικό αμυντικό χαρακτήρα του, θα γίνει κατακτητικός και τότε θα έχει αντίθετο το λαό».

  • Το 3ο ανοιχτό γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη

Γράμμα στην Κομμουνιστική Φοιτητική Οργάνωση (ΚΚΕ και ΟΚΝΕ)

«Αγαπητοί σύντροφοι,

Εχω για σας μια παράκληση: Να τυπώστε, μοιράστε, τοιχοκολλήστε στην Αθήνα – Πειραιά – Θεσσαλονίκη, αν είναι μπορετό σ’ όλη τη χώρα και στο μέτωπο, το παρακάτω γράμμα μου. Κρατάτε ψηλά τη σημαία του ΚΚΕ και συνεχίστε με πιο μεγάλη ορμή την πολιτική και οργανωτική σας δουλιά. Ζήτω το ΚΚΕ και η Κομμουνιστική Διεθνής.

Αθήνα, 15 Γενάρη 1941

Ν. Ζαχαριάδης

  • ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΚΑΙ ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ (ΕΤΚΔ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΚΝΕ (ΕΤΚΔΝ)

Το γράμμα αυτό το γράφω, γιατί παρουσιάστηκε μια βασική ριζική διαφωνία μου με την Προσωρινή Διοίκηση που παρουσιάζεται σαν εκπρόσωπος του ΚΚΕ από το Σεπτέμβρη του 1940. Είχα δεχτεί την πολιτική μόνο συνεργασία με την “Προσωρινή Διοίκηση” (παρά τους σοβαρούς δισταγμούς μου), γιατί είχα εμπιστευτεί σ’ ένα παλιό σύντροφο να καθαρίσει το ΚΚΕ από τη χαφιέδικη σφηκοφωλιά του Μάθεση – Παπαγιάννη.

Από την πρώτη στιγμή είχα παρατηρήσει σοβαρά λάθη στην πολιτική γραμμή της “Προσωρινής Διοίκησης”, που αυτή παρά τις υποδείξεις μου αρνήθηκε να τα διορθώσει, όπως δε δέχτηκε και άλλες υποδείξεις μου. Η βασική όμως διαφωνία μας, που θ’ αναφέρω πιο κάτω, με αναγκάζει να μιλήσω ανοιχτά. Το γράμμα μου που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες στις 2 του Νοέμβρη 1940 αποβλέπει στα παρακάτω: 1) Να δώσει έγκυρη ενιαία κατεύθυνση στους κομμουνιστές όλης της χώρας. 2) Να κινητοποιήσει το λαό στην αντιφασιστική εξόρμηση για την εθνική ανεξαρτησία και λευτεριά. 3) Να αποκαταστήσει στο εσωτερικό τις λαϊκές ελευθερίες, μια λαϊκή αντιπλουτοκρατική πολιτική. 4) Να κάμει τον πόλεμο εθνικό αντιφασιστικό, αντιιμπεριαλιστικό με βασικό και μοναδικό σκοπό την εξασφάλιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας, της ειρήνης και ουδετερότητάς μας, έξω από το γενικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αυτό θα μπορούσαμε να το επιτύχουμε μόνο μ’ έναν ολόπλευρο προσανατολισμό στην ΕΣΣΔ και με μια πραγματική βαλκανική συνεργασία. Ο Μεταξάς από την πρώτη στιγμή έκαμε το αντίθετο, έκαμε πόλεμο φασιστικό, κατακτητικό πόλεμο. Ενώ, αφού διώξαμε τους Ιταλούς από την Ελλάδα βασική προσπάθειά μας έπρεπε να είναι να κάνουμε μια ξεχωριστή έντιμη και δίχως παραχωρήσεις ελληνοϊταλική ειρήνη, πράγμα που μπορούσε να γίνει με τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ, η μοναρχοφασιστική δικτατορία συνέχισε τον πόλεμο για λογαριασμό όχι του λαού της Ελλάδας μα της πλουτοκρατίας και του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Μετά το διώξιμο δε των Ιταλών από την Ελλάδα, το αίμα των φαντάρων μας χύνεται άδικα, σήμερα δε ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός εισπράττει σε αίμα των παιδιών της Ελλάδας, τους τόκους των κεφαλαίων που διέθεσε στα 1935-’36 για την παλινόρθωση του Γεωργίου και την εγκαθίδρυση της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας του Μεταξά. Αφού δε ο Μεταξάς αρνιέται να αποκαταστήσει τις ελευθερίες του λαού, να εξασφαλίσει την ειρήνη της Ελλάδας και κάνει πόλεμο κατακτητικό ιμπεριαλιστικό, που όλα του τα βάρη τα πληρώνει ο λαός, παραμένει (ο Μεταξάς) κύριος εχθρός του λαού και της χώρας. Η ανατροπή του είναι το πιο άμεσο και ζωτικό συμφέρο του λαού μας. Λαός και στρατός πρέπει να πάρουνε στα χέρια τους τη διαχείριση της χώρας και του πολέμου με σκοπό ειρήνη, εθνική ανεξαρτησία, εσωτερικό αντιφασιστικό, αντιπλουτοκρατικό λαϊκό καθεστώς, ολόπλευρη προσέγγιση προς την ΕΣΣΔ και βαλκανική συνεργασία – με βάση την ειρηνική λύση των εσωβαλκανικών διαφορών. Ολες τις απόψεις μου αυτές τις ανέπτυξα σ’ ένα ανοιχτό γράμμα κι ένα σχέδιο απόφασης που στις 22-11-1940 έστειλα στην Προσωρινή Διοίκηση. Αυτή αρνήθηκε να τα δεχτεί και να τα δημοσιεύσει, αναπτύσσοντας μια καθαρή σοσιαλπατριωτική επιχειρηματολογία που έχει αυτή τη βάση: Ο πόλεμος της Ελλάδας εναντίον της Ιταλίας στην Αλβανία είναι παρόμοιος με τον πόλεμο της ΕΣΣΔ – Φινλανδίας και ότι ο Μεταξάς είναι ο πρωτεργάτης στον παγκόσμιο αντιφασιστικό αγώνα. Η Προσωρινή Διοίκηση θέλει να υποδουλώσει ολοκληρωτικά το ΚΚΕ στη μοναρχοφασιστική δικτατορία αντί να οργανώσει την ανατροπή της. Ετσι η Προσωρινή Διοίκηση και το ανοιχτό γράμμα μου της 2-11-1940 (που ακέραια την ευθύνη του την έχω εγώ μπροστά στο ΚΚΕ και στην ΚΔ) το καταντά ένα καθαρό σοσιαλπατριωτικό ντοκουμέντο και πάει να λερώσει την τιμή του ΚΚΕ. Αυτή είναι η διαφωνία μου και η στάση της Προσωρινής Διοίκησης. Ετσι πίσω από τη στάση αυτή καθαρίζει ολότελα και τούτο: Οτι η Προσωρινή Διοίκηση είναι δημιούργημα και όργανο του Μανιαδάκη και ότι ο Γιάννης Μιχαηλίδης, Ψηλός, Κατσανέβης, Κάμος, πρόδωσε την εντολή που είχε να καθαρίσει το ΚΚΕ από τη σπείρα του Μάθεση, πουλήθηκε στη μοναρχοφασιστική δικτατορία. Υστερα από όλα αυτά η στάση όλων των μελών, στελεχών και οργανώσεων του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ μέσα στη χώρα και το μέτωπο πρέπει να είναι αυτή: Ο λαός της Ελλάδας υπερασπίζει στον πόλεμο αυτό μόνο την εθνική του ανεξαρτησία. Είναι ξένος, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο Αγγλίας – Γερμανίας και Σία. Θέλει χωριστή, έντιμη, άμεση ειρήνη με τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ. Αναγνωρίζει την αρχή της αυτοδιάθεσης μέχρις αποχωρισμού για όλους, θέλει την ελευθερία του, τη δουλιά του, την επικράτηση της θέλησής του που του πνίγει ο Μεταξάς. Εξωτερική συμμαχία με την ΕΣΣΔ και αληθινή βαλκανική συνεννόηση. Οι λαοί και φαντάροι της Ελλάδας και Ιταλίας δεν είναι εχθροί μα αδέρφια και η συναδέλφωσή τους στο μέτωπο θα σταματήσει τον πόλεμο που κάνουν οι εκμεταλλευτές κεφαλαιοκράτες του. Για να γίνουν όλα αυτά, λαός και στρατός πρέπει να ανατρέψουν τη μοναρχοφασιστική δικτατορία του Μεταξά που είναι ο κύριος και βασικός εχθρός τους και να εγκαθιδρύσουν τη λαϊκή αντιφασιστική κυβέρνηση. Για να μπορεί ένας λαός να κρατεί την εθνική λευτεριά, πρέπει να είναι και εσωτερικά λεύτερος. Λαός εσωτερικά σκλάβος δε θα ‘ναι άξιος να κρατήσει και την εθνική του ανεξαρτησία και κάθε νίκη του εσωτερικού του τυράννου θα δυναμώνει τη σκλαβιά του.

Αυτός είναι σήμερα ο δρόμος του ΚΚΕ. Κάθε μέλος – στέλεχος Οργάνωσης αυτή τη γραμμή πρέπει να μπάσει στις μάζες και οργανώνοντάς τες γύρω απ’ αυτή να την επιβάλει νικηφόρα. Ακόμα μην ξεχνάτε ούτε στιγμή τους φυλακισμένους και εξόριστούς μας. Στην Κέρκυρα κάθε στιγμή η ζωή των καλύτερων παιδιών μας, Νεφελούδη, Σιάντου, Παρτσαλίδη και τόσων άλλων, είναι σε άμεσο κίνδυνο από το μαχαίρι του Μεταξά και τις μπότες του Μουσολίνι. Εγώ είμαι γερός και καλά. Ολη μου η σκέψη και η καρδιά μου είναι στο Κόμμα, όπως και η ζωή μου είναι δοσμένη σ’ αυτό.

Ζήτω το ΚΚΕ! Ζήτω η ΚΔ!

Αθήνα, κρατητήρια Γενικής Ασφάλειας 15-1-1941

Γεια – χαρά

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ»

  • Το άρθρο στον «Ριζοσπάστη» 11 Μάρτη 1947

«Αγαπητέ “Ρίζο”,

Η Γενική Ασφάλεια αποφάσισε, επιτέλους (!), να δημοσιεύσει από το αρχείο της το δεύτερο γράμμα μου. Και, φυσικά, από “κακή συνήθεια” που της κατάντησε δεύτερη φύση, δεν μπορεί κι εδώ, όπως και στο πρώτο γράμμα μου, ν’ αποφύγει τις πλαστογραφήσεις και παραποιήσεις. Οπως είναι κιόλας γνωστό, στο πρώτο γράμμα μου είχε κολλήσει, πλαστογραφώντας το, την επικεφαλίδα: “Προς τον κ. Μανιαδάκη κλπ.” πράγμα που εγώ δεν είχα γράψει. Κάτι σχετικό γίνεται και με το δεύτερο γράμμα. Το γράμμα αυτό δεν το έστειλα εγώ στο Μεταξά. Το απηύθυνα τότε στην “Προσωρινή διοίκηση” του ΚΚΕ για να το στείλει αυτή. Φυσικά, η “Προσωρινή διοίκηση” δεν το ‘στειλε γιατί “δε συμφωνούσε” με τη γραμμή που έβαζα. Και δε συμφωνούσε γιατί ήταν κατασκεύασμα και όργανο του Μανιαδάκη. Μάλιστα τότε οι Μανιαδάκης – Παξινός – Χαραλαμπίδης έβαλαν το “θεωρητικό” της “Προσωρινής διοίκησης” Τυρίμο και μου έγραψε μια μακρόσυρτη απάντηση για να δικαιολογήσει και θεμελιώσει “θεωρητικά” την άρνηση αυτή της “Προσωρινής διοίκησης”. Εννοείται πως ο Τυρίμος δε μου παρουσιάστηκε με το όνομά του μα αυτός ήταν ο δράστης της απάντησης εκείνης. Η απάντηση εκείνη ξεσκέπαζε τελειωτικά το χαφιεδικό ρόλο της “Προσωρινής διοίκησης”. Και ένας λόγος που το δεύτερο γράμμα το ‘στειλα στην “Προσωρινή διοίκηση” ήταν ακριβώς αυτός. Ηθελα να τους αναγκάσω να πάρουν ανοιχτή θέση για να ξεσκεπαστούν. Αυτό το δεύτερο και έγινε.

Η διχτατορία τότε δεν τόλμησε να δημοσιεύσει το “προδοτικό” εκείνο γράμμα και να με στείλει παράλληλα στο στρατοδικείο, αφού με κρατούσε στα χέρια της και μια και επρόκειτο για πράξη “έσχατης προδοσίας”. Και δεν τα ‘κανε όλα αυτά η διχτατορία τότε γιατί καταλάβαινε ότι η γραμμή που έβαζε το δεύτερο γράμμα ήταν μια εθνική – πατριωτική γραμμή, που κάλυπτε πέρα για πέρα τα εθνικά συμφέροντα και ανταποκρινόταν στη θέληση του λαού.

Οι τεταρτοαυγουστιανοί απ’ τη Γενική Ασφάλεια, με εντολή της κυβέρνησης, δημοσιεύουν, ύστερα από εξήμισι χρόνια, το γράμμα εκείνο, νομίζοντας πως έτσι θα ενισχύσουν κάπως τη σάπια προσφυγή τους στον ΟΕΕ. Θέλουν να δείξουν κυρίως στους αγγλοσάξονες αφέντες τους ότι ήσαν πάντα λακέδες τους και ότι το ΚΚΕ και τότε πάλευε ενάντια σ’ οποιαδήποτε ιμπεριαλιστική υποδούλωση της Ελλάδας, ενάντια στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και για την εθνική ανεξαρτησία όπως αγωνίζεται και σήμερα. Φυσικά, όπως τότε έτσι και τώρα, αυτό ήταν και είναι για το ΚΚΕ η πιο εθνική – πατριωτική αποστολή και η πιο μεγάλη τιμή. Δείχνει ακόμα αυτό την αδιάσπαστη συνέπεια και συνέχεια που έχει η αντιιμπεριαλιστική και λαϊκή πολιτική του κόμματός μας.

Οταν η “Προσωρινή διοίκηση” αρνήθηκε να δημοσιεύσει το δεύτερο γράμμα, αναγκάστηκα ν’ αποτανθώ τότε με δικό μου μέσο που προσπάθησα να βρω μέσα απ’ τα μπουντρούμια της Γενικής Ασφάλειας, μόνος μου και απευθείας, προς το κόμμα και προς το λαό. Και έδωσα άλλο γράμμα – το τρίτο αυτό – στο Λιανόπουλο. Εκεί έβαζα τη γραμμή του δεύτερου γράμματος και ξεσκέπαζα τη χαφιεδική “Προσωρινή διοίκηση”. Ομως και ο Λιανόπουλος, που πήρε το τρίτο αυτό γράμμα, αποδείχτηκε προδότης του αγώνα μας. Ετσι ούτε αυτό έφτασε έγκαιρα στον προορισμό του.

Τώρα η Γενική Ασφάλεια, δημοσιεύοντας το δεύτερο γράμμα μου προσφέρει, άθελά της βέβαια, υπηρεσίες στο ΚΚΕ που τόσο μισεί. Μια απ’ αυτές είναι και το ότι ομολογεί έτσι ανοιχτά πως η “Προσωρινή διοίκηση” ήταν κατασκεύασμά της. Αυτό θα βοηθήσει ορισμένους να ξεκαθαρίσουν κάποιες συγχύσεις που ακόμα τους μπέρδευαν.

Η δημοσίευση του δεύτερου γράμματος πρέπει ακόμα να δώσει αφορμή σε μερικούς που πήραν μέρος “καλή τη πίστει”, όπως λεν, στην κίνηση της “Προσωρινής διοίκησης”, να διασαφηνίσουν τη θέση τους και το ρόλο τους τόσο γενικά όσο και ειδικότερα γύρω απ’ το δεύτερο γράμμα. Ασφαλώς η Γενική Ασφάλεια και τα όργανά της που, όπως στον καιρό του Μανιαδάκη, διευθύνουν και τώρα προσωπικά την αντικομμουνιστική δουλιά της, αποβλέπουν ακόμα στο να δώσουν “όπλα” και στους διάφορους συνεργάτες τους “αντιπολιτευόμενους του ΚΚΕ” και τροτσκιστές ενάντια στο κόμμα μας. Συμφωνάμε απόλυτα με την πρόθεσή της αυτή και θα την παρακαλούσαμε να συνεχίσει και να δημοσιεύει και τ’ άλλα “ντοκουμέντα” μας που κρατά στα χέρια της και που τα πήρε χάρη στην “Προσωρινή διοίκηση”, το Λιανόπουλο είτε άλλους πράκτορές της.

Αθήνα 9 του Μάρτη 1947

Ν. Ζ.»

  • Τα τρία γράμματα αναδημοσιεύονται από τα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, τόμος 5ος, 1940 – 1945.