RSS

Category Archives: Κρεμμυδάς Βασίλης

«Αι ημέτεραι δυνάμεις…»

Εκείνο το πρωινό ήμουν πέντε ετών και 32 ημερών· δηλαδή, δεν πήγαινα ακόμη σχολείο. Στο σπίτι έβλεπα τον πατέρα μου να ετοιμάζεται να «φύγει» — πού θα πήγαινε άραγε; θα το μάθαινα αργότερα την ίδια εκείνη πρώτη ημέρα του «γεγονότος». Για την ώρα άκουγα τις καμπάνες να χτυπούν σάμπως κάπου να έπιασε πυρκαγιά και να τρέξουν, ήξερα, οι μεγάλοι με τα μπουγέλα να τη σβήσουν. Ραδιόφωνο στο σπίτι δεν είχαμε· στη γειτονιά όμως όσα υπήρχαν πρόσεξα –και το θυμάμαι– να ακούγονται πολύ δυνατά.

Ακολούθησα τον πατέρα μου ως το τραίνο. Καθοδόν άκουσα καθαρά από ένα ραδιόφωνο: «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους» και μετά εμβατήρια. Θυμάμαι άραγε τη φράση; όχι ακριβώς! σιγά μην καταλάβαινα τι εννοούσαν, σιγά μην καταλάβαινα από καθαρεύουσα. Θυμάμαι ήχους, τόνους· μπόρεσα έτσι να κάνω την «ανασύσταση» του ακούσματος αργότερα που καταλάβαινα.

Στο σταθμό κόσμος πολύς· άντρες που έφευγαν και γυναίκες που έκλαιγαν. Εκεί, θυμάμαι, άκουσα κι άλλη μια «άγνωστη λέξη»· πόλεμος — πώς καταλαβαίνω σ’ αυτήν την ηλικία μου, τότε, τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Άκουσα και το όνομα Μεταξάς· το έπιασα αμέσως αυτό γιατί το είχα ξανακούσει — κανένα χρόνο πριν, λιγότερο-περισσότερο, είχε έρθει στο μέρος μου και με είχε πάει ο πατέρας μου να τον δούμε.

Το τραίνο σφύριξε κι έφυγε — κρέμονταν κι απέξω επιβάτες. Πήγα προς την πλατεία με γειτονόπουλά μου. Ακούγαμε: «ο Γιάννης πήγε στον πόλεμο», «ο Μήτσος πήγε στον πόλεμο», «αχ, Γιώργαινά μου, πήγε ο έρμος στον πόλεμο, τι να κάνει;». Μου έμεινε· «πήγε στον πόλεμο». Πήγαινες τότε στον πόλεμο. Τελευταία, ο πόλεμος καλοσύνεψε και δε μας κουράζει να πηγαίνουμε, έρχεται εκείνος κατακέφαλα!

Αγριεμένος ήταν ο κόσμος. Αχ και βαχ. Είχαν μείνει πίσω γυναικόπαιδα, απροστάτευτα, και ηλικιωμένοι. «Δόσμου ένα δίφραγκο, παππού, να πάρω κάστανα», λέω στο γερο-Βασίλη τον Κρεμμυδά λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου. «Τράβ’ από δω ρε, πήγανε στον πόλεμο οι καστανάδες!» Ντράπηκα κιόλας· γιατί να μην είχα σκεφτεί ότι κι εκείνοι θα πήγαν!

  • Βασίλης Κρεμμυδάς, Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010