RSS

Category Archives: ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Τα βιβλία των Ελλήνων στα χρόνια του Αγώνα

«Ελληνική Βιβλιογραφία» με όλες τις εκδόσεις από το 1819 έως το 1832

Της Ολγας Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24/3/2012

Τις παραμονές του αγώνα της ανεξαρτησίας, μέλημα δεν ήταν μόνο να συγκεντρωθούν όπλα, χρήματα και στρατός. Μέλημα κάποιων Ελλήνων ήταν να τυπωθούν ελληνικά βιβλία, που θα μπορούσαν να διαβαστούν και να διδάξουν. Για τον σκοπό αυτό, κατά τη διάρκεια του αγώνα και μετά τη λήξη του, πολλά τυπογραφεία δούλευαν σε Βενετία, Παρίσι, Βασιλεία, Βιέννη, Βουκουρέστι, Οδησσό, Λειψία, Γενεύη, Σμύρνη, Ιάσιο, Φλωρεντία, Τεργέστη, αλλά και σε Κέρκυρα, Ναύπλιο, Αίγινα, Σύρο, Μεσολόγγι, Σάμο, Χίο, Τήνο…

Ασφαλώς η ελληνική βιβλιοπαραγωγή των χρόνων της Επανάστασης του 1821 και μέχρι την ίδρυση του κράτους απείχε πολύ από τις σημερινές χιλιάδες. Ηταν μικρή, αλλά όχι ευκαταφρόνητη. Μόλις 38 τίτλοι εκδόθηκαν το 1821, για να φτάσει τους 135 τίτλους το 1832! Τι είδους βιβλία ήταν αυτά; Εκπαιδευτικά (225), εκκλησιαστικά (175), ηθικά αναγνώσματα (146), λογοτεχνία (134), λαϊκά αναγνώσματα (26), κοινωνικές επιστήμες (94), νομικά κείμενα (89), λεξικά (46)… Το 31% από αυτές τις εκδόσεις δεν υπερβαίνει τις 48 σελίδες! Read the rest of this entry »

 
 

Tags:

Σημείο Σταθερής Αναφοράς

Εκατό χρόνια από τον θάνατό του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να αποτελεί σημείο σταθερής αναφοράς, ακόμη και ως υπόθεση αμφιλεγόμενη, απόδειξη αναμφισβήτητη της δύναμης του έργου του. Σε μιαν εποχή παγκοσμιοποίησης κοσμοπολιτισμού και πολυεθνικότητας, όπου η έννοια της ρίζας υπονομεύεται, όταν δεν αμφισβητείται, το έργο του ζωογονεί την αίσθηση της ιθαγένειας, χωρίς την οποία ο άνθρωπος μπορεί να γίνει φτερό στον άνεμο. Η σημερινή επικαιρότητά του θρέφεται κυρίως από τούτο· γιατί ως αντίβαρο στο φυγόκεντρο πνεύμα της εποχής μας μπορεί, με τον ποιητικό ρεαλισμό του (και πάνω από συντηρητικές και προοδευτικές ιδεολογίες), να βοηθήσει στην αναζήτηση μιας πνευματικής και συναισθηματικής εξισορρόπησης.

 
Leave a comment

Posted by on January 3, 2011 in ΓΡΑΜΜΑΤΑ

 

Tags:

Η ακυβέρνητη πολιτεία πάει ταξίδι

Ο Στρατής Τσίρκας

Δύο μήνες μετά τον θάνατο του Στρατή Τσίρκα (Ιανουάριος 1980) σε σχετικό Αφιέρωμα του Αντί ο Γιάννης Ρίτσος γράφει «Λίγα λόγια για τον Τσίρκα». Λίγα αλλά αρκετά για να επιβάλει σιωπή στα απύλωτα στόματα των «Κομμένων Κεφαλών», εκείνων που προπηλάκισαν τον μεγάλο συγγραφέα και τον διέγραψαν για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά πάνω στον τάφο του. Ο Τσίρκας, λέει ο Ρίτσος, είναι δικός μας σύντροφος, «Ελληνας, γνήσιο τέκνο της πολυτάραχης εποχής μας, σε άμεση ανταπόκριση με τον αγωνιζόμενο ελληνισμό, με τους αγωνιζόμενους λαούς όλου του κόσμου». Θαυμάζει την «κοσμοπολιτική» παιδεία του («με την καλή σημασία της λέξης») και εκθειάζει την Τριλογία. Η Τριλογία «γίνεται (υπογραμμίζει) κατά τη γραφή της με διαδοχικές θέσεις και άρσεις, με ανακαλύψεις και απαρνήσεις, με αισθητικές επιλογές και εφευρέσεις, ώσπου όλα αυτά αφομοιώνονται κατά τη ροή του λόγου, απλοποιούνται και αποκτούν αυτή την εξαίσια φυσικότητα του Τρίτου Τόμου». Και παρακάτω: «Οι αναιρέσεις δεν είναι συμβιβασμοί και υποχωρήσεις, αλλά εμβανθύσεις. Κι αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη ηθική και αισθητική αρετή του Τσίρκα».

  • Η γοητεία της Τριλογίας

 

Αυτή η «μεγάλη ηθική και αισθητική αρετή» του Τσίρκα έχει αναπτυχθεί ποικιλοτρόπως από νεότερους μελετητές. Εχει επιπλέον συζητηθεί η εν πολλοίς αδιερεύνητη ακόμη γοητεία της Τριλογίας, ενός έργου που κατέχει μοναδική θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία για πολλούς λόγους: για τη λαμπρή «επιφάνειά» της, δηλαδή τον ιστορικο-πραγματολογικό πλούτο, την αφηγηματική αρχοντιά και την περίτεχνη σύνθεση, αλλά και για το «βάθος» της, με τους πρωτογενείς μύθους του Παραδείσου και της Πτώσης να τη διατρέχουν (δεν είναι τυχαίος ο χώρος των συμβάντων) και με τον οδυνηρότατα υπαρξιακό χαρακτήρα της. Κυρίως επειδή ο συγγραφέας φωτίζει, ως πολυόμματος προβολέας «το ελληνικό προβλημα»: τον πόλεμο, το κίνημα τον Απρίλη του 1944, την αιματηρή καταστολή, τον αρχινημένο εμφύλιο, τις πολιτικές ραδιουργίες, τις κομματικές αμαρτίες. Δείχνει μέσα από το έργο του την τύχη ενός ακατάπαυστα κλυδωνιζόμενου ελληνισμού. Το έθνος μια ζαριά στο τραπέζι των άλλων, όχι απλώς με την ανοχή μας, αλλά με την άδειά μας. Η Χρύσα Προκοπάκη ( Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και η κριτική 1960-1966 ) ορίζει εύστοχα τι περιλαμβάνει η Τριλογία: «Η λαίλαπα του φασισμού δημιουργεί μια κατάσταση κατακλυσμιαία. Διάσπαση των μετώπων, διάσπαση των συνειδήσεων, ένας κόσμος καταρρέει, “ακυβέρνητος”, σχετικοποίηση της αλήθειας […] Και μέσα σ΄ όλα αυτά, η προβολή σ΄ ένα μέλλον, το όνειρο και το όραμα».

Ιδού που για άλλη μια φορά το έργο τέχνης αποδεικνύεται φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον από την ιστορία. Αυτή η ιδέα μιας χώρας που συνεχώς κινδυνεύει να αφανισθεί (από εσωτερικές αμαρτίες και έξωθεν επιβουλές) δεν είναι καινούργια, ούτε ανήκει στο σύνδρομο της συνωμοσιολογίας. Υπάρχει ως κύριο θέμα (με διάφορες παραλλαγές) σε όλους τους μεγάλους συγγραφείς μας, είτε έζησαν στην περιφέρεια του ελληνισμού, τέκνα μιας ιδιότυπης διασποράς, όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης ή ο Σεφέρης, είτε περιπλανήθηκαν, εσωτερικοί εξόριστοι, μέσα σε μια ιδιότυπη, πάλι, ενδοχώρα, όπως ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Εγγονόπουλος και άλλοι. Ολοι, πιστεύω, πραγματεύονται ένα θέμα, που εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει με την τραγωδία. Ο Τσίρκας ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Τέκνο της ελληνικής διασποράς (γιατί, άραγε, ο Ρίτσος τον αποκαλεί αίφνης «Ελληνα»;), συγγενής εξ αίματος με τον Καβάφη και τον Σεφέρη, βρέθηκε όμως να βιώνει και αυτός μια παραλλαγή του «ελληνικού προβλήματος». Με την εξαίρεση του Καζαντζάκη, είναι ο μόνος πεζογράφος μας, αν δεν σφάλλω, που «ευτύχησε» (τρόπος τού λέγειν) να γράψει το κύριο έργο του εκτός των συνόρων, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι αυτός ο «ξένος», όπως αποκαλούνται κάποιοι ήρωες στα διηγήματά του, παρακολουθεί την ελληνική υπόθεση έξωθεν. Τουναντίον ο κοσμοπολιτισμός του (ο διεθνισμός του καλύτερα) του δίνει τη δυνατότητα να βλέπει τα πράγματα καθαρότερα και να εμβαθύνει (όπως λέει ο Ρίτσος) εκεί που οι κοντόφθαλμοι και οι περιχαρακωμένοι χάνουν και το δέντρο και το δάσος.

  • Ενας κόσμος σε αγώνα και αγωνία

Πενήντα τόσα χρόνια από την κυκλοφορία της Λέσχης (η αφηγηματική ύλη είναι παλαιότερη), τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Τσίρκα, πάλι ολοζώντανο το σκουλήκι της φθοράς στο σώμα της χώρας και κατ΄ επέκταση στο σαρκίο μας. Πάλι ουρλιάζουν οι «κομμένες κεφαλές» στα τηλεοπτικά παράθυρα, ολοφάνερη «η διάσπαση των συνειδήσεων» και η «σχετικοποίηση της αλήθειας». Ξανά, η ίδια εφιαλτική εικόνα ενός κόσμου που καταρρέει «ακυβέρνητος». Ξανά το έθνος στο τραπέζι με τα ζάρια κι εμείς να κοιτάζουμε χαμένοι, χωρίς συνείδηση, πίσω από τα κεφάλια των παικτών. Δικών μας και ξένων. Η Τριλογία συλλαμβάνει και σχηματοποιεί αριστοτεχνικά μια Ελλάδα που κινδυνεύει, έναν κόσμο σε αγώνα και αγωνία. Υποβάλλει όμως, μέσα από τους τραγικούς ήρωές της, το όραμα για έναν κόσμο καλύτερο. Που τελικά δεν ήρθε. Δεν ήρθε επειδή, για άλλη μια φορά, δεν διαβάσαμε σωστά τα μηνύματα των αγγελιαφόρων/ συγγραφέων του έθνους. Εξακολουθούμε να κάνουμε αυτό που περιγράφει τον Ιούλιο του 1942 ο αδελφοποιτός του Τσίρκα, Γιώργος Σεφέρης, «Gentlemen / συνεχίζουμε την περιοδεία μας/ πολλές οργιές κάτω απ΄ την επιφάνεια του Αιγαίου».

 
Leave a comment

Posted by on January 3, 2011 in ΓΡΑΜΜΑΤΑ

 

Tags:

Ενας μποέμ κοσμοκαλόγερος

  • ΓΡΑΜΜΑΤΑ

  • 100 χρόνια από τον θάνατο και 160 από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

  • Ι. Ν. ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.

Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.

  • Ανθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών

Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.

Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας…

Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.

Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.

Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Εζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.

  • Η διαμάχη για το έργο του

Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.

 
Leave a comment

Posted by on January 3, 2011 in ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Επέτειοι

 

Tags: