RSS

Category Archives: Βάρκιζα

Η Συμφωνία της Βάρκιζας

Η ιστοριογραφία μας υστερεί ακόμη στην ορθή αποτίμηση των γεγονότων

και την ανάλυση της διεθνούς εμπειρίας
66 χρόνια πριν

  • Του Σταθη Ν. Καλυβα*Η Καθημερινή, Kυριακή, 17 Aπριλίου 2011

Τα Δεκεμβριανά, όπως πέρασε στην ιστορία η στρατιωτική σύρραξη του ΚΚΕ με τους συνασπισμένους αντιπάλους του, ξεκίνησαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944 και έληξαν με συντριπτική ήττα των κομμουνιστών στη μάχη της Αθήνας. Η λήξη των εχθροπραξιών επισφραγίστηκε με την ανακωχή της 10ης Ιανουαρίου 1945, ενώ, ένα μήνα αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου υπεγράφη η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία καθόριζε τους όρους μετάβασης στο μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς

Τη Συμφωνία της Βάρκιζας αποτελούσαν εννέα άρθρα. Το πρώτο προέβλεπε τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις ατομικές ελευθερίες, το δεύτερο την άρση του στρατιωτικού νόμου, το τρίτο την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944 (αλλά με την εξαίρεση των κοινών αδικημάτων), το τέταρτο την πλήρη απελευθέρωση των συλληφθέντων από τον ΕΛΑΣ, τον πέμπτο τη δημιουργία ενός νέου Εθνικού Στρατού, το έκτο την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και τον πλήρη αφοπλισμό του, το έβδομο την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών, το όγδοο την αντίστοιχη εκκαθάριση σωμάτων ασφαλείας και, τέλος, το ένατο, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, και εκλογών με συμμετοχή διεθνών παρατηρητών. Η ορθή εφαρμογή της Συμφωνίας της Βάρκιζας θα οδηγούσε σε μια δημοκρατική και ειρηνική Ελλάδα. Οπως γνωρίζουμε όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά: ένας νέος εμφύλιος και μια καχεκτική δημοκρατία.

Το ερώτημα αν ο εμφύλιος πόλεμος του 1946-49 ήταν αναπόφευκτος ή αν η Βάρκιζα υπήρξε πράγματι μια χαμένη ευκαιρία για ένα διαφορετικό και καλύτερο μέλλον, έχει απασχολήσει επανειλημμένως τους ιστορικούς. Πρόκειται για δύσκολο ερώτημα, αφού απαιτεί τη σύγκριση του τι έγινε με αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει. Δεν είναι όμως άτοπο να επιχειρήσει κανείς να απαντήσει, αρκεί να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: η ορθή αποτίμηση των γεγονότων και η ανάλυση της διεθνούς εμπειρίας. Η ιστοριογραφία μας, όμως, υστερεί και στα δύο.

Συσχετισμός δυνάμεων μετά τα Δεκεμβριανά

Η Συμφωνία της Βάρκιζας αντικατόπτριζε τον συσχετισμό δυνάμεων μετά τη μάχη της Αθήνας. Το ΚΚΕ ηττήθηκε: βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, ενώ υποχρεώθηκε να αποστρατεύσει τον κομματικό του στρατό, τον ΕΛΑΣ, και να διαλύσει το κράτος που είχε δημιουργήσει στην κατοχή μέσω του ΕΑΜ. Με άλλα λόγια, απώλεσε τη δυνατότητα διεκδίκησης της εξουσίας, μια δυνατότητα που βασιζόταν αποκλειστικά στη στρατιωτική του ισχύ. Ομως, μολονότι συντριπτική, η ήττα του δεν ήταν ολοκληρωτική, καθώς το ΚΚΕ διέθετε ακόμη σημαντικά ερείσματα και οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εκτός Αθηνών. Ετσι διατήρησε τη δυνατότητα συμμετοχής στη νέα πολιτική πραγματικότητα που ξεκινούσε. Μπορούσε, μ’ άλλα λόγια, να παίξει το πολιτικό παιχνίδι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εναν, περίπου, χρόνο αργότερα, όμως, επέλεξε την οδό μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης. Γιατί απέτυχε η Βάρκιζα;

Η σχετική ιστοριογραφία διαιρείται σε δύο σχολές, με βάση τις πολιτικές συμπάθειες των φορέων της. Η αντικομμουνιστική μεταπολεμική σχολή θεωρούσε πως η Βάρκιζα δεν ήταν για το ΚΚΕ παρά μια ευκαιρία ανασύνταξης, ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες για την επόμενη επιχείρηση κατάληψης της εξουσίας, τον «τρίτο γύρο», όπως και έγινε. Αλλωστε, το ΚΚΕ αθέτησε την υποχρέωσή του να αφοπλιστεί, αποκρύπτοντας τον καλύτερο οπλισμό του, ενώ οργάνωσε ένα ολόκληρο στρατόπεδο εκπαίδευσης των στρατιωτικών του στελεχών στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα, η σχολή αυτή υποβάθμιζε το θέμα των διώξεων που εξαπολύθηκαν εναντίον των οπαδών (πραγματικών ή φανταστικών) του ΚΚΕ και τις αποδίδει αποκλειστικά σε μη ελεγχόμενες αντεκδικήσεις. Στην αντίθετη ακριβώς όχθη, συναντά κανείς τη φιλοκομμουνιστική μεταπολιτευτική σχολή, που υποστηρίζει πως το ΚΚΕ είχε αγκαλιάσει τον κοινοβουλευτισμό, αλλά ότι την επιλογή του αυτή υπονόμευσαν οι αντίπαλοί του, σπρώχνοντάς το στον δρόμο της ένοπλης δράσης. Πρόκειται για μια αντίληψη που θεωρεί το ΚΚΕ ως μοναδική περίπτωση πολιτικού κόμματος (και δη επαναστατικού…) που αποστρεφόταν την εξουσία και κατέφευγε (επανειλημμένως μάλιστα) στα όπλα με το ζόρι, μόνο όταν το έσπρωχναν οι αντίπαλοί του. Στην ίδια ακριβώς λογική εντάσσεται και ο χαρακτηρισμός της παραβίασης της Συμφωνίας της Βάρκιζας ως «μονόπλευρης»: ότι δηλαδή παραβιάστηκε μόνο από την κυβερνητική πλευρά μέσω των διώξεων και της «λευκής τρομοκρατίας».

Παραβιάστηκε και από τις δύο πλευρές

Η αέναη ανακύκλωση ερμηνειών αυτού του τύπου είναι εντελώς άγονη. Για να ξεφύγουμε από τη στειρότητα και να προχωρήσουμε στον δρόμο της κατανόησης, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε το προφανές: πως τη Συμφωνία της Βάρκιζας παραβίασαν και οι δύο πλευρές. Το κράτος ανέχτηκε, και ενίοτε οργάνωσε, τις διώξεις εναντίον των οπαδών του ΚΚΕ, ενώ το ΚΚΕ επέλεξε να διατηρήσει ανοιχτή την επιλογή της ένοπλης ρήξης, παραδίδοντας μόνο τη «σαβούρα» και τα «άχρηστα» όπλα του, τη στιγμή που απέκρυπτε οπλισμό για 30.000 στρατό. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην επαναδιατύπωση του αρχικού ερωτήματος: θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η διπλή αυτή παραβίαση, έτσι ώστε η χώρα να είχε αποφύγει τη δοκιμασία μιας νέας εμφύλιας σύρραξης; Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δώσει η μελέτη της εμπειρίας ανάλογων περιπτώσεων στον υπόλοιπο κόσμο.

Η πολιτική επιστήμη έχει ασχοληθεί με ερωτήματα αυτού του είδους μέσω της συγκριτικής ανάλυσης πολλών εμφυλίων. Μια τέτοια ανάλυση βασίζεται σε μελέτη 41 εμφύλιων πολέμων της περιόδου 1944-1989. Εκκινώντας από τη διαπίστωση πως, ενώ το 55% των διακρατικών πολέμων της περιόδου αυτής έληξε με κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, μόνο το 20% των αντίστοιχων εμφυλίων είχε την ίδια κατάληξη, επιχειρεί να εξηγήσει τη συστηματική αποτυχία των διαπραγματεύσεων στους εμφύλιους πολέμους. Μήπως αυτό οφείλεται στο βαθύτερο μίσος που υποτίθεται πως χωρίζει τους αντιπάλους στους εμφυλίους;

Η απάντηση είναι αρνητική. Αντίθετα, το συμπέρασμα είναι πως ο κύριος λόγος που οδηγεί στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων και την κατάρρευση των συμφωνιών στους εμφυλίους είναι η αδυναμία εξασφάλισης αξιόπιστων εγγυήσεων για την τήρηση των συμφωνηθέντων. Ο λόγος είναι πως, ενώ στους διακρατικούς πόλεμους οι δύο πλευρές εξακολουθούν να διατηρούν σε σημαντικό βαθμό την αμυντική τους ικανότητα και μετά τη σύναψη της συμφωνίας (αφού πρόκειται για κράτη που διαθέτουν στρατό), δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αντίπαλες πλευρές σε έναν εμφύλιο. Προϋπόθεση για τη λήξη ενός εμφυλίου είναι ο αφοπλισμός της μιας πλευράς (αφού δεν νοείται ύπαρξη κράτους δίχως νόμιμο μονοπώλιο βίας, δηλαδή με δύο αντίπαλους στρατούς στο εσωτερικό του). Είναι όμως αδύνατο να εγγυηθεί πειστικά η κυβερνητική πλευρά πως δεν θα παραβιάσει τα δικαιώματα της αντίπαλης παράταξης, μετά τον αφοπλισμό της: ο πειρασμός να κατασπαράξεις τον αντίπαλό σου αφού αυτός έχει καταθέσει τα όπλα, είναι πολύ μεγάλος. Ακόμα και αν δεν έχεις τέτοιες προθέσεις, δύσκολα θα πείσεις τον αντίπαλο σου γι’ αυτό. Γνωρίζοντάς το αυτό, η αφοπλιζόμενη πλευρά, είτε θα αποφύγει τις διαπραγματεύσεις είτε, αν αναγκαστεί να υπογράψει, θα επιχειρήσει να διαφυλάξει μέρος του οπλισμού της. Αντίστοιχα, η κυβερνητική πλευρά θα θεωρήσει τον μη αφοπλισμό ως απόδειξη προετοιμασίας ενός νέου γύρου και θα επιτείνει τις διώξεις. Είναι προφανές, λοιπόν, γιατί αποτυγχάνουν οι συμφωνίες αυτές, και μάλιστα εντελώς ανεξάρτητα από το αν οι δύο πλευρές έχουν καθαρές προθέσεις. Τρία συμπεράσματα αξίζει να υπογραμμιστούν. Πρώτον, η διεθνής εμπειρία δείχνει πως η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν είχε ποτέ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Δεύτερον, η αποτυχία της δεν οφείλεται απαραίτητα στις ύπουλες προθέσεις της μιας ή της άλλης πλευράς (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν τέτοιες!), αλλά σε ένα εγγενές πρόβλημα όλων των εμφυλίων: την αδυναμία εξασφάλισης αξιόπιστων εγγυήσεων. Είναι απαραίτητη, τέλος, η απόδραση από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του επαρχιωτισμού που διακρίνει την ιστοριογραφία του ελληνικού εμφυλίου και των αγκυλώσεων που ταλανίζουν τη μελέτη του.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

 
Leave a comment

Posted by on April 17, 2011 in Βάρκιζα

 

12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1945: Η συμφωνία της Βάρκιζας και ο ρόλος του Τσιριμώκου

12 Φλεβάρη 1945. Οι αντιπροσωπείες του ΕΑΜ και της κυβρνησης αμσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας

12 Φλεβάρη 1945. Οι αντιπροσωπείες του ΕΑΜ και της κυβέρνησης αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας

  • Η συμφωνία της Βάρκιζας, που υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 ανάμεσα στην ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ από τη μια πλευρά και την κυβέρνηση Πλαστήρα από την άλλη, αποτέλεσε το πρώτο επίσημο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στον αστικό πολιτικό κόσμο και τις μη αστικές δυνάμεις στην Ελλάδα για μια ομαλή, ειρηνική, δημοκρατική εξέλιξη της πολιτικής ζωής του τόπου στον μεταπολεμικό κόσμο.

Αλλά στο βάθος δεν υπήρχε πραγματική διάθεση για συμβιβασμό. Το αστικό κράτος και ο μηχανισμός του, όπως και οι Αγγλοι, έψαχναν για κάποια «παράλειψη», μια «τρύπα» για να περιορίσουν ή να υποτάξουν τις δυνάμεις της Αριστεράς, ενώ η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να κρύψει το καλύτερο μέρος του οπλισμού του ΕΛΑΣ για μελλοντική πιθανή χρησιμοποίησή του.

Η δυσπιστία ήταν έκδηλη και από τις δύο πλευρές, και μόνο μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974 φάνηκε η διάθεση των δύο πλευρών να τηρήσουν σιωπηρά -χωρίς γραπτή δέσμευση, όπως συνέβη στη Βάρκιζα- τους όρους εκείνης της συμφωνίας.

Στις διαθέσεις των Αγγλων και του κρατικού ελληνικού μηχανισμού προστέθηκε ο περίεργος αν όχι και σκοτεινός ρόλος ενός κεντρικού αντιπροσώπου της αριστερής αντιπροσωπείας στη Βάρκιζα: του Ηλία Τσιριμώκου, ηγέτη του μικρού κόμματος της Ενωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) που συμμετείχε στο ΕΑΜ.

Το φθινόπωρο του 1944 ο Τσιριμώκος, ως αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, είχε αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ πρόβαλλε ιδιαίτερα τον Τσιριμώκο, που είχε αποτελέσει μεταξύ άλλων μέλος της αριστερής αντιπροσωπείας στη Μέση Ανατολή το καλοκαίρι του 1943 και είχε μάλιστα συνυπογράψει το κοινό κείμενο για τη μη επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’ στην Ελλάδα πριν από τη διεξαγωγή ενός γνήσιου δημοψηφίσματος περί το Πολιτειακό, πλάι στους Π. Κανελλόπουλο, Γ. Εξηντάρη, Κ. Πυρομάγλου, Π. Ρούσο και Α. Τζήμα.1 Τουλάχιστον από το τέλος της Κατοχής ο Τσιριμώκος είχε αρχίσει να ελίσσεται μυστικά και περίεργα. Ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας συνεργαζόταν με τον Γεώργιο Παπανδρέου σε μια εποχή που οι Αγγλοι επιδίωκαν την απομόνωση του ΚΚΕ από τις άλλες αριστερές δυνάμεις που ανήκαν στο ΕΑΜ.

Στις αρχές Νοεμβρίου 1944 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα ρώτησε τον Γ. Παπανδρέου αν είχε επιτύχει κάτι προς την κατεύθυνση του αποχωρισμού των μετριοπαθών στοιχείων από το ΕΑΜ. Ο Παπανδρέου απάντησε ότι «η διαδικασία είχε αρχίσει. Για παράδειγμα ο κ. Τσιριμώκος μού είχε πει εμπιστευτικά ότι περίμενε τη στιγμή για να φύγει».2

Στις 8 Ιανουαρίου 1945 ο πρεσβευτής Λίπερ πληροφορήθηκε από το Βρετανό υπολοχαγό των υπηρεσιών πληροφοριών Ρόντνεϊ Μποντ, ότι το κόμμα του Τσιριμώκου, «η ΕΛΔ είχε αποφασίσει με δική της πρωτοβουλία να πραγματοποιήσει την τελική ρήξη με το ΕΑΜ».3

Ο Τσιριμώκος προωθούσε τις επαφές του, ενώ το ΕΑΜ επιθυμούσε να διατηρήσει την ενότητά του και γι’ αυτό να προβάλλει ιδιαίτερα τον αρχηγό της ΕΛΔ. Η Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου ήταν μια ενδιαφέρουσα και «σκοτεινή» μέρα. Η αριστερή αντιπροσωπεία είχε φτάσει στην πολυτελή έπαυλη Κανελλοπούλου, στην περιοχή της Βάρκιζας, αποτελούμενη από τους Γιώργη Σιάντο, Δημήτρη Παρτσαλίδη και Ηλία Τσιριμώκο.

Στη βίλα Κανελλοπούλου, όπου θα διεξάγονταν οι τελικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης Πλαστήρα και της αριστερής αντιπροσωπείας, ο Τσιριμώκος είχε ιδιαίτερες επαφές με τον εκπρόσωπο της βρετανικής πρεσβείας Ντέιβιντ Μπάλφουρ και τον ιδιαίτερο γραμματέα του αντιβασιλέα αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, δικηγόρο Ιωάννη Γεωργάκη, αργότερα ιδιαίτερο συνεργάτη του Αριστοτέλη Ωνάση, που ήταν παρών σε όλη τη διάρκεια της διάσκεψης.

Ο Τσιριμώκος εκδήλωσε την επιθυμία να έχει μια μυστική ιδιαίτερη συνάντηση με τον αρχιεπίσκοπο – αντιβασιλέα. Ετσι, καταστρώθηκε ένα έξυπνο σχέδιο. Ο Τσιριμώκος ζήτησε να φύγει προσωρινά για να πάει στην Αθήνα «και να επισκεφθεί την ηλικιωμένη γιαγιά του». Οι Βρετανοί στρατιωτικοί που παρευρίσκονταν στην έπαυλη Κανελλοπούλου «μετά από μια μεγάλη επίδειξη αντιρρήσεων, που σκοπό είχαν ν’ αφοπλίσουν τις κομμουνιστικές υποψίες» συγκατατέθηκαν τελικά. Ο Τσιριμώκος με συνοδεία οδηγήθηκε στην οικία του και από εκεί μεταφέρθηκε «μυστικά στον τόπο διαμονής του αρχιεπισκόπου», στο Χαλάνδρι, όπου είχε μια καρποφόρα συνομιλία με τον Δαμασκηνό. Ο Τσιριμώκος «έδωσε οριστική υπόσχεση στον αντιβασιλέα ότι θ’ αντιταχθεί στα κομμουνιστικά αιτήματα».

Μια νέα συνάντηση μεταξύ Δαμασκηνού και Τσιριμώκου έγινε την επόμενη μέρα. Οι Βρετανοί αδημονούσαν να μάθουν αποτελέσματα των επαφών των δύο συνομιλητών. Ο Δαμασκηνός ενημέρωσε τη βρετανική πλευρά ότι «ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας, αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν για τη γραμμή που -ο Σιάντος και ο Παρτσαλίδης- θ’ ακολουθούσαν και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει».4

Η βρετανική ηγεσία, που στο μεταξύ είχε φτάσει στη Γιάλτα για τη διάσκεψη (Τσόρτσιλ, Στάλιν, Ρούζβελτ), ενημερωνόταν σχετικά με τη διάσκεψη της Βάρκιζας και τις κινήσεις του Τσιριμώκου και συμφωνούσε ότι δεν έπρεπε να δοθεί γενική αμνηστία για τα γεγονότα της εξέγερσης του Δεκέμβρη 1944. Αλλά ο Σιάντος και ο Παρτσαλίδης επέμεναν για τη χορήγηση γενικής αμνηστίας. Καθώς η διάσκεψη κινδύνευε να βρεθεί σε αδιέξοδο, αναζητήθηκε εκ νέου ο Τσιριμώκος, και ο Δαμασκηνός συνομίλησε μαζί του. Ο αρχιεπίσκοπος εξήγησε στους Βρετανούς μετά το τέλος της συνάντησης ότι ο συνομιλητής του «τώρα φαίνεται έτοιμος να εγκαταλείψει τους συνεργάτες του στο ζήτημα της αμνηστίας».

Ενώ συνεχίζονταν οι συνομιλίες της Βάρκιζας, ο Σάββας Παπαπολίτης, στενός συνεργάτης του Τσιριμώκου, συναντήθηκε με τον Λίπερ.

Παράδοση μρους του οπλισμού των Ελασιτών.

Παράδοση μέρους του οπλισμού των Ελασιτών.

Ο Τσιριμώκος είχε ζητήσει από τον Παπαπολίτη να συναντηθεί με το Βρετανό πρεσβευτή, με σκοπό να εξηγήσει τα ακόλουθα: «Από μια σειρά αναποδιές ο Τσιριμώκος βρέθηκε ακόμα μια φορά στο στρατόπεδο του ΚΚΕ μετά το τέλος της μάχης της Αθήνας. Εντάχθηκε στην αντιπροσωπεία όχι με σκοπό να βοηθήσει τον Σιάντο, αλλά με στόχο να εξασφαλίσει μια συμφωνία που θα αδυνατίσει το ΚΚΕ». Ο Παπαπολίτης ήταν εξουσιοδοτημένος να πληροφορήσει τον Λίπερ ότι η απόφαση του Τσιριμώκου ήταν «να συνενώσει όλες τις σοσιαλιστικές ομάδες για να υποστηρίξουν ανοιχτά» τη βρετανική δράση στην Ελλάδα «και να καταδικάσει το ΚΚΕ για την αντιβρετανική του στάση».5

Ενώ οι εργασίες της διάσκεψης στη Βάρκιζα συνεχίζονταν, μια επιστολή στάλθηκε προς τη βρετανική ηγεσία, υπογεγραμμένη από τους Σιάντο, Παρτσαλίδη και Τσιριμώκο: «Δεχόμαστε να λυθεί -τόνιζαν οι συντάκτες της επιστολής- το ζήτημα των διώξεων με βάση την αρχή που έθεσε η κυβερνητική αντιπροσωπεία».

12/2/1945 Οι Ηλίας Τσιριμώκος - Γιώργης Σιάντος και Μήτσος Παρτσαλίδης υπογράφουν τη συμφωνία της Βάρκιζας.

12/2/1945 Οι Ηλίας Τσιριμώκος - Γιώργης Σιάντος και Μήτσος Παρτσαλίδης υπογράφουν τη συμφωνία της Βάρκιζας.

Η υποχώρηση της αριστερής αντιπροσωπείας στο θέμα της γενικής αμνηστίας πρόσφερε τη «μαύρη τρύπα» που θα έδινε την ευκαιρία να διωχτούν χιλιάδες οπαδοί της Αριστεράς, συχνά με κατηγορίες για φανταστικά αδικήματα.

Ο περίεργος και σκοτεινός ρόλος του Τσιριμώκου στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας, ίσως να μας διευκολύνει να κατανοήσουμε καλύτερα την ξαφνική του αποστασία από τον Γεώργιο Παπανδρέου και την Ε.Κ., τον Αύγουστο του 1965, και την ανάθεση από τον Κωνσταντίνο της εντολής να σχηματίσει κυβέρνηση. Η πρωτοβουλία Τσιριμώκου απέτυχε τελικά. Ομως στη συνέχεια ο Ελληνας πολιτικός πρωτοστάτησε παρασκηνιακά στη δημιουργία της κυβέρνησης των αποστατών υπό τον Στ. Στεφανόπουλο. Στην κυβέρνηση Στεφανόπουλου, ο Τσιριμώκος χρημάτισε αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών, οπότε και πραγματοποίησε σημαντικές συνομιλίες με τους Αμερικανούς και τους Αγγλους περί το Κυπριακό κ.ά.


1. Βλ. το πρωτότυπο κείμενο της κοινής δήλωσης στο φωτογραφικό ένθετο, «Οι προστάτες», εκδ. «Ιωλκός», 2008
2. Αρχεία Φ.Ο., FO 371/43695, R 18257
3. Αρχεία Φ.Ο., FO 371/48245, R 654/G
4. Ημερολόγιο Μακμίλαν, σ. 672
5. Αρχεία Φ.Ο., FO 371/48254, R2714/G
Του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 12/02/2009