- Γαβρόγλου Κώστας
- |Η ΑΥΓΗ
- 19.05.2013
Ο Μάης του ’68 σηματοδοτεί την ωρίμανση μιας επιχειρηματολογίας, που άρχισε να πείθει ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της επιστημονικής κοινότητας, ότι τα ερωτήματα που θέτουν και οι λύσεις που προτείνουν οι επιστήμονες έχουν άμεση σχέση με τα προβλήματα που απασχολούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, τις ιδεολογικές και κοινωνικές διαμάχες και το αξιακό σύστημα των επιστημόνων -που συμπεριλαμβάνει όχι μόνο αξίες ηθικού περιεχομένου, αλλά και κανονιστικές αξίες που σχετίζονται με το γνωστικό αντικείμενο με το οποίο ασχολούνται. Όλα αυτά εγγράφονται στις λύσεις που προτείνουν οι επιστήμονες και αποτυπώνονται στην εξέλιξη των επιστημών.
Έχει σημασία να τονιστεί ότι η κριτική στις επιστήμες δεν ήταν αποτέλεσμα μιας καθαρά θεωρητικής αναζήτησης, αλλά αναπτύχθηκε μέσα από τις πρακτικές αντίστασης σε ένα σύνολο φαινομένων που εκδηλώθηκαν εκείνη την εποχή. Η κριτική ενάντια στην ηγεμονική άποψη για την ουδετερότητα της επιστήμης απέκτησε θεωρητική συνοχή μόνον μετά τη συγκρότηση διαφόρων πρακτικών που επιχείρησαν να αντισταθούν στις νέες πραγματικότητες από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά: Ήδη από το 1962 δημοσιεύεται το βιβλίο της Rachel Carson, Η Σιωπηλή Άνοιξη, που αναδεικνύει τις ολέθριες επιπτώσεις των εντομοκτόνων. Σε λίγα χρόνια ακολουθεί ο Barry Commoner με το βιβλίο του Επιστήμη και Επιβίωση.
Και τα δύο βιβλία εγκαινίασαν έναν νέο λόγο, αυτόν την περιβαλλοντικής επιστήμης, και επηρέασαν πολλούς επιστήμονες, ανεξάρτητα αν το αντικείμενο τους σχετιζόταν άμεσα με αυτά τα προβλήματα. Έχει ενδιαφέρον ότι η ανάδειξη του περιβαλλοντικού προβλήματος και η νομιμοποίηση των επιστημών περιβάλλοντος αποτέλεσαν -προφανώς μέσα από τις αντιφάσεις τους- σημαντικές εναλλακτικές προτάσεις στην τεχνοκρατία. Ένα άλλο παράδειγμα: Οι ιδεολογικά και πολιτικά συντηρητικές δυνάμεις ενεργοποιήθηκαν μετά τις κοινωνικές εκρήξεις στα γκέτο των μαύρων, κυρίως, στο Watts και στο Ντιτρόιτ, και ξανάφεραν στο προσκήνιο παλιές ιδέες για το εάν η βία “εδράζεται” στη φυσιολογία του εγκεφάλου όσων την ασκούν. Χρηματοδοτήθηκαν έρευνες σχετικά με αυτό το πρόβλημα, έγιναν πολλές λοβοτομές σε μαύρες γυναίκες και άρχισε να κυριαρχεί η προβληματική γύρω από το γονίδιο της εγκληματικότητας.
Ταυτόχρονα, όμως, άρχισαν να εκφράζονται αντιρρήσεις για την συγκεκριμένη τροπή των ερευνών και ένα κίνημα αντίστασης από επιστήμονες διαφορετικών κλάδων αποδεικνύει ότι τα αποτελέσματα της “καθαρής έρευνας” είναι γεμάτη λάθη, αποκαλύπτοντας την πολιτική διάσταση αυτών των, κατά τα άλλα αμιγώς ερευνητικών, δραστηριοτήτων. Τα παραδείγματα είναι πολλά και όλα μαζί αποτυπώνουν τις διστακτικές στην αρχή, αλλά δυναμικές στη συνέχεια συλλογικότητες, οι οποίες μέσα από τις αντιρρήσεις και αντιστάσεις τους στην κυρίαρχη κουλτούρα της επιστημονικής έρευνας κατάφεραν να συγκροτήσουν έναν κριτικό λόγο και να διαμορφώσουν εναλλακτικές πρακτικές στην άσκηση της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας των αντίστοιχων μαθημάτων.
Αν ο συλλογικός φόβος για πυρηνική καταστροφή πριν τον Μάη του ’68 σηματοδοτήθηκε από τον παράφρονα Dr. Strangelove στην ομώνυμη ταινία του 1964, η ανατριχιαστική ηγεμονία του τεχνοκρατισμού συμβολίζεται στο Κουρδιστό Πορτοκάλι, παραγωγής του 1971. Οι διεργασίες που κορυφώθηκαν τον Μάη του ’68 συμπύκνωσαν πολλά από όσα είχαν προηγηθεί και δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος για όσα ακολούθησαν. Δεν έμεινε αλώβητη, ούτε καν η επιστήμη, η ουδετερότητα της οποίας αποτελούσε το απόλυτο καμάρι της κυρίαρχης ιδεολογίας.
* Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι καθηγητής Ιστορίας των Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών