RSS

Category Archives: Ηλιού Μαρία

28η Οκτωβρίου 1940

Τον Οκτώβρη του 1940, μπήκα, με μια μέρα διαφορά, στη δευτέρα Δημοτικού και στα εφτά μου χρόνια.

Εκείνο το πρωί δεν είχα πάει ακόμα σχολείο. Ακούγοντας αλαλαγμούς, φασαρία, τραγούδια, ζητωκραυγές, έτρεξα στο παράθυρο: γεμάτος ο δρόμος μας από παιδιά του Γυμνασίου. Ο μαθητόκοσμος κύλαγε από τις ανοιχτές πόρτες της αυλής του σχολείου, ενός επιβλητικού κτιρίου (είναι το σημερινό δημαρχείο της Βέροιας), που αντικρίζαμε κοιτάζοντας από το παράθυρο της κάμαράς μου. Μαθητικά κασκέτα πετιούνταν στον αέρα, ίσως να χτυπούσαν και οι καμπάνες. Κάτι πολύ σοβαρό, σίγουρα, συνέβαινε.

Σε λίγο άνοιξε η πόρτα του καθιστικού και μπήκε αναπάντεχα ο μπαμπάς που έφευγε πάντα νωρίς για το Σύνταγμά του και γύριζε, με ακρίβεια χρονόμετρου, την ώρα που είχε στρωθεί το μεσημεριανό τραπέζι. Η μαμά, στο σπίτι, κλαμένη. Κοιτάχτηκαν αμίλητοι και εξαφανίστηκαν σε ένα από τα δωμάτια.

Ο ξάδερφός μου ο Νάσος, δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, που είχε έρθει με τη μητέρα του να μείνουν για λίγο μαζί μας, με τράβηξε από το χέρι: «Πάμε στον κήπο, θα σου πω». «Ο θείος Γιώργος ήρθε να πει στη μαμά σου πως έχουμε πόλεμο. Θα φύγει για το μέτωπο. Κι εμείς πρέπει να κάνουμε ακόμη περισσότερες ασκήσεις, για να είμαστε έτοιμοι, όταν έρθει η ώρα να καλέσουν και τη δική μας κλάση». Συμφώνησα. Πάντα συμφωνούσα με τον Νάσο.

Για τον ξάδερφό μου, τα κορίτσια ήταν δεύτερης κατηγορίας όντα, με τα οποία δεν έπαιζες παρά μόνο αν ήσουν αναγκασμένος και με τους δικούς σου όρους, όπως, απαρέγκλιτα, να πάρουν ανδρικό ψευδώνυμο. Μόλις τέθηκε το θέμα, αυτοστιγμεί άλλαξα όνομα και φύλο: Μάριος. Και ποιο το καλύτερο παιχνίδι μας; Μα, φυσικά, ο «στρατός», τον οποίο αποτελούσε ένα πλασματικό και κυμαινόμενου μεγέθους Σώμα, με χειροπιαστούς το στρατιώτη Μάριο και τον επικεφαλής αξιωματικό Νάσο. (Όταν πολύ γρήγορα ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα προστέθηκε και ο στρατιώτης Ιωάννης — η πεντάχρονη ξαδερφούλα μας Νανά). Οι κούκλες μου παραμερίστηκαν περιφρονητικά. Το ίδιο και τα παλιά φιγουρίνια της μαμάς, που έδιναν ευκαιρίες για χαρτοκοπτική και συλλογές από ωραίες κυρίες. Αραίωσαν και οι παρέες με τις φιλενάδες — ήταν όλες τους κορίτσια! Και δώστου στρατιωτικές ασκήσεις και έφοδοι εναντίον του εχθρού, που οχυρωνόταν πίσω από τα φυτά του κήπου ή τα έπιπλα του σαλονιού.

Ανήμερα της κήρυξης του πολέμου, οι γονείς μου βρήκαν λίγη ώρα για να πάνε να φωτογραφηθούν. Η φωτογραφία αυτή, όπου φαίνονται ολόσωμοι, κοιτάζοντας τον φακό, όρθιοι, με τα ρούχα τους να εφάπτονται, αλλά χωρίς να αγγίζουν ο ένας τον άλλο, ο πατέρας μου σοβαρός με τη στολή του εκστρατείας (μπότες, μαστίγιο, βαρύ χιτώνιο, δίκωχο), η μαμά θλιμμένη, με το καλό της παλτό, μακιγιαρισμένη και καλοχτενισμένη, μοιάζει επιτύμβια. Και σαν τέτοια φαίνεται πως την έβγαλαν. Άλλωστε έμεινε ως η τελευταία φωτογραφία που έβγαλαν μαζί.

Ο πατέρας μου ήταν «γιατρός για τα ζώα» στο στρατό και στο νομό: επικτηνίατρος με βαθμό ταγματάρχη και νομοκτηνίατρος.

Την ίδια μέρα ετοιμάστηκε το μπαουλάκι εκστρατείας του μπαμπά, με τα εργαλεία και τα λοιπά του πράγματα και έφυγε αμέσως για το μέτωπο, όπου το ιππικό και τα μεταγωγικά τον χρειάζονταν.

Και εμείς που μείναμε πίσω, μάθαμε το λυγμικό άκουσμα της σειρήνας συναγερμού και το συρτό, οξύ, λυτρωτικό ήχο της λήξης του, τις χάρτινες κορδέλες που θα συγκρατούσαν τα τζάμια από τα πιθανά ωστικά κύματα, τα σκούρα χαρτιά και τα παραπετάσματα για τη συσκότιση. Μία από τις αποθήκες του σπιτιού προβιβάστηκε σε «καταφύγιο».

Η θεία Λέλα και ο Νάσος έφυγαν αμέσως για το σπίτι τους στην Αθήνα, ενώ εμείς μαζεύαμε πυρετωδώς τα πράγματά μας για να ακολουθήσουμε. Στις προετοιμασίες εντάχθηκε και το σφάξιμο μιας κότας. Κάποιο στοιχειώδες κοτέτσι θα ξεκάναμε, αφήνοντας το σπίτι με τον ωραίο κήπο. Η μαμά, θεωρώντας πως ένα κορίτσι από χωριό δεν μπορεί παρά να ξέρει να σφάζει κότες, ανάθεσε αυτό το έργο στην Άννα. Η δωδεκάχρονη μικρή δεν είχε τέτοιες εμπειρίες, αλλά για τίποτα στον κόσμο δεν θα αρνιόταν να κάνει, όσο καλύτερα μπορούσε, ό,τι της ζητούσαν (στα καπνά δούλευε στο μακεδονικό χωριό απ’ όπου μας είχε έρθει και όπου είχε καταλήξει με τη μητέρα της και τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια, όταν τους απέλασαν στην Ελλάδα. Τον πατέρα τους, πρόσφυγα από τον Πόντο στον Καύκασο «κάτι άντρες στα μαύρα ντυμένοι» πήγαν κάποιο πρωί και τον πήραν, μαζί με όλους τους έλληνες άντρες της περιοχής και δεν μπόρεσαν ποτέ οι οικογένειές τους να ξαναβρούν τα ίχνη τους).

Την ώρα που η Άννα καταπιάστηκε με το σφάξιμο, στρίγγλισε η σειρήνα. Τα ξέφυγε μισοσφαγμένη η κότα. Φωνάζαμε οι άλλοι φοβισμένοι να τρέξει μαζί μας στο «καταφύγιο» και να ξεχάσει το ζωντανό… Όταν, με τη λήξη του συναγερμού, ξαναβγήκαμε στον κήπο, είδαμε την κότα να φτεροκοπάει ακόμα, πιτσιλώντας αίματα παντού ένα γύρο, αθώο θύμα και εικόνα μακελειού.

  • Μαρία Ηλιού, Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010