«Με την οικοδόμηση της άμυνας της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας αυξήθηκε κι ο ρόλος των Ομάδων Αγώνα της εργατικής τάξης. Οι Ομάδες Αγώνα, αρχίζοντας από το τοπικό επίπεδο ως την Κεντρική Επιτροπή, καθοδηγούνταν και είναι υπό την ηγεσία του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας. Πέρα από την άμεση άμυνα των επιχειρήσεών τους τους δώσαμε, κατά την οικοδόμηση της άμυνας της χώρας μας – στα τέλη της δεκαετίας του ’50 – την εντολή να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα επιτεύγματα των εργαζομένων σε περιοχές πόλεων και νομών. Εμείς ενδιαφερόμασταν μόνιμα να υψώνουμε την ετοιμότητα δράσης των Ομάδων Αγώνα, να διαπαιδαγωγούμε αποφασιστικούς, αλύγιστους αγωνιστές, να βελτιώνουμε διαρκώς την εκπαίδευση των Εκατονταρχιών και να προάγουμε την ειδική εκπαίδευση των διοικητών τους. Αυτονόητα, ότι για την είσοδο στην Ομάδα Αγώνα, τηρείται η αρχή της εθελοντικότητας.
Το ότι οι προσπάθειες μας για τη στρατιωτική προστασία της ΓΛΔ ήταν απαραίτητες, έμελλε να αποδειχτεί σύντομα. Μετά από μερικές αχτίδες ελπίδας για μια διεθνή ύφεση στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, σωρεύτηκαν και πάλι το 1960-1961 τα απειλητικά σύννεφα ενός πολέμου.
Στο μεταξύ, η Μπούντεσβερ της ΟΔΓ είχε φτάσει σε μια δύναμη με πάνω από 350.000 άνδρες. Στα γυμνάσια της Μπούντεσβερ και του NATO το 1959-1960 – “Side Stip”, “Hold Fast”, “Χειμωνιάτικη Ασπίδα”, “Βάλενστάιν” και όπως κι αν ονομάζονταν όλες τους – έγιναν ασκήσεις επίθεσης κατά της ΓΛΔ. Το Μάρτη του 1961 η “Βερπολίτισε Ρουντσάου”, που εκδίδεται στην ΟΔΓ, δήλωνε ότι οι δυνατότητες της Δύσης, να πετύχει μια υποχώρηση της Ανατολής με ειρηνικό δρόμο, έχουν εξαντληθεί. Δεν υπολείπεται, έγραφε, παρά μόνο η δυνατότητα μιας βίαιης αλλαγής του “στάτους κβο” ή “η εγκατάλειψη των δικών μας αρχών”. Σε μια διάσκεψη Τύπου στις ΗΠΑ, ο τότε υπουργός Αμυνας της ΟΔΓ, Φραντς Γιόζεφ Στράους, δήλωσε ότι πρέπει να είναι κανείς προετοιμασμένος για ένα είδος εμφυλίου πολέμου στη Γερμανία.Στις αρχές Ιούλη του 1961, με την έκθεση του “Ερευνητικού Συμβουλίου για ζητήματα της επανένωσης της Γερμανίας”, υποβλήθηκε και πάλι ένα εκτεταμένο σχέδιο για τη «Μέρα Χ». Γέμιζε ένα ολόκληρο βιβλίο και περιείχε ακριβείς οδηγίες για το πώς τα δυτικογερμανικά μονοπώλια θα μπορούσαν να ιδιοποιηθούν σταδιακά τη λαϊκή οικονομία της ΓΛΔ, πως θα έπρεπε να βγει από τη μέση το SED και πως θα έπρεπε να αρπαχτούν από τα συνδικάτα τα δικαιώματά τους. Η εφημερίδα “Καΐλνισε Ρουντσάου” της 10ης Ιούλη 1961 απαιτούσε “να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα του ψυχρού πολέμου, του πολέμου των νεύρων και του πολέμου των πυροβολισμών… Γι’ αυτό δεν χρειάζονται μόνο συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις και εξοπλισμοί, αλλά και η υπονόμευση, η θέρμανση της εσωτερικής αντίστασης, η δουλειά στην παρανομία, η αποσύνθεση της εξουσίας της τάξης, το σαμποτάζ, η διατάραξη των συγκοινωνιών και της οικονομίας, η ανυπακοή, η ανταρσία…”. Λίγες μέρες αργότερα, ο τότε ομοσπονδιακός υπουργός για “πανγερμανικά ζητήματα”, Ερνστ Λέμερ, έσπευσε μαζί με ένα επιτελείο συνεργατών στο Δυτικό Βερολίνο, για να κατευθύνει από εκεί τη διεξαγωγή του ψυχολογικού πολέμου κατά της ΓΛΔ. Ο στρατός του NATO στην Ευρώπη τέθηκε σε ετοιμότητα συναγερμού.
Τα δυτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης εξαπέλυσαν μια εχθρική συκοφαντική εκστρατεία κατά της ΓΛΔ – σε μοιρολατρική ομοφωνία με τον Αύγουστο του 1939 – δημιουργούσαν, με περιγραφές για “ρεύματα προσφύγων” και “εξαθλίωση προσφύγων”, “κοινή γνώμη” για μια επίθεση. Οι παραβιάσεις των συνόρων και οι προκλήσεις στα σύνορα πλήθαιναν. Για να προκαλέσουν ανησυχία στον πληθυσμό, σαμποτέρ έβαλαν φωτιές στα σφαγεία του Βερολίνου, στο σταθμό του ηλεκτρικού της πόλης, στη Λεωφόρο Λένιν και στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ, στο κέντρο του Βερολίνου.Από δώδεκα χρόνια τα σύνορα της ΓΛΔ με το Δυτικό Βερολίνο – λίγο πολύ και με την ΟΔΓ – ήταν ανοιχτά. Ηταν, για να το πούμε ακριβέστερα, ανοιχτά σύνορα ολόκληρης της σοσιαλιστικής κοινότητας με τον καπιταλιστικό κόσμο. Το ποιους κινδύνους για την ειρήνη έκρυβε αυτό το γεγονός, γινόταν όλο και πιο καθαρό. Γιατί η κατάσταση μέσα και γύρω από το Δυτικό Βερολίνο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κάθε στιγμή, για να προκληθούν επικίνδυνες εντάσεις και συγκρούσεις.
Το Δυτικό Βερολίνο, που κείται μέσα στη ΓΛΔ, έχει σύνορα με τη Δημοκρατία μας μήκους 162 χιλιομέτρων. Περί τα 45 χιλιόμετρα απ’ αυτά περνάνε ανάμεσα στο Δυτικό Βερολίνο και την πρωτεύουσα της ΓΛΔ. Μέχρι τον Αύγουστο του 1961 αυτά τα σύνορα δεν ήταν ούτε ασφαλισμένα ούτε καν υπό έλεγχο. Πέρναγαν μέσα από δρόμους, συγκροτήματα σπιτιών, εξοχικούς μικρόκηπους ή από υδάτινους δρόμους. Τα διάβαιναν καθημερινά ως μισό εκατομμύριο άνθρωποι. Αλλά το Δυτικό Βερολίνο δεν ήταν ένα οποιοδήποτε έδαφος μέσα στη ΓΛΔ, αλλά σύμφωνα με τα λόγια των πολιτικών που το κυβερνούσαν, η “φτηνότερη ατομική βόμβα”, το “παλούκι στο κρέας της Ανατολής”, η “πόλη-μέτωπο” του ψυχρού πολέμου. Εκεί δρούσαν, όχι λιγότερο από 80 οργανώσεις κατασκοπείας και τρομοκρατίας, βάζοντας σε κίνδυνο την ησυχία και την τάξη. Από εκεί γινόταν σε μεγάλη έκταση κερδοσκοπία με το νόμισμα, για να αποσυντεθεί η οικονομία της ΓΛΔ. Στο Δυτικό Βερολίνο είχαν εγκατασταθεί κεντρικά γραφεία για τη στρατολογία εργατικών δυνάμεων από τη ΓΛΔ. Ναι, δικαιολογημένα μπορούσε να το ονομάσει κανείς, τόπο μεταμόρφωσης ενός κανονικού ανθρωποεμπορίου, για το οποίο ασυνείδητοι μάνατζερ εισέπρατταν ψηλή “κεφαλική τιμή”. Στα μέσα του 1961 επιθετικοί κύκλοι στην ΟΔΓ και οι σύμμαχοι τους σε μερικές χώρες του NATO θεώρησαν ότι ήρθε η ώρα, για να προκαλέσουν και πάλι ταραχές στη ΓΛΔ. Με μια επιχείρηση της Μπούντεσβερ, καμουφλαρισμένη σαν “ενδογερμανική αστυνομική ενέργεια”, ήθελαν να προστρέξουν “σε βοήθεια” των προβοκατόρων.
- Επιβαλλόμενη επαγρύπνηση
Εμείς παρακολουθούσαμε αυτά τα απειλητικά συμβάντα με την επιβαλλόμενη επαγρύπνηση. Πώς μπορούσαμε να βλέπουμε άπρακτοι, ότι αιμορραγούσε η Δημοκρατία μας σ’ έναν χωρίς προηγούμενο οικονομικό πόλεμο, με την εκμετάλλευση των ανοικτών συνόρων; Πώς μπορούσαμε να μείνουμε άπρακτοι, τη στιγμή που είχε δημιουργηθεί στην καρδιά της Ευρώπης μια κατάσταση, που με τις σχεδόν μη αποκρυπτόμενες στρατιωτικές κινητοποιήσεις και την αυξημένη πολεμική υστερία από τη δυτική πλευρά, έμοιαζε με την παραμονή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου; Πώς μπορούσαμε να βάλουμε τα χέρια στον κόρφο τη στιγμή που το Δυτικό Βερολίνο είχε γίνει “προγεφύρωμα” του ψυχρού πολέμου και έκανε όλο και πιο ανεμπόδιστα χρήση της “διαταρακτικής λειτουργίας” του; Θα μας το συγχωρούσε ο λαός της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, θα μας το συγχωρούσαν οι ειρηνόφιλοι λαοί της Ευρώπης και του κόσμου, αν με την απραξία μας είχαμε, χωρίς άλλο, ενθαρρύνει τους επιδρομείς; Στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου είχαμε ορκιστεί, να κάνουμε το παν για να μην ξεκινήσει πότε πια πόλεμος από γερμανικό έδαφος. Θέλαμε να εκπληρώσουμε αυτή την υποχρέωση, κάτω από κάθε περίσταση.Την 11η Αυγούστου 1961, η Λαϊκή Βουλή της ΓΛΔ δήλωσε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την ειρήνη στην Ευρώπη. Εδωσε εντολή στο Υπουργικό Συμβούλιο της ΓΛΔ να προετοιμάσει και να πραγματοποιήσει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της ειρήνης. Μετά απ’ αυτό το Υπουργικό Συμβούλιο πήρε την απόφαση να θέσει υπό ασφαλή έλεγχο τα ακόμα ανοικτά σύνορα μεταξύ της σοσιαλιστικής και καπιταλιστικής Ευρώπης.
Οταν το απομεσήμερο της 12ης Αυγούστου 1961 πήγα στην Νταϊλνζέε, είδα κι από τις δυο πλευρές των δρόμων, ότι οι μηχανοκίνητες μονάδες σκοπευτών του Λαϊκού Στρατού μας βρίσκονται ήδη στους χώρους των θέσεών τους ετοιμότητας. Στις 4 μ.μ. ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Αμυνας της ΓΛΔ, Βάλτερ Ούλμπριχτ, υπέγραψε τις προετοιμασμένες από μας διαταγές για τα μέτρα ασφάλειας στα κρατικά σύνορα της ΓΛΔ προς το Δυτικό Βερολίνο και την ΟΔΓ. Αργά το βράδυ, μια ώρα πριν την έναρξη της επιχείρησης, συνήλθε στο Προεδρείο της Αστυνομίας του Βερολίνου το, υπό τη διεύθυνσή μου, επιτελείο. Ηταν παρόντες τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του SED Βίλι Στοφ, αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της ΓΛΔ, και Πάουλ Φέρνερ, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του SED Χάιντς Χόφμαν, υπουργός Εθνικής Αμυνας, Εριχ Μίλκε, υπουργός Κρατικής Ασφάλειας, Καρλ Μαρόν, υπουργός Εσωτερικών, και Ερβιν Κράμερ, υπουργός Συγκοινωνιών, καθώς και οι Βίλι Ζάιφερτ, αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών, Φριτς Αϊκεμάικερ, πρόεδρος της Λαϊκής Αστυνομίας του Βερολίνου, και Χορστ Εντε, διευθυντής του επιτελείου του υπουργείου Εσωτερικών. Την “ώρα μηδέν” δόθηκε το σήμα του συναγερμού και εξαπολύθηκε η δράση. Ετσι άρχισε μια επιχείρηση που τη μέρα που ξημέρωνε, μια Κυριακή, έκανε τον κόσμο να εντείνει την προσοχή του.
Μέσα σε λίγες ώρες τα κρατικά μας σύνορα ολόγυρα από το Δυτικό Βερολίνο είχαν προστατευτεί με σιγουριά. Είχα προτείνει, άμεσα στα σύνορα να τοποθετηθεί η πολιτική και στρατιωτική αγωνιστική δύναμη της εργατικής τάξης, δηλαδή εργαζόμενοι από σοσιαλιστικά εργοστάσια με τη στολή των Ομάδων Αγώνα. Μαζί με τμήματα της Λαϊκής Αστυνομίας όφειλαν να ασφαλίσουν άμεσα τα σύνορα προς το Δυτικό Βερολίνο. Αν κρινόταν αναγκαίο, θα τους υποστήριζαν τα τμήματα και μονάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού και τα όργανα του υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας από τη δεύτερη γραμμή. Μόνο σε ενδεχόμενη επέμβαση των στρατών του NATO επρόκειτο να μπουν σε δράση οι στρατοπεδευμένες στη ΓΛΔ σοβιετικές στρατιωτικές δυνάμεις.
- Αναδείχθηκε η ισχύς του σοσιαλιστικού συστήματος
Οπως επιβεβαίωσε η πορεία των γεγονότων, οι Ενοπλες Δυνάμεις της ΓΛΔ υπέστησαν τη δοκιμασία τους υπέροχα. Και όμως αυτή δεν ήταν καμιά καθαρά στρατιωτική επιχείρηση. Τα μέτρα ασφάλειας απαιτούσαν πολύ περισσότερο εκτενείς πολιτικές, ιδεολογικές, οικονομικές και οργανωτικές δραστηριότητες. Είχαμε – χωρίς κατ’ αρχήν να μπορούμε να μιλάμε δημόσια για συγκεκριμένα καθήκοντα – κινητοποιήσει ολόκληρη την τότε καθοδηγούμενη από τον Πάουλ Φέρνερ, βερολινέζικη οργάνωση του SED. Μέσα σε ώρες έπρεπε να αναδιοργανωθεί το συγκοινωνιακό δίκτυο του Βερολίνου και να διακοπεί η υπόγεια και η επίγεια συγκοινωνία από και για το Δυτικό Βερολίνο. Αυτό μπορούσε να πετύχει μόνο, αν οι εργαζόμενοι των κρατικών σιδηροδρόμων και των επιχειρήσεων συγκοινωνίας του Βερολίνου, με εμπιστοσύνη στο κόμμα τους των εργατών και την κυβέρνηση των εργατών, εκτελούσαν πειθαρχημένα όλες τις οδηγίες, και αυτό το έκαναν πραγματικά. Παρ’ όλο που δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι είχαν παραταχτεί για την προστασία των κρατικών συνόρων ή δρούσαν σαν διαφωτιστές, η 14η Αυγούστου 1961 στην πρωτεύουσα έπρεπε να γίνει μια Δευτέρα με καλά αποτελέσματα παραγωγής. Η πόλη ήθελε να έχει όπως συνήθως τον εφοδιασμό της. Η ζωή έπρεπε να κυλήσει όσο το δυνατό ομαλά. Μπορώ να σκεφτώ, ότι στα επιτελεία του NATO και της Μπούντεσβερ, αντιλήφτηκαν πολύ καλά, ποια δύναμη ενιαίων ενεργειών βρισκόταν πίσω από τέτοια μέτρα, όπως εκείνα της 13ης Αυγούστου 1961. Μόνο από κοινού με αναρίθμητους εθελοντές βοηθούς και με την κατανόηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια τέτοια επιχείρηση. Γι’ αυτό αυτές τις Αυγουστιάτικες μέρες δε δείχτηκε μόνο η στρατιωτική μας δύναμη, αλλά και η ισχύς του σοσιαλιστικού μας συστήματος, η υπεροχή του πολιτικού μας συστήματος. Μπορεί, εκ των υστέρων, να προσπαθούν να τα εξηγούν αυτά όπως θέλουν – ένα παραμένει αμετακίνητο γεγονός: Παρ’ όλη τη σημαντική έκταση των προπαρασκευαστικών μέτρων, που ήταν απαραίτητα για την επιτυχία, η ανέγερση του αντιφασιστικού προστατευτικού προχώματος ήταν για τους αντιπάλους μας πλήρης έκπληξη. Ωστόσο οι ξένες μυστικές υπηρεσίες θα μπορούσαν από τα ανοικτά σύνορα να διενεργήσουν σχεδόν ανεμπόδιστα σαμποτάζ και συγκέντρωση πληροφοριών στη ΓΛΔ. Δεν πέτυχαν επίσης πουθενά να οργανώσουν κάποια σοβαρή αντίσταση κατά της ενέργειάς μας.
- Πήραμε υπό τον έλεγχο τα σύνορά μας
Επανειλημμένα ρωτήθηκα, αν εμείς τότε παίρναμε πάνω μας συνειδητά το ρίσκο ενός μεγάλου πολέμου. Είχαμε δικαιολογημένα λόγο να υποθέσουμε, ότι το ΝΑΤΟ δεν θα ήταν δυνατό να απαντήσει σε μια τέτοια ενέργεια, η οποία γινόταν αποκλειστικά στο έδαφός μας, με στρατιωτική επίθεση. Οι πληροφορίες μας έλεγαν ότι οι ΗΠΑ, η κύρια δύναμη του NATO, που χωρίς αυτές δεν ήταν νοητή μια στρατιωτική ενέργεια, σε σχέση με το Δυτικό Βερολίνο καθοδηγούνταν από μονοσήμαντα συμφέροντα. Αυτά ήταν: αμετάβλητο “στάτους κβο” του Δυτικού Βερολίνου, παρουσία των τριών δυτικών δυνάμεων στο Δυτικό Βερολίνο, ασφαλής συγκοινωνία μεταξύ του Δυτικού Βερολίνου και της ΟΔΓ. Κανένα απ’ αυτά τα συμφέροντα δεν παραβιαζόταν από τα μέτρα ασφάλειας των συνόρων. Το ότι τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας σέβονταν το καθεστώς του Δυτικού Βερολίνου ως ενός ιδιαίτερα πολιτικού εδάφους, οι δυτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να το είχαν συμπεράνει στις αρχές Αυγούστου, από την ανακοίνωση για τη διάσκεψη των Πρώτων Γραμματέων των Κεντρικών Επιτροπών μας. Από την πλευρά μας λοιπόν δεν είχε δοθεί καμιά αφορμή για μια στρατιωτική επέμβαση του NATO. Και κάτι ακόμα: Δεν προβήκαμε σε καμιά άλλη ενέργεια από εκείνη κάθε ανεξάρτητου, κυρίαρχου κράτους. Απλούστατα πήραμε υπό τον έλεγχο τα σύνορά μας, σύμφωνα με το τότε, όπως και σήμερα, γραπτά καθιερωμένο από τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, Διεθνές Δίκαιο. Ετσι διασώθηκε η ειρήνη και τέθηκε ο θεμέλιος λίθος για την παραπέρα άνθηση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας.
Ολόκληρη τη σημασία της 13 Αυγούστου 1961 μπορεί μερικοί να την αντιλήφθηκαν καλά, μόλις στα επόμενα χρόνια. Η επιρροή της φτάνει ως τις μέρες μας. Ηδη στις αφετηρίες τους, οι προσπάθειες να παραμεριστεί η εξουσία των εργατών και αγροτών της ΓΛΔ με μια «περιορισμένη δράση» απέτυχαν. Από την “πολιτική ισχύος” του Αντενάουερ είχε απομείνει ένας σωρός συντριμμιών. Οχι τυχαία, στην ΟΔΓ μίλαγαν – σε συνδυασμό με τη 13η Αυγούστου 1961 – για το τέλος της “εποχής του Αντενάουερ”. Ακόμα και πολιτικοί, που δεν μετριώνται ακριβώς ανάμεσα στους φίλους μας, διαπίστωσαν ήδη από χρόνια, ότι με την ενέργειά μας είχε προσφερθεί στην ειρήνη, πάνω στο γερμανικό έδαφος κι έτσι και στην Ευρώπη, μια καλή υπηρεσία.
Τα σύνορα μεταξύ της ΓΛΔ και της ΟΔΓ, της ΓΛΔ και του Δυτικού Βερολίνου είναι ταυτόχρονα η διαχωριστική γραμμή μεταξύ δυο αντίθετων παγκόσμιων συστημάτων και στρατιωτικών συνασπισμών. Ποτέ δεν πρέπει να γίνουν “καυτερά σύνορα”, που θα διακινδυνεύσουν την ειρήνη. Γι’ αυτό προπάντων με γεμίζει πάντα ικανοποίηση το γεγονός, όταν γνώστες των πραγμάτων και ρεαλιστικά σκεπτόμενοι πολιτικοί του δυτικού κόσμου συμμερίζονται την εκτίμησή μας, για το ποια προωθητική επίδραση για την ειρήνη και την ύφεση απέρρευσε από τα μέτρα της 13ης Αυγούστου 1961»2.
* * *
Βεβαίως, στα 1989 το «Τείχος» μπορεί να έπεσε από την ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση και την ανατροπή του σοσιαλισμού. Αλλά τα διδάγματα από την προσωρινή ήττα και η πείρα των λαών από τη σημερινή πραγματικότητα της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων γίνονται υλική δύναμη, που μπορεί κάτω από την απότομη όξυνση της κρίσης, την αποφασιστική ισχυροποίηση του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης και τη δράση του λαϊκού κοινωνικοπολιτικού μετώπου πάλης για τη λαϊκή εξουσία, να ανοίξει οριστικά και αμετάκλητα πλέον το δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης για την οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας.
————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Γ. Κ. Ζούκοφ, «Αναμνήσεις και στοχασμοί», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τ. 2, σελ. 472-474.
2. Εριχ Χόνεκερ, «Αναμνήσεις από τη ζωή μου».