Δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας
«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους» (Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία»).
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ: Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία
Διαλεχτά Εργα, τόμ. 1, σελ. 617 – 634
«
Τα ξημερώματα της 18 του Μάρτη 1871, το Παρίσι ξύπνησε με τη βροντερή ιαχή: “Ζήτω η Κομμούνα!”. Τι είναι η Κομμούνα, αυτή η σφίγγα που υποβάλλει σε τόσο σκληρή δοκιμασία το αστικό μυαλό;
“Οι προλετάριοι του Παρισιού, έλεγε η κεντρική επιτροπή (σ.σ. της Διεθνούς), στη διακήρυξή της της 18 του Μάρτη, μέσα από τις αποτυχίες και τις προδοσίες των κυρίαρχων τάξεων κατάλαβαν ότι έφτασε η ώρα να σώσουν την κατάσταση, παίρνοντας στα χέρια τους τη διεύθυνση των δημόσιων υποθέσεων… Κατάλαβαν ότι είναι επιταχτικό τους καθήκον και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους και να πάρουν στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία”. Μα η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να την βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς.
Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία με τα πανταχού παρόντα όργανά της – τον ταχτικό στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο και τη δικαστική εξουσία, όργανα που φτιάχτηκαν σύμφωνα με το σχέδιο ενός συστηματικού και ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας – κατάγεται από τον καιρό της απόλυτης μοναρχίας, όπου χρησίμευε στην αστική κοινωνία που γεννιόταν, σαν ισχυρό όπλο στους αγώνες της ενάντια στη φεουδαρχία. Ωστόσο η ανάπτυξή της εμποδιζόταν από κάθε λογής μεσαιωνικά περιττά πράγματα, δικαιώματα των τσιφλικάδων και των ευγενών, τοπικά προνόμια, δημοτικά και συντεχνιακά μονοπώλια και επαρχιακούς καταστατικούς χάρτες. Η γιγάντια σκούπα της γαλλικής επανάστασης του 18ου αιώνα σάρωσε όλα αυτά τα λείψανα περασμένων εποχών, και ξεκαθάρισε έτσι ταυτόχρονα το κοινωνικό έδαφος από τα τελευταία εμπόδια για το χτίσιμο του οικοδομήματος του σύγχρονου κράτους. Το οικοδόμημα αυτό υψώθηκε τον καιρό της πρώτης αυτοκρατορίας, που με τη σειρά της δημιουργήθηκε από τους πολέμους συνασπισμού της παλιάς μισοφεουδαρχικής Ευρώπης ενάντια στη σύγχρονη Γαλλία. Στις μεταγενέστερες μορφές κυριαρχίας η κυβέρνηση μπήκε κάτω από κοινοβουλευτικό έλεγχο – δηλαδή κάτω από τον άμεσο έλεγχο των ιδιοχτητριών τάξεων. Από τη μια, η κυβέρνηση εξελίχθηκε σε θερμοκήπιο κολοσσιαίων εθνικών χρεών και καταθλιπτικών φόρων και έγινε, χάρη στα ακαταμάχητα θέλγητρα της εξουσίας της, των εσόδων της και των αξιωμάτων, που διέθετε, το μήλο της έριδος ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες και τους τυχοδιώχτες των κυρίαρχων τάξεων. Από την άλλη, άλλαζε ο πολιτικός της χαρακτήρας μαζί με τις οικονομικές αλλαγές της κοινωνίας. Στο μέτρο που η πρόοδος της νεότερης βιομηχανίας ανάπτυσσε, πλάταινε και βάθαινε την ταξική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, στο ίδιο μέτρο η κρατική εξουσία έπαιρνε όλο και περισσότερο το χαρακτήρα μιας εθνικής εξουσίας του κεφαλαίου για την καταπίεση της εργατικής τάξης, μιας κοινωνικής δύναμης οργανωμένης για την κοινωνική υποδούλωση, το χαρακτήρα μιας μηχανής ταξικής κυριαρχίας. Υστερα από κάθε επανάσταση, που σημειώνει μια πρόοδο της ταξικής πάλης, προβάλλει όλο και πιο ανοιχτά ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας. Η επανάσταση του 1830 μεταβίβασε την κυβέρνηση από τους τσιφλικάδες στους κεφαλαιοκράτες, δηλαδή από τους απώτερους, στους αμεσότερους αντίπαλους των εργατών. Οι αστοί δημοκράτες, που πήραν την κρατική εξουσία στο όνομα της επανάστασης του Φλεβάρη, τη χρησιμοποίησαν για να προκαλέσουν τις σφαγές του Ιούνη, για να αποδείξουν στην εργατική τάξη ότι η “κοινωνική” δημοκρατία δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά την κοινωνική της υποδούλωση από τη δημοκρατία και για να αποδείξουν στη μάζα της βασιλικής αστικής τάξης και των γαιοχτημόνων ότι οι φροντίδες και τα χρηματικά οφέλη της κυβέρνησης μπορούν να ανατεθούν ήσυχα στους αστούς δημοκράτες. Ωστόσο, ύστερα απ’ τη μοναδική ηρωική τους πράξη του Ιούνη, στους αστούς δημοκράτες δεν απόμεινε παρά να περάσουν από την πρώτη σειρά στις τελευταίες γραμμές “του κόμματος της τάξεως” – του κόμματος που αποτελεί ένα συνασπισμό συγκροτημένο από όλες τις αντίπαλες ομάδες και μερίδες των τάξεων που ιδιοποιούνται τα αγαθά και βρίσκονται σε ανοιχτά πια εκδηλωμένη αντίθεση προς τις παραγωγικές τάξεις. Η κατάλληλη μορφή της κοινής κυβέρνησής τους ήταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία με πρόεδρο τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Μια κυβέρνηση απροκάλυπτης ταξικής τρομοκρατίας και εσκεμμένου εξευτελισμού του “χυδαίου όχλου”. Αν η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν, όπως έλεγε ο Θιέρσος, “η κρατική μορφή που διαιρούσε λιγότερο από κάθε άλλη μορφή τις διάφορες ομάδες της άρχουσας τάξης”, άνοιγε όμως αντίθετα μιαν άβυσσο ανάμεσα σ’ αυτή την τάξη και ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό που ζούσε έξω από τις αραιές γραμμές της. Οι περιορισμοί, που στις προηγούμενες κυβερνήσεις έβαζαν στην κρατική εξουσία οι διαιρέσεις μέσα σ’ αυτή την τάξη, εξαφανίστηκαν τώρα με τη συνένωσή τους. Και μπροστά στην απειλή της εξέγερσης του προλεταριάτου η ενωμένη ιδιοχτήτρια τάξη χρησιμοποιούσε τώρα ανελέητα και αυθάδικα την κρατική εξουσία, σαν το εθνικό πολεμικό όπλο του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία. Η αδιάκοπη όμως σταυροφορία της ενάντια στις παραγωγικές μάζες δεν την υποχρέωνε μονάχα να προικίζει την εκτελεστική εξουσία με μιαν ολοένα μεγαλύτερη καταπιεστική δύναμη, μα την υποχρέωνε επίσης να απογυμνώνει σιγά σιγά και το δικό της κοινοβουλευτικό φρούριο – την Εθνοσυνέλευση – απ’ όλα τα μέσα άμυνας ενάντια στην εκτελεστική εξουσία. Η εκτελεστική εξουσία, συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, πέταξε έξω τους αντιπροσώπους της ιδιοχτήτριας τάξης. Ο φυσικός απόγονος της δημοκρατίας του “κόμματος της τάξεως” ήταν η δεύτερη αυτοκρατορία. Read the rest of this entry »