RSS

Category Archives: Επέτειοι

Όψεις του «ελληνικού» στην αναζήτηση εθνικής ταυτότητας

Η ΑΥΓΗ: 25/03/2012

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ*

Το παράδειγμα της ποίησης

Aφού σήμερα θα προσφύγουμε στους ποιητές για να εορτάσουμε τον λόγο της μνήμης, ας αρχίσουμε με τα λόγια ενός πολύ γνωστού μας: «O ποιητής δεν έχει ταυτότητα»· «δεν έχει εγώ»· «είναι ένας χαμαιλέων». Aυτά γράφει ο Σεφέρης στονMονόλογο πάνω στην Ποίηση [1939], αποδίδοντας πιστά φράσεις του ποιητή Tζον Kιτς από μια επιστολή του γραμμένη το 1818. Στη λογοτεχνική παράδοση έχουμε και άλλες παρόμοιες μεταφορές, με τις οποίες υπογραμμίζεται η ρευστότητα του συγγραφικού υποκειμένου και αντιπαρατίθεται στις απόπειρες του κριτικού λόγου να οριστικοποιήσει και να τυποποιήσει τη μορφή του ποιητή και το περιεχόμενο του έργου του.

Mε αυτόν τον τρόπο τονίζεται η έλλειψη ταυτότητας στον θεωρητικό και αισθητικό χώρο, όπου ο ποιητής κυκλοφορεί σε μια πολυμερή και δαιδαλώδη κοινωνία του πνεύματος. Tονίζεται επίσης η αντίθεση προς τη χειραγώγηση του ποιητικού λόγου από προκατασκευασμένες ερμηνείες. Ωστόσο, αυτή η ικανότητα -η ανάγκη αν θέλετε- του ποιητή να αποσχηματίζεται και να μετασχηματίζεται δεν σημαίνει ότι έχει απαλλαγεί από το πρόβλημα της ταυτότητας. Read the rest of this entry »

 
Leave a comment

Posted by on March 24, 2012 in Επέτειοι, ΕΘΝΟΣ

 

Tags: ,

Ο Γυάλινος Κόσμος του συγγραφέα

  • ΘΕΑΤΡΟ

  • 100 χρόνια από τη γέννηση του Τενεσί Γουίλιαμς και 60 χρόνια από την ταινία «Λεωφορείον ο Πόθος»

  • ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Γιος ενός πλασιέ παπουτσιών και της κόρης ενός υπουργού, το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας, ο Τόμας Λάνιερ Γουίλιαμς (Τhomas Lanier Williams) γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1911 στο Κολόμπους του Μισισιπί. Ο τόπος καταγωγής του πατέρα του, το Τενεσί, δεν άργησε να αντικαταστήσει το βαφτιστικό του όνομα, ενώ οι οικογενειακές εμπειρίες στάθηκαν η πρώτη- και καθοριστική- ύλη για το έργο του. Οι νευρώσεις της οικογένειας, ο αλκοολικός πατέρας που θεωρούσε ότι ο γιος του έδειχνε (από νωρίς) θηλυπρεπής, η σχιζοφρενής και αργότερα λοβοτομημένη αδελφή του Ρόουζ, όλοι και όλα στο περιβάλλον του συνέβαλαν σε αυτό που έμελλε να γίνει. Ισως άλλωστε ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά (αν όχι το βασικότερο) του Τενεσί Γουίλιαμς είναι η μετουσίωση του προσωπικού σε τέχνη.

«Υποθέτω ότι σχεδόν δεν χρειάζεται να δηλώσω πως υπήρξα το θύμα μιας ιδιαίτερα ταραγμένης εφηβείας. Οι σκοτούρες είχαν αρχίσει πριν από την εφηβεία:νομίζω πως είχαν ολοφάνερα τη ρίζα τους στα παιδικά μου χρόνια» γράφει στις «Αναμνήσεις» του («Μemoirs»), αυτοβιογραφικό βιβλίο που κυκλοφόρησε στις αρχές του ΄70 (εκδόσεις Ινδικτος, 2003).

  • Δίπλα στον… τσαγκάρη Κοβάλσκι

Ο σπουδαιότερος αμερικανός θεατρικός συγγραφέας της μεταπολεμικής σκηνής – μαζί με τον Αρθουρ Μίλερ – έκανε ακατάστατες σπουδές, ενώ υπό την πίεση του πατέρα του εργάστηκε και σε υποδηματοποιείο- εκεί ένας συνάδελφός του άκουγε στο όνομα Στάνλεϊ Κοβάλσκι! Ωστόσο το 1929 μια παράσταση, «Οι Βρικόλακες» του Ιψεν, τον οδήγησε στην απόφαση να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο θέατρο. Είχε προηγηθεί, δύο χρόνια πριν, μια διάκρισή του σε λογοτεχνικό διαγωνισμό.

Από τα φοιτητικά του χρόνια και ως το 1961 η πορεία του Τενεσί Γουίλιαμς είναι διαρκώς ανοδική. Κυρίως δε από τα μέσα της δεκαετίας του ΄40, όταν το ένα μετά το άλλο τα έργα του γνωρίζουν τεράστια επιτυχία, παίζονται στις θεατρικές σκηνές και μεταφέρονται στη μεγάλη οθόνη. Τα πρώτα μονόπρακτα ή και τρίπρακτα παίζονται από πειραματικά νεοϋορκέζικα θέατρα και διαθέτουν εν σπέρματι τη θεματολογία που θα ακολουθήσει: Ο «Γυάλινος κόσμος» (1944), απόλυτα εμπνευσμένος από τη ζωή του, τη μητέρα του και την πολυαγαπημένη του αδελφή Ρόουζ (Λάουρα, στο έργο), που κέρδισε και το Βραβείο Κριτικών, δεν είναι παρά η αρχή. Η συνέχεια είναι καταιγιστική: Ο ανεκπλήρωτος έρωτας στο «Καλοκαίρι και καταχνιά» και η τραγωδία μιας παρηκμασμένης καλλονής στο «Λεωφορείον ο Πόθος»- και τα δύο το 1947. Ακολουθούν: «Τριαντάφυλλο στο στήθος», «Καμίνο Ρεάλ», «Λυσσασμένη Γάτα», «Ο Ορφέας στον Αδη», «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», «Γλυκό πουλί της νιότης», «Περίοδος προσαρμογής», «Η Νύχτα της Ιγκουάνα». Ερωτες, πάθη, απελπισία, ουσίες, αλκοόλ, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, κατεστραμμένες σχέσεις, θλίψη. Ο ίδιος ζει στον αστερισμό της απόλυτης επιτυχίας, των καταχρήσεων και των γνωριμιών με προσωπικότητες, όπως «ο τζέντλεμαν με τη συνεσταλμένη ποιότητα» Χεμινγκγουέι, η «παγερή κυρία»Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Πολ Μπόουλς, ο Βισκόντι, η Γκρέτα Γκάρμπο και τόσοι άλλοι…

  • Το αδιέξοδο μιας λαμπρής καριέρας

Η τελευταία εικοσαετία της ζωής τουως τις 25 Φεβρουαρίου 1983 που βρέθηκε νεκρός, μόνος, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης (θάφτηκε στο νεκροταφείο του Σεν Λιούις, στο Μισούρι)- ήταν γεμάτη αποτυχίες, επαγγελματικές και προσωπικές. Ο θάνατος του συντρόφου και εραστή του Φρανκ Μέρλο, η κατάθλιψη που επακολούθησε, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, το αδιέξοδό του, θα τον οδηγήσουν στο ψυχιατρείο (1969). Βγαίνοντας θα κάνει απελπισμένες προσπάθειες να επανέλθει στη γραφή, χωρίς όμως επιτυχή αποτελέσματα. Ο απολογισμός του έργου του πάντως είναι πλούσιος: Είκοσι πέντε μεγάλα θεατρικά έργα, δεκάδες μικρά, αλλά και σενάρια, δύο μυθιστορήματα, μία νουβέλα, 60 μικρές ιστορίες, περισσότερα από 100 ποιήμα τα και η αυτοβιογραφία του.

Η ομοφυλοφιλία πάντως δεν είναι το θέμα που δεσπόζει στο θέατρο του Γουίλιαμς υπάρχει στα μικρά του διηγήματα και στην ποίησή του. Οι γυναικείοι όμως χαρακτήρες είναι εκείνοι που πάνω απ΄ όλα αποδόθηκαν ανάγλυφα μέσα από τα έργα του. «Οι χαρακτήρες δεν σβήνουν μαζί με το έργο του αλλά προεκτείνονται στα κατοπινά του» έγραφε ο Μάριος Πλωρίτης (Θέατρο ΄61), βασικός μεταφραστής του στην Ελλάδα, για τις παραστάσεις του Καρόλου Κουν στο Θέατρο Τέχνης.

  • Το «Λεωφορείο», ο Καζάν και ο Μάρλον Μπράντο

«Ολη η ζωή του βρίσκεται μέσα στα έργα του και όλα τα έργα του υπάρχουν μέσα στη ζωή του» συνήθιζε να λέει για τον Γουίλιαμς ο Ελία Καζάν, που σκηνοθέτησε τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο τα έργα του, με ξεχωριστή επιτυχία. Το 2011 άλλωστε κλείνουν 60 χρόνια από την κινηματογραφική μεταφορά του «Λεωφορείου ο Πόθος» (1951).

Τη γνωριμία με τον Καζάν την επεδίωξε ο ίδιος ο αμερικανός συγγραφέας, μετά την παράσταση του έργου του Μίλερ «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» στη Νέα Υόρκη το 1947. «Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ από τη σκηνοθεσία… Από τη ζωτικότητα που πέτυχε να βάλει μέσα στο έργο» θα γράψει αργότερα στις «Αναμνήσεις», και έτσι κατάφερε να τον εξασφαλίσει για το «Λεωφορείο»- με τη μεσολάβηση της συζύγου του Καζάν. Η επιλογή του Μάρλον Μπράντο για τον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι οφείλεται στον σκηνοθέτη. «Πήρα ένα τηλεγράφημα από τον Καζάν που με πληροφορούσε πως μου έστελνε έναν νεαρό ηθοποιό», ο οποίος όμως άργησε να φθάσει… Οταν όμως έκανε την εμφάνισή του, θυμάται ο Τενεσί Γουίλιαμς, «ήταν σχεδόν ο πιο ωραίος άντρας που είχα δει στη ζωή μου…».

 
Leave a comment

Posted by on January 3, 2011 in Επέτειοι, ΘΕΑΤΡΟ

 

Tags:

Τα πάθη και τα «λάθη» του μαέστρου

  • ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

  • 100 χρόνια από τον θάνατο του Γκούσταφ Μάλερ

  • ΙΣΜΑ Μ. ΤΟΥΛΑΤΟΥ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Ο συνθέτης Γκούσταφ Μάλερ με τη σύζυγό του και μούσα του Αλμα Σίντλερ στην εξοχή το καλοκαίρι του 1909.

Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου 1901 το σπίτι της Μπέρτα Τσούκερκαντλ στη Ringstrasse της Βιέννης ήταν γεμάτο κόσμο. Ωστόσο δεν επρόκειτο για γεγονός παράδοξο καθώς η οικοδέσποινα, διακεκριμένη συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός της εποχής, διατηρούσε ένα από τα πλέον ονομαστά φιλολογικά σαλόνια με θαμώνες την ελίτ του πνεύματος και της κουλτούρας της πρωτεύουσας των Αψβούργων. Τη στιγμή λοιπόν που η συζήτηση είχε ανάψει, τη ματιά του Γκούσταφ Μάλερ «αιχμαλώτισε» μια νεαρή κοπέλα: ήταν η Αλμα Σίντλερ, μια χειραφετημένη φοιτήτρια μουσικής, ξακουστή για την ομορφιά της αλλά και για τους θυελλώδεις έρωτές της με κορυφαίους καλλιτέχνες όπως ο Γκούσταφ Κλιμτ και ο Οσκαρ Κοκόσκα.

Ο Μάλερ, διευθυντής ήδη εκείνο τον καιρό της Αυλικής Οπερας της Βιέννης, θέλησε να την πλησιάσει, εκείνη όμως δεν είδε με καλό μάτι τη γνωριμία μαζί του. Οι φήμες που τον ήθελαν να φλερτάρει κάθε νεαρή, επίδοξη λυρική τραγουδίστρια την απωθούσαν. Τελικά συστήθηκαν και λίγα λεπτά αργότερα κατέληξαν να καβγαδίζουν! Ωστόσο η επίμονη πολιορκία από πλευράς του συνθέτη και μαέστρου- κατά 19 χρόνια μεγαλύτερού της- κατάφερε να κάμψει τις αντιστάσεις της νεαρής καλλονής. Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1902, παντρεύτηκαν, παρά τις εκατέρωθεν αντιρρήσεις συγγενών και φίλων. Ανεξάρτητα από τις κατά καιρούς εντάσεις, η Αλμα στάθηκε απόλυτη μούσα και πηγή έμπνευσης για τον συνθέτη. Τα έργα της ύστερης κυρίως περιόδου του είναι έντονα «εμποτισμένα» από εκείνη. Η σχέση του μαζί της αποτέλεσε παράλληλα τον αντιπροσωπευτικότερο «καθρέφτη» του χαρακτήρα του: κυκλοθυμικός και αυταρχικός, ευθύς εξαρχής της απαγόρευσε να ασχολείται με τη σύνθεση- μεγάλη αγάπη και της ίδιας- ξεκαθαρίζοντάς της πως αυτό το οποίο απαιτούσε από εκείνη ήταν να περιοριστεί στα καθήκοντα της αφοσιωμένης συζύγου και μητέρας. «Οφείλεις να κατανοήσεις ότι δεν θα άντεχα με τίποτε τη θέα μιας απεριποίητης γυναίκας με ακατάστατα μαλλιά και παραμελημένη εμφάνιση» της επαναλάμβανε συχνά. «Το να ζεις μαζί του είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα καράβι που το δέρνουν διαρκώς τα κύματα» είχε πει κάποτε μια πρώην σύντροφός του και η φράση αυτή έβρισκε ίσως το απόλυτο αντίκρισμά της στη σχέση του με την Αλμα. Της επέβαλλε να ζουν χωριστά όποτε εκείνος επιθυμούσε, να έχουν διαφορετικές εισόδους στο σπίτι τους και να συμφωνεί εκ των προτέρων ως προς το πότε θα περάσουν χρόνο μαζί.

Ωστόσο, και οι εκρήξεις πάθους από πλευράς του δεν ήταν σπάνιες. Το 1910, π.χ., και ενώ η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί έντονα μετά και την πρόωρη απώλεια της μεγαλύτερης από τις δύο κόρες που απέκτησε με την Αλμα, ανακάλυψε πως η σύζυγός του διατηρεί δεσμό με τον νεαρό αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους. Η αποκάλυψη αυτή τον οδήγησε στο ντιβάνι του Σίγκμουντ Φρόιντ: ύστερα από μια συνεδρία τεσσάρων ωρών στη διάρκεια της οποίας ο πατέρας της ψυχανάλυσης κατόρθωσε να φτάσει στα μύχια της σχέσης κάνοντας λόγο για αμοιβαία αναζήτηση ενός πατρικού και μητρικού υποκαταστάτου, οι δυο τους κατόρθωσαν να ζήσουν ένα τελευταίο διάστημα ευτυχίας. Ωστόσο, κράτησε λίγο: στις 18 Μαΐου 1911 και ενώ έξω μαινόταν δυνατή καταιγίδα, ο Γκούσταφ Μάλερ έφυγε από τη ζωή έχοντας το όνομα της Αλμα στο στόμα του…

  • Ο εβραίος που ασπάστηκε τον καθολικισμό

 

Κορυφαίος αρχιμουσικός της γενιάς του και συνθέτης της ύστερης ρομαντικής περιόδου, ο Γκούσταφ Μάλερ γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1860. Η οικογένειά του ανήκε σε μια εβραϊκής καταγωγής γερμανόφω νη μειονότητα της Ανατολικής Βοημίας, μέρος τότε της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, και είχε ταπεινές ρίζες. Από το οικογενειακό του περιβάλλον ο μικρός Γκούσταφ διαμόρφωσε μια διαρκή αίσθηση εξορίας: «Πάντοτε εισβολέας, ποτέ καλοδεχούμενος» όπως συνήθιζε να λέει. Ωστόσο ο πατέρας του είδε με καλό μάτι το ενδιαφέρον που έδειξε από πολύ νωρίς ο γιος του για τη μουσική. Αρχισε να μαθαίνει πιάνο σε ηλικία έξι ετών και μόλις στα 10 του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ σε κοινό.

Τo 1897 και ενώ είχε ήδη περάσει ως διευθυντής ορχήστρας από διάφορα λυρικά θέατρα της Ευρώπης o Μάλερ έγινε διευθυντής της Αυλικής Οπερας της Βιέννης, όπου κατόρθωσε να θέσει πρότυπα τα οποία θεωρούνται αξεπέραστα ακόμη και σήμερα. Στη διάρκεια της δεκαετούς θητείας του και παρ΄ ότι αρνήθηκε τον ιουδαϊσμό για τον καθολικισμό προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του, δέχθηκε σκληρή κριτική από τον αντισημιτικό Τύπο. Ενώ ως διευθυντής ορχήστρας έχαιρε τρομερής εκτίμησης στη διάρκεια της ζωής του, ως συνθέτης κατόρθωσε να γνωρίσει ευρεία αποδοχή μόνο ύστερα από μια σχετικά μεγάλη περίοδο αμφισβήτησης, η οποία συμπεριέλαβε ακόμη και την πλήρη απαγόρευση των έργων του σε ένα σημαντικό τμήμα της Ευρώπης στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Οι περισσότερες από τις 10 συμφωνίες του προκάλεσαν αμφιλεγόμενα σχόλια όταν πρωτοπαρουσιάστηκαν, με εξαίρεση την Ογδοη, επονομαζόμενη «των Χιλίων», η πρεμιέρα της οποίας το 1910 στάθηκε πραγματικός θρίαμβος. Ωστόσο, από το 1950 και μετά, το ενδιαφέρον για τον συνθέτη αναβίωσε με θέρμη χάρη στην υποστήριξη ορισμένων αρχιμουσικών- μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Μητρόπουλος – και κριτικών. Εκτοτε ο Μάλερ έγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς συνθέτες στις αίθουσες συναυλιών και στα δισκογραφικά στούντιο, θέση την οποία διατηρεί σταθερά ως σήμερα.

 
Leave a comment

Posted by on January 3, 2011 in Επέτειοι, ΜΟΥΣΙΚΗ

 

Tags:

Από εθνικό σύμβολο, ντισκοτέκ

  • ΙΣΤΟΡΙΑ

  • 100 χρόνια από την άφιξη του θωρηκτού «Αβέρωφ» στο Φάληρο

  • ΚΟΣΜΑΣ ΒΙΔΟΣ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Τι είναι, επιτέλους, η πατρίδα μας; Για τον Οδυσσέα Ελύτη είναι: «Βαπόρι στολισμένο (που) βγαίνει στα βουνά/ κι αρχίζει τις μανούβρες “βίρα μάινα”./ (…)/ Από τα βάθη φτάνει,τους παλιούς καιρούς,/ βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς./ (…) / Τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο,/ χρόνους μας ταξιδεύει/ δε βουλιάξαμε…». Θα έγραφε σήμερα ο ποιητής με τον ίδιο παιγνιώδη τρόπο, όπως και το 1971 οπότε εκδόθηκε «Ο Ηλιος ο ηλιάτορας»; Ακόμη και τώρα, που «μπατάρισε ο καιρός κ΄ έχει χαλάσει», για να ανατρέξουμε στον Νίκο Καββαδία; Που το «τρελοβάπορο» έχει παραδοθεί σε πρωτοφανείς, για τις τελευταίες γενιές, φουρτούνες; Που ακόμη και τα σύμβολα της ιστορίας του απαξιώνονται και λοιδωρούνται;

Θωρηκτό «Αβέρωφ», 10 Ιουνίου 2010: Εκατό χρόνια μετά την καθέλκυσή του (4 Μαρτίου 1910) και εκατό χρόνια παρά κάτι μήνες από την ημέρα- 11 Σεπτεμβρίου 1911- που κατέπλευσε στο Φάληρο, στο κατάστρωμά του διοργανώνεται εκδήλωση για τη λήξη των «Ποσειδωνίων 2010». Η αποκάλυψη ότι τελικά οι μουσικές και οι χοροί αφορούσαν τη γαμήλια δεξίωση του εφοπλιστή Λέοντα Πατίτσα και της Σταρ Ελλάς, μοντέλας και παρουσιάστριας Μαριέττας Χρουσαλά σκάει σαν βόμβα. Βόμβα με θύματα: ο διευθυντής του πλοίου-μουσείου αρχιπλοίαρχος Ε. Γαβαλάς υποχρεώνεται σε παραίτηση, οι νεόνυμφοι εμπαίζονται όσο λίγοι επώνυμοι αυτής της χώρας τα τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή ο βουλευτής της ΝΔ Εμμ. Κεφαλογιάννης καταθέτει ερώτηση προς τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Ευ.Βενιζέλο για «τη μετατροπή με άδεια του υπουργείου Εθνικής Αμυνας του ζωντανού μνημείου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας σε νυκτερινό κέντρο», και ο υπουργός δηλώνει «είναι επικίνδυνο το να βρισκόμαστε αιχμάλωτοι της ισχύος του πλούτου ή της επιπολαιότητας ατόμων της δημοσιότητας» και χαρακτηρίζει το γεγονός βαριά προσβολή της τιμής του Πολεμικού Ναυτικού και της πατριωτικής ευαισθησίας μας.

Αν έχουμε πατριωτική ευαισθησία, έχουμε και κοντή μνήμη- ή άγνοια της νεότερης ιστορίας μας; Πόσοι, αλήθεια, από εμάς- από εκείνους που έχουν διασκεδάσει στα καταστρώματά του, από εκείνους που διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τα έκτροπα, από εκείνους που χαρακτήρισαν τις διαμαρτυρίες υπερβολικές…- θυμόμαστε τα γεγονότα που αναδεικνύουν το πλοίο σε «κιβωτό» των εθνικών αγώνων, ώστε να το αντιμετωπίσουμε με τον σεβασμό που του αξίζει; Γιατί το παροπλισμένο σήμερα «Αβέρωφ» είναι σύμβολο. Ενα σύμβολο που «γεννήθηκε» στα ναυπηγεία του Λιβόρνο της Ιταλίας, αρχικά ως παραγγελία του Ιταλικού Ναυτικού. Η παραγγελία ακυρώθηκε ακριβώς τη στιγμή που η κυβέρνηση της Ελλάδας θεωρούσε επιτακτική ανάγκη τη δημιουργία αξιόμαχου στόλου. Η άμεση προκαταβολή του 1/3 της συνολικής αξίας του πλοίου, ποσού που αντλήθηκε από τη διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ, μας επέτρεψε την απόκτησή του. Τα υπόλοιπα χρήματα καλύφθηκαν με εξωτερικό δανεισμό. Και το «Αβέρωφ», από την 11η Σεπτεμβρίου 1911, οπότε κατέπλευσε στο Φάληρο (όπου έγινε δεκτό με ενθουσιασμό), ξεκίνησε τα ταξίδια του σε όλους τους πολέμους, σε όλες τις τρικυμιώδεις περιόδους της νεότερης ιστορίας μας. Για να φθάσει σήμερα, δεμένο στην προκυμαία του Φαλήρου, να χρησιμοποιείται επισήμως ως μουσείο, ανεπισήμως ως πίστα.

Γιατί η δεξίωση Πατίτσα- Χρουσαλά δεν ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία το κατάστρωμά του μετατράπηκε σε πασαρέλα ή σε χώρο κοινωνικών συνεστιάσεων: στις 5.6.2008 και πάλι η οικογένεια Πατίτσα είχε διοργανώσει κοσμική εκδήλωση, ενώ μερικά χρόνια πριν η Ελένη Μενεγάκη είχε παρουσιάσει από εκεί τον «Πρωινό καφέ» (ΑΝΤ1). Με την αστρολόγο της να εξηγεί τις… επουράνιες συμπτώσεις ανάμεσα στην 28η Οκτωβρίου 1996 (ημέρα προβολής της εκπομπής) και στην 28η Οκτωβρίου 1940, τους γυμναστές της να κάνουν αεροβική και την Αντζυ Σαμίου να τραγουδά «ούτε καπνίζω/ ούτε πίνω/ ούτε χάνομαι/ ούτε για χάρη σου ξενυχτώ/ ούτε σε σκέφτομαι/ ούτε σε αισθάνομαι…». Τότε (βυθισμένοι στην εθνική μας λήθη;) δεν είχαμε αισθανθεί την παραμικρή ενόχληση για το καρακατσουλιό που είχε στηθεί επάνω στη «δόξα του Πολεμικού Ναυτικού». Αυτό σχολίασε και η μητέρα του γαμπρού Λέοντα, η Μαριγώ Λαιμού-Πατίτσα, δηλώνοντας: «Πρόπερσι είχαμε κάνει εκεί την ίδια γιορτή. Και είχαμε χορέψει κανονικότατα. Τότε δεν ενοχλήσαμε; Εκτός αυτού, πρέπει να σκεφτούν κάποιοι ότι αυτή η οικογένεια, η οικογένειά μου, έχει ίδρυμα και προσφέρει έργο. Βοηθάμε πολύ φτωχό κόσμο, έχουμε ενισχύσει οικονομικά το Μουσείο “Γεώργιος Αβέρωφ”…». Με τον παρά τους, λοιπόν, τα τσιφτετέλια, όσο κι αν μερικά πράγματα δεν έχουν τιμή. Οταν δε ρωτήθηκε η κυρία Λαιμού-Πατίτσα γιατί αυτή τη φορά έγινε ντόρος, απάντησε: «Δεν μπορώ να ξέρω, πηγαίνετε στις ψυχοθεραπείες,στα group therapy να τους ρωτήσετε. Εγώ δεν είμαι ψυχολόγος. Πηγαίνετε να ρωτήσετε τους ειδικούς, τους ψυχιάτρους».

Ισως να έχει δίκιο, και τελικά να χρειαζόμαστε εθνικό ψυχίατρο. Ισως, πάλι, να χρειαζόμαστε επειγόντως μαθήματα νεότερης ιστορίας, μήπως ξαναβρούμε τον χαμένο σεβασμό μας απέναντι σε πρόσωπα, γεγονότα, ιδέες… Μήπως ξαναθυμηθούμε την πνιγμένη σε ωκεανούς στείρου εθνικισμού και αφασίας εθνική μας ταυτότητα. Το έχουμε ανάγκη, ειδικά σήμερα που δεν μιλάμε απλώς για την (θλιβερή, ούτως ή άλλως) απαξίωση εθνικών συμβόλων όπως του παροπλισμένου «Αβέρωφ», αλλά για επικείμενο ναυάγιο του «τρελοβάπορού» μας.

 
Leave a comment

Posted by on January 3, 2011 in Επέτειοι, ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Tags:

Ενας μποέμ κοσμοκαλόγερος

  • ΓΡΑΜΜΑΤΑ

  • 100 χρόνια από τον θάνατο και 160 από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

  • Ι. Ν. ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.

Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.

  • Ανθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών

Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.

Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας…

Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.

Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.

Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Εζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.

  • Η διαμάχη για το έργο του

Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.

 
Leave a comment

Posted by on January 3, 2011 in ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Επέτειοι

 

Tags:

Ο δάσκαλος που μίσησε η Εκκλησία

  • ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

  • 100 χρόνια από τα Αθεϊκά του Βόλου – Αλέξανδρος Δελμούζος

  • ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΔΗΜΑΡΑ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Βόλος, 2 Μαρτίου 1911 Μεσημέρι: Εφημερίδες: «Οι ιερείς της πόλεως εξεχύθησαν εις τας οικίας, εις τα μπακάλικα και τις ταβέρνες, συνιστώντες εις τους εν αυτοίς να σπεύσουν εις συλλαλητήριον διότι άλλως καταστρέφεται η θρησκεία και ο εθνισμός».

Απόγεμα: Ψήφισμα «του λαού του Βόλου, συνελθόντος εν συλλαλητηρίω»: Παρακαλείται η Δημοτική Αρχή «[…] ίνα προβή απροφασίστως εις την διάλυσιν του Ανωτέρου Δημοτικού Παρθεναγωγείου επί τω λόγω ότι η εν [αυτώ] διδασκαλία δεν είναι σύμφωνος ούτε προς την Εθνικήν μας θρησκείαν, ούτε προς την ιστορικήν γλώσσαν του Ελληνισμού […]».

Βράδυ:Συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου: «[…] Εγερθείσης μακράς και ζωηράς διαλογικής συζητήσεως […] τίθεται εις ονομαστικήν ψηφοφορίαν πρότασις […] περί αμέσου καταργήσεως του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου […]. Γενομένης δε διαλογής,γίνεται δεκτή η πρότασις διά ψήφων εννέα κατά τεσσάρων».

Αυτό είναι συνοπτικά το προτελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία ενός σχολείου που είχε δημιουργήσει και διευθύνει ο Αλέξανδρος Δελμούζος, με εισήγηση του γιατρού Δημήτρη Σαράτση, δημοτικού συμβούλου του Βόλου. Το τελευταίο κεφάλαιο γράφτηκε στις 27 Απριλίου 1914, στο Ναύπλιο, με την ετυμηγορία στη «δίκη των αθεϊκών», όπως έμεινε στην Ιστορία. Ο Δελμούζος, ο Σαράτσης και άλλοι που είχαν σχετιστεί με το Παρθεναγωγείο (αλλά και με το- σοσιαλιστικού προσανατολισμού- Εργατικό Κέντρο) είχαν κατηγορηθεί ότι «προσεπάθησαν να ελκύσωσι προσηλύτους εις […] την αθεΐαν […] και εξέφραζον δημοσία αρχάς, δόξας και φρονήματα τα οποία αντιβαίνουσιν εν γένει εις τας βάσεις της θρησκείας και της ηθικής». Το δικαστήριο τους αθώωσε όλους. Το σχολείο, ωστόσο, δεν ξανάνοιξε ποτέ.

  • Ενα διαφορετικό σχολείο

Η αρχή ήταν το 1908, όταν ο Δελμούζος, 28 χρονών τότε, ανέλαβε να σχεδιάσει, να ιδρύσει και να λειτουργήσει στον Βόλο ένα καινούριο σχολείο. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών (προπύργιο τότε του γλωσσικού και κοινωνικού συντηρητισμού), ο Δελμούζος είχε μόλις γυρίσει από τη Γερμανία. Εκεί, είχε έρθει σε επαφή με τα προοδευτικά παιδαγωγικά ρεύματα και είχε συνδεθεί με τον Γεώργιο Σκληρό, έναν από τους πρώτους έλληνες εκπροσώπους της σοσιαλιστικής σκέψης. Η ηλικία, λοιπόν, το μεγάλο φάσμα των εξωτερικών επιδράσεων, σε συνδυασμό με τις νεωτερικές απαιτήσεις ενός δυναμικού τμήματος των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων του Βόλου, οδήγησαν τον Δελμούζο να στήσει ένα σχολείο πολύ διαφορετικό από τα άλλα: με έντονη ελληνικότητα αλλά εστιασμένο σαφώς στα νεότερα χαρακτηριστικά της («τη σύγχρονη κοινωνία και τα προβλήματά της», έλεγε ο ίδιος), με ενσωματωμένη τη θρησκευτική διδασκαλία (αλλά και φανερές επιφυλάξεις για τον ρόλο του ιερατείου), φιλελεύθερο στις παιδαγωγικές προσεγγίσεις, πολιτισμικά εκσυγχρονισμένο (διδασκόταν η δημοτική που ήταν και γλώσσα της διδασκαλίας).

Οσο λειτουργούσε ακόμη το Σχολείο, το 1910, ο Δελμούζος πήρε μέρος στην ίδρυση (στην Αθήνα) του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», του οποίου οι ηγέτες πρωτοστάτησαν στις προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού σχολείου με αιχμή, βέβαια, τη δημοτική γλώσσα. Και ακριβώς τις μέρες του συλλαλητηρίου του Βόλου, στην Αθήνα η Βουλή συζητούσε με οξύτητα- και τελικά υπερψήφισε- το άρθρο του Συντάγματος που επέβαλε την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους.

Ολα αυτά, μέσα στο γενικότερο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό κλίμα της Ελλάδας- υπενθυμίζεται ότι το Σχολείο ιδρύθηκε μόλις έναν χρόνο πριν από το Γουδί-, ανησύχησαν τα μαχητικά συντηρητικά στοιχεία και την ηγεσία της Εκκλησίας του Βόλου: με ψεύδη, υπερβολές και βιαιότητες που άρχισαν ταυτόχρονα με την ίδρυσή του κατάφεραν τελικά να επιβάλουν το κλείσιμό του.

  • Το τέλος της φιλίας με τον Γληνό

Από τότε και ύστερα ο Δελμούζος τραυματίστηκε από την αποτυχία τριών παρεμβάσεων στην εκπαιδευτική πολιτική στις οποίες μετείχε. Το μεγάλο πλήγμα ήρθε το 1927: Στη Γενική Συνέλευση του Εκπαιδευτικού Ομίλου ο Δελμούζος διαφώνησε ριζικά για την ιδεολογική υφή του σωματείου με τον Δημήτρη Γληνό (που ζητούσε να μην υπάρχει «κανένα όριο προς τα Αριστερά»). Επικράτησε η άποψη του Γληνού. Ετσι ο Ομιλος διασπάστηκε και ταυτόχρονα τερματίστηκε μια μακρά γόνιμη συνεργασία, αλλά και – κατά τα τεκμήρια και τους μάρτυρεςμια θερμή φιλία.

Στη δεύτερη περίοδο της ζωής του, ο Δελμούζος ήταν λιγότερο μαχητικός, υπερασπίστηκε θερμά την πολιτική ουδετερότητα (ακόμη και μετά το 1949) και πολέμησε τη σοσιαλιστική θεωρία. Μόνη δημιουργική παρουσία του τότε ήταν (από το 1929) η καθηγεσία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (παραιτήθηκε το 1937 διαμαρτυρόμενος για την εκπαιδευτική πολιτική της Δικτατορίας) και η συνακόλουθη ίδρυση (1934) και εποπτεία του Πειραματικού Σχολείου της Θεσσαλονίκης, όπου ακολούθησε σύστημα παιδαγωγικών αξιών που, χωρίς να του δίνουν επαναστατικό χαρακτήρα, το κατέστησαν πρότυπο δημιουργικής απομάκρυνσης από τα κατεστημένα. Μετά, και ως τον θάνατό του (1956), έμεινε στο περιθώριο της δημόσιας δράσης.

Για να γυρίσουμε στο 1911: Σχολείο με τα χαρακτηριστικά του Παρθεναγωγείου του Δελμούζου δεν λειτούργησε ποτέ ξανά στην Ελλάδα. Αναρωτιέται κανείς μήπως αυτό οφείλεται και στην ακμαία επιβίωση των δυνάμεων που το έκλεισαν. Για έναν αιώνα…

 
Leave a comment

Posted by on January 3, 2011 in Επέτειοι, ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

 

Tags:

ΕΠΕΤΕΙΟΙ: Πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την Ιστορία

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

 
Leave a comment

Posted by on January 3, 2011 in Επέτειοι

 

Κρυφό σχολειό: μια ολοφάνερη πλάνη. Οι εύκολες ιδέες στηρίζουν ισχυρά συστήματα εξουσίας

  • ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΠΥΛΙΑ, Η ΑΥΓΗ, Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Κάθε φορά που επανέρχεται η συζήτηση για το κρυφό σχολειό, η λογική επιχειρηματολογία φαίνεται πως παραβιάζει ανοιχτές θύρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία από τις πιο δημοφιλείς ιδεολογικές κατασκευές, που αντιστέκεται όσες φορές και αν η λογική την καταλύσει. «Είναι μύθος ζωντανός, άρα αξιοσέβαστος», όπως σημειώνει ο Τάκης Καγιαλής, για έναν άλλο, υπέρτατο μύθο, τον Μακρυγιάννη, «Η εικόνα […] καθιερώθηκε στη συλλογική συνείδηση, ‘δοκίμασε να την αλλάξεις δεν μπορείς’», (Μοντερνισμός και Ελληνικότητα, Ηράκλειο 1997, σ. 33)

Η επιστημονική προσέγγιση, στηριγμένη στις μαρτυρίες των πηγών, έχει κατηγορηματικά αποκλείσει την απαγόρευση εκπαίδευσης των χριστιανών από την οθωμανική εξουσία: καμία διαταγή, καμία συγχρονική περιγραφή, καμία συγχρονική έκθεση, κανένα απομνημόνευμα δεν αναφέρεται σε απαγόρευση.

Ο Άλκης Αγγέλου, στο εξαιρετικό δοκίμιό του για Το κρυφό σχολειό, (Αθήνα, 1η έκδ. 1997) και ο Αλέξης Πολίτης σε σχετικό κείμενο στο βιβλίο του Το Μυθολογικό Κενό, (Αθήνα 2000, σ. 25-39), διαγράφουν τη διαδρομή και αποκαλύπτουν τους λόγους και τις μεθόδους που, λίγα μόλις χρόνια μετά την επανάσταση, δρομολογούν την παγίωση του μύθου. Η Μεγάλη Ιδέα, ο ρομαντισμός, η ενοχή της αμάθειας, η προσμονή αποδοχής και αρωγής από τη φωτισμένη Δύση, ήταν αιτίες αρκετές για να θεμελιώσουν μια πολιτικά και ψυχολογικά χρήσιμη πλάνη.

Κι ενώ η οθωμανική απαγόρευση προβλήθηκε ως η αποκλειστική αιτία για την αγραμματοσύνη των «φτωχών ραγιάδων», ως η «ανελεήμων μάστιξ» που εμπόδιζε τη «φυσική των Ελλήνων και αναλλοίωτον προς την μάθησιν κλήσιν», το 1870, σαράντα περίπου χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η Στατιστική της Ελλάδος καταγράφει συντριπτικά ποσοστά αναλφαβητισμού: 92,60% για τις γυναίκες και 67% για τους άνδρες.

Εκκλησιαστικοί κύκλοι πρωτοστάτησαν και πρωτοστατούν στην οικοδόμηση και ενίσχυση του μύθου, επιλεκτικά αποσιωπώντας τις σχετικές πληροφορίες, καθώς και το γεγονός ότι η διαδικασία εθνικής χειραφέτησης πέρασε από την οδό της αμφισβήτησης κάθε πολιτικής και θρησκευτικής αυθεντίας. Είναι εντυπωσιακό ότι οι πιο καίριες μελέτες, που καταρρίπτουν εκ των έσω το μύθο, προέρχονται από τον Μανουήλ Γεδεών, ακούραστο αρχειοδίφη, «Μέγα Χαρτοφύλακα και Χρονογράφο της Μεγάλης Εκκλησίας». Και δεν είναι καθόλου παράδοξο, που η μηχανισμός οικοδόμησης και διάδοσης του μύθου επιδεικτικά τον αγνοεί.

Στην έκδοση που επιμελήθηκαν ο Άλκης Αγγέλου και ο Φίλιππος Ηλιού: Μανουήλ Γεδεών, Η Πνευματική Κίνησης του Γένους κατά τον ΙΗ’ και ΙΘ’ αιώνα, (Αθήνα 1976), εκτεταμένα κείμενα πραγματεύονται τα σχολεία, τα βιβλία, το σύστημα διδασκαλίας και την εν γένει πνευματική κίνηση των χριστιανών τον ΙΗ’ και ΙΘ’ αιώνα. Ενώ, στην Ιστορία των του Χριστού Πενήτων (Αθήνα, 1939), ο Γεδεών εκθέτει, χωρίς περιστροφές, την οθωμανική λογική απέναντι στην «εκπαίδευση του Γένους»:

«Η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την χριστιανικήν θρησκείαν, εγίγνωσκεν ότι εις τους ναούς αναγιγνώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγιγνωσκόμενα και ψαλλόμενα έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως· και συνεπώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν». Και, επιπλέον, «μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων βεζίρην, ή αγιάνην, ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ή οικοδομήν…» (τχ. 2, σ. 179,180).

Στο πλαίσιο της οθωμανικής ανοχής, εξελίσσεται από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα η σχετική διάδοση της εκπαίδευσης και η ανάπτυξη των σχολείων, όπως εντυπωσιακά αποτυπώνεται «στο σύστημα διδασκαλίας του επιφανούς διδασκάλου της Θεσσαλίας, Ιωάννου Πεζάρου του εν Τυρνάβω διδάξαντος από του 1782 μέχρι των αρχών του αιώνος», που παραθέτει ο Μανουήλ Γεδεών από τον Κωνσταντίνο Κούμα:

«Εδιαίρει τους μαθητάς εις πολλάς κλάσεις, προβαινούσας εκ των μικροτέρων εις τα μεγαλείτερα μαθήματα. Η κλάσις την οποίαν εγύμναζεν εις την τεχνολογίαν των οκτώ του λόγου μερών, ήτο η κατωτάτη· δευτέρα, ήτις ήρχιζε να αναλύη την σύνταξιν του λόγου· τρίτη, ήτις εσύντασσε θέματα· τετάρτη, ήτις εγυμνάζετο εις τους επιστολικούς χαρακτήρας κατά τον Κορυδαλλέα· η πέμπτη εκατεγίνετο εις τους ποιητάς· η έκτη, εγεωμέτρει και εφιλοσόφει, ήτις πολλάκις εδιαιρείτο εις δύο. Γραμματικήν δεν ηθέλησε ποτέ άλλην παρά την του Λασκάρεως. Ελληνικά μαθήματα παρέδιδε τας γνώμας του Χρυσολωρά, τους μύθους του Αισώπου, τον Λουκιανόν, όσα περιείχεν η Εγκυκλοπαιδεία του Πατούσα, πολλούς λόγους του Δημοσθένους, την ιστορίαν του Ηρωδιανού, τας επιστολάς του Συνεσίου, τον Όμηρον και τους σκηνικούς ποιητάς. Θέματα υπηγόρευεν αυτοσχεδίως δις της εβδομάδος, πρώτον κατά τα είδη των ρημάτων, και έπειτα καθ’ όλα τα είδη, χωρίς να εμποδίζη αυτόν από την παράδοσιν των άλλων μαθημάτων η διόρθωσις των θεμάτων. Εις την φιλοσοφίαν ήρχιζε συγχρόνως την εισαγωγήν της λογικής του Σουγδουρή, και τα στοιχεία της γεωμετρίας του Ευκλείδου, μετέβαινεν εις την λογικήν του Ευγενίου, και εις την αριθμητικήν, εις την μεταφυσικήν του Γενουηνσίου, και εις το κατά Γέσνερον μαθηματικόν του Ευγενίου, εις την φυσικήν του Θεοτοκίου, και τέλος επέθετε το θεολογικόν του Ευγενίου. Παρέδιδεν αδιακόπτως όλον τον ενιαυτόν». (Η Πνευματική Κίνηση του Γένους σ. 12, 13).

Παρά την κατηγορηματικότητα των πηγών, μοιάζει ακατόρθωτο να αντιμετωπίσει κανείς έναν τόσο έωλο αλλά και τόσο σφιχταγκαλιασμένο με τη νεοελληνική ταυτότητα μύθο, που υποστηρίζεται και επανέρχεται δριμύτερος με ολοένα περισσότερες και περισσότερο αυθαίρετες «αποδεικτικές» αναπαραστάσεις. Καλλιτεχνικά προϊόντα, όπως ο πίνακας του Νικολάου Γύζη και το ομώνυμο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, και υποπροϊόντα, όπως τα εκθέματα του μουσείου Βρέλλη, οι σχολικές παραστάσεις και οι νεόκοπες κρύπτες στα υπόγεια μονών και εκκλησιών, προβάλλουν βάναυσα στο παρελθόν τις ιδεολογικές και συναισθηματικές ανάγκες του παρόντος.

Με το «μαράζι των αποδεικτικών στοιχείων του ερευνητή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Άλκης Αγγέλου, και με την αδυναμία μιας πραγματικότητας που δεν «προνόησε» να στοιχειοθετήσει επακριβώς την απάντηση στην κατοπινή παραποίησή της, παρουσιάζουμε εδώ δύο ανέκδοτες προεπαναστατικές επιστολές δραγουμάνων του πασά του Μοριά. Πρόκειται για τον Θεοδόση Μιχαλόπουλο και τον Γεώργιο Ουαλεριανό αντίστοιχα, που συνεπικουρούμενοι με τις υπογραφές κοτζαμπάσηδων της κεντρικής Πελοποννήσου, απευθύνονται σε εκείνους του Άργους για να τους συστήσουν τη διευθέτηση οικονομικών διαφορών στις οποίες ενέχονται δάσκαλοι της σχολής του Ναυπλίου. [ΙΕΕΕ, Αρχείο Περρούκα, Έγγραφα: (03.09.1813) 47367 & (17.01.1819) 47459].

Σύμφωνα με τον Τρύφωνα Ευαγγελίδη, η σχολή του Ναυπλίου λειτουργούσε από το 1715, δηλαδή αμέσως μετά την αποχώρηση των Βενετών από το Μοριά, και «κατωχυρώθη τω 1765 δια σιγιλλίου του πατριάρχου Σαμουήλ του Χατζερή», (Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας. Τ. Α’, σ. 295). Η εκπαίδευση των χριστιανών λειτουργούσε λοιπόν υπό την ελεύθερη επίβλεψη της εκκλησίας και των κοινοτήτων. Άλλωστε, τα κοινοτικά κατάστιχα καταγράφουν επανειλημμένα τα έξοδα των σχολείων και τους μισθούς των δασκάλων. Και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σημειώνουν φανερά, απαγορευμένες και γι’ αυτό κολάσιμες δραστηριότητες∙ επειδή συμμετέχοντες και συνεργούντες θα κινδύνευαν έτσι να βρεθούν εκτεθειμένοι εις «τας καταγγελίας χριστιανού τινός, απεριτμήτου τούρκου, καθώς ωνόμαζον αυτούς», όπως σημειώνει ο Μανουήλ Γεδεών (τχ. 2, σ. 180, Αθήνα 1939).

Αλλά και οι δραγουμάνοι του Μοριά, κατά κύριο λόγο φαναριώτες, που διατηρούσαν διαμερίσματα στο εσωτερικό των ανακτόρων του πασά, για να εξυπηρετούν τη μεσολάβηση ανάμεσα στην οθωμανική διοίκηση και τους κοινοτικούς άρχοντες, δεν θα εξέθεταν τους εαυτούς τους στο θανατηφόρο κίνδυνο της παράβασης.

Στις επιστολές που δημοσιεύουμε, επανέρχεται το πάγιο πρόβλημα της αδυναμίας των πληρωμών που μάστιζε τις κοινότητες και τους υπηκόους της οθωμανικής επικράτειας: Οι αυξανόμενες ανάγκες της κεντρικής και της τοπικής διοίκησης πολλαπλασίαζαν ολοένα και περισσότερο τις δημόσιες χρηματικές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα κοινότητες και φορολογούμενοι να βυθίζονται σε μια διαρκώς πιο ασφυκτική καταχρέωση. Στη δίνη των εν λόγω συνθηκών, αλλά σε διαφορετική θέση, βρίσκονται και οι δάσκαλοι που συναντάμε. Στην πρώτη (1813) ο «διδάσκαλος» Ησαΐας, ως δανειστής της κοινότητας Άργους, απαιτεί να εισπράξει το ποσό των 2000 γροσίων που του οφείλουν, και ο δραγουμάνος προτείνει να ενσωματωθεί η οφειλή σε συμπληρωματικό φόρο (τάνσα). Στη δεύτερη επιστολή (1817), ο δραγουμάνος ζητά από τους άρχοντες του Άργους διευθέτηση, επειδή ο διδάσκαλος Νικηφόρος δια «την εννοχήν της εγγυήσεως» ενός χρέους που μήτε αυτός μήτε ο χρεώστης μπορούσε να επιστρέψει, «εκών και άκων […] ταλαιπωρείται σωματικώς και με έξοδα άνω και κάτω περιφερόμενος» και μάλιστα «κινδυνεύει να χάση την εκ του σχολείου του κυβέρνησιν».

Η ευκρίνεια των πληροφοριών και των ιστορικών αναλύσεων δεν έχει κατορθώσει ακόμη να ανατρέψει τη σχετική με το «κρυφό» σχολειό νεοελληνική πίστη. Δεν είναι παράδοξο οι εικόνες των πηγών να προσλαμβάνονται μέσα από τους χρωματισμούς που τους προσδίδει η εκάστοτε εποχή που τις διαβάζει. Όμως, η συνειδητή και συστηματική παραχάραξη του παρελθόντος συνιστά μια εύχρηστη απάτη, που μηχανεύονται οι γνωστοί κύκλοι ελέγχου των ιδεών: Ακριβώς εκείνοι που υπερμαχούν για να κρατούν ζωντανούς τους μύθους και να καπηλεύονται εικονικές δήθεν βεβαιότητες της αναπαράστασης του παρελθόντος. Διάσπαρτοι επιμέρους μηχανισμοί στην εκπαίδευση, την εκκλησία, κεντρικοί και περιφερειακοί λόγιοι, διατεταγμένοι υπάλληλοι, υπερήφανοι εθνικοί κήρυκες, ερήμην ή και δια μέσου της παράφρασης των πηγών, επιμένουν θερμοκέφαλα στη συντήρηση της δικής τους εύληπτης «αλήθειας»: Εύκολες ιδέες στηρίζουν, μαζικά, ισχυρά συστήματα εξουσίας.

Το ζήτημα, καίρια πολιτικό, επαναφέρει τα θολωμένα, μέσα στην τελετουργία και την παραποίηση της αναπαράστασης, νεωτερικά αιτήματα του παρελθόντος. Αιτήματα τα οποία με σαφήνεια και ακρίβεια καταγράφονται στα θεμελιώδη κείμενα της εθνικής αφύπνισης. Αντιγράφω από την Ελληνική Νομαρχία:

«Εις την ελευθέραν ζωήν η αξιότης τιμάται, έκαστος συμπολίτης ευρίσκει το καλόν του εις το καλόν των άλλων […] Εκεί η τιμή αξιοτίμητος, ο κριτής απροσωπόληπτος, ο κρινόμενος μόνος, νόμοι διαυθεντευταί, νόμοι δικασταί, η αθωότης απτόητος, η τιμωρία δικαία, η αντάμειψις κοινή […] Ποίος οποιασδήποτε καταστάσεως, δεν θέλει γνωρίσει το μέγα όφελος της ελευθέρας ζωής; Εις αυτήν ο πραγματευτής ευρίσκει ασφάλειαν εις το έχειν του∙ ο τεχνίτης έπαινον εις τα έργα του∙ ο υπανδρευόμενος βεβαιότητα εις την τιμήν του∙ ο νέος ευρύχωρον οδόν εις το να διευθύνει την κλίσιν του, και να δείξει την αγχίνοιάν του».

Σήμερα, πού τοποθετείται άραγε, σε σχέση με το αίτημα της προσωπικής και κοινωνικής ελευθερίας, η νεοελληνική μας αυταρέσκεια και πώς αντιμετωπίζει τα αντιφατικά «προτάγματα» που προσδιορίζουν αδιαφοροποίητα ένα συνονθύλευμα στάσεων και ιδεών: Τον ατομικισμό και τη δημοκρατία, το λαϊκισμό και τον εκσυγχρονισμό, τον ηρωισμό και την πονηριά, τη θρησκοληψία και την παιδεία, το ελληνικό «δαιμόνιο» και το «δε βαριέσαι».

  • Η Μάρθα Πύλια διδάσκει Οθωμανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θράκης
  • Δύο ανέκδοτες επιστολές δραγουμένων του πασά του Μοριά για οικονομικές υποθέσεις Ελλήνων διδασκάλων (1813 και 1819)

»την ευγενείαν σας ηδεώς προσαγορεύομεν:-

»διά του παρόντος μοι ερωτώντες τα της υγίειας σας δηλοποιούμεν, ότι γνωστά σας τα γρόσια δύω χι/λιάδαις, τα οποία με ομολογίαν σας χρεωστείτε τω διδασκάλω κυρ ησαΐα, και μ’ όλον οπού/ πολλάκις σας τα εξήτησε, κατά το χρέος σας δεν επροθυμοποιήθητε δια την αποπλήρωσιν/ αυτών. ελθόντος ενταύθα του κυρ νικολή, δεν ελείψαμεν από του να τον ομιλήσωμεν ως/ έδει περί τούτων, όστις μοι επρότεινεν, ότι είπε τη ευγενεία σας να κάμετε τάνσον να του/ τα δώσετε, και έπειτα από το ταχσήλι των χωρίων να τα λάβητε, και ουδόλως το ευχαρι/στήθητε, και αν είναι δίκαιον και εύλογον να φέρεσθε ούτω, στοχασθήτε οι ίδιοι. όθεν/ επίτηδες σας γράφομεν το παρόν μοι, και σας συμβουλεύομεν αδελφικώς, ότι άμα του/ λαβείν αυτό, φιλοτιμούμενοι να κάμετε κάθε τρόπον. και εκ τάνσου να οικονομήσητε/ τουλάχιστον τα γρόσια χίλια πεντακόσια,και έως το ερχόμενον σάββατον να τα απο/στείλητε εδώ διά να τα λάβη, και να πηγαίνη εις την δουλειάν του. αν δε παραβλέψητε/ την αδελφικήν συμβουλήν μοι, μη θέλοντες να εξακολουθήσητε ως άνωθεν, η σοφολογιό/της του βιασμένος από τας χρείας του και από το δίκαιόν του, θέλει φερθή αλλεοτρόπως, και στοχα/σθείτε εν είναι καλόν, ούτε μομφή μένει πλέον εις την σοφολογιότητά του, καθότι πολλα/χώς έκαμε το χρέος του διά να λάβη το δίκαιόν του. Αναμένομεν απόκρισιν εν/ τη αποστολή των ρηθέντων γροσίων. ταύτα και μένομεν: 1813:-σεπτεμβρίου: -3:- τριπολιτζά

πρόθυμοι και εδικοί σας: ο δραγουμάνος Θεοδόσιος Αλεξίογλους, οικονόμος γιανης, παπας γιανοπουλος, αναγνώστης παπάζογλης, Σωτήρος Κουγιάς

την ευγενείαν της αδελφικώς ασπαζόμενοι, ακριβώς προσαγορεύομεν:-/

»μετά την έρευναν της περιποθήτου ημίν αγαθής υγιείας της δηλοποιούμεν, ότι είναι γνωστόν της διά/ τα γρόσια, οπού ο παπά κυρ γεώργιος κοσμίτης χρεωστεί τω ενταύθα κυρ αρβάλη, ότι περί τούτων /εννέχετε εις την εγγύησιν παρά τη τιμιότητί του ο παρών διδάσκαλος κυρ νικηφόρος. ο κυρ αρ:/βάλης προ πολλού ζητών αυτά τα άσπρα του, ως οίδε και η ευγενεία της, ηθέλησε να κινηθή διά/ μέσου της πόρτας επί τω λαβείν αυτά. ημείς δε ηξεύροντες το, τε άπορον και την της αιδεσιμό/τος του δυστυχίαν, εκκωλύομεν το τοιούτον κίνημα, διαφόρως δε σωπούντες τον. τέλος πάντων έ/φερεν ενταύθα και την αιδεσιμότητά του, και τον παρόντα διδάσκαλον επί σκοπώ και αποφάσει του, ταν/ ή επί ταν, ωσάν οπού τον βιάζουσιν ου μόνον το δίκαιόν του, αλλά και αι χρείαις του, και με το να μην ή/τον άλλος ο τρόπος της πληρωμής αυτού του χρέους κονδά εις την αιδεσιμότητά του, αναγκαίως απεφασίσθη/ να προστρέξη εις τα αυτούσε, και να γένη Οικονομία εξ’ ων έχει (ως λέγει) λαμβάνειν. περί τού/των με το να έρχεται ήδη εις τα αυτούσε, η αιδεσιμότης του, φέρει γράμμαν προς την ευγενείαν της πα/ρά των μεγαλοπρεπεστάτων μπέ’εφένδηδων, εκ του οποίου θέλει πληροφορηθή. κατά ανάγκην τοι/αύτην έρχετε και ο παρών διδάσκαλος εκών και άκων, διότι τι να κάμη πλέον, οπού ευρέθη εις την/ εννοχήν της εγγυήσεως. και αγκαλά οίδαμεν, ότι και η σοφολογιότης του και η αιδεσιμότης του επίσης/ και αγαπώνται και πονούνται από την ευγενείαν της, με όλον τούτο την παρακαλούμεν και ημείς αδελ/φικώς, να δείξη επάνω εις αυτήν την υπόθεσιν και την προθυμίαν της και την δυνατήν οικονομίαν,/ επειδή εξ’ αυτής ου μόνον ταλαιπωρείται σωματικώς και με έξοδα ο διδάσκαλος άνω και κάτω περιφε/ρόμενος, και κινδυνεύει να χάση την εκ του σχολείου του κυβέρνησιν, αλλά και ο παπάς βλέπομεν/ φανερά, ότι θέλει πέσει εξ’ άπαντος εις άφευκτα βάσανα, εάν δεν ήθελεν οικονομηθή αυτούσε/ η υπόθεσίς του. ταύτα και μένομεν:-

1819: Ιανουαρίου: 17: τριπολιτζά

της ευγενείας της

Όλως πρόθυμοι αδελφοί-

Γεώργιος Ουαλεριανός

αλεξίογλους οικονόμος

παναγής ζαριφόπουλος

[Στη μεταγραφή διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου]

 

Tags:

Ο πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου “Ο όρκος των Φιλικών”

  • H επιδίωξη της ελευθερίας είναι αφετηρία και κίνητρο για κάθε επαναστατική πράξη, όχι μόνο στο χώρο της ιστορίας αλλά και στο χώρο της τέχνης

Libertà vo cantando, ch’è si cara

Come sa chi per lei vita rifiuta.

DANTE

(motto στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού)

  • ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΘΗ, Η ΑΥΓΗ, Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Όλα τα επαναστατικά κινήματα (εθνικά, κοινωνικά, πολιτικά ή καλλιτεχνικά) έθεταν ως στόχο την κατάκτηση ή τη διεύρυνση των ορίων της ελευθερίας. Σταθερά ζητούμενα, σε κάθε περίπτωση, υπήρξαν η διεκδίκησή της, η απαλλαγή από κάθε μορφή υποδούλωσης, η αποτίναξη των δεσμεύσεων, η ρήξη, η ανατροπή μιας κατεστημένης τάξης και δημιουργία μιας καινούργιας πραγματικότητας. Μέσα από αυτή την καθαρά επαναστατική οπτική (την κατάκτηση της ελευθερίας ως διαρκές αίτημα) προσεγγίζει την έννοια της ιστορίας ο υπερρεαλιστής ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Εγγονόπουλος μιλάει για το παρόν, σκύβοντας και αντλώντας στοιχεία από το πρόσφατο αλλά και το απώτερο παρελθόν. Τα ιστορικά πρόσωπα στο έργο του, τα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν και ενσάρκωσαν επαναστατικούς ρόλους, γίνονται προσωπεία που υποστασιοποιούν το δικό του, επαναστατικό, υπερρεαλιστικό όραμα. Η συνωμοτική σύμπραξη, η μύηση στο όραμα της επανάστασης του ’21, για παράδειγμα, βρίσκουν αντιστοιχίες με τη δική του πορεία, την αισθητική, την ιδεολογία και τη στράτευση στο κίνημα του υπερρεαλισμού.

Σημαντικός αριθμός ζωγραφικών έργων του Εγγονόπουλου αναφέρεται στην Επανάσταση του ’21 και περιλαμβάνει προσωπογραφίες αγωνιστών ή ευρύτερες συνθέσεις. Από τα έργα αυτά ξεχωρίζουν, για λόγους εικαστικούς και ιστορικούς, δύο πίνακες, οι οποίοι αναπαριστούν μια τελετή μύησης στη Φιλική Εταιρία. Ο πρώτος έχει τίτλο Ο όρκος (των Φιλικών) (1952) ή Οι συνωμότες) και είναι ελαιογραφία σε μουσαμά.

Έχει ενδιαφέρον να σχολιάσουμε ορισμένες σχεδιαστικές λεπτομέρειες. Αρχικά, θα παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για μια τελετή μύησης σε κάποια μυστική οργάνωση (Φιλική Εταιρία), η οποία έχει ήδη περατωθεί. Στον πίνακα παριστάνονται έξι μορφές, τρεις άντρες γυμνοί και τρεις ενδεδυμένοι. Στην αριστερή πλευρά κυριαρχεί η φιγούρα γυμνού άνδρα, που παρίσταται καθισμένος, δαφνοστεφής, φέρων επί στήθους και εγκαρσίως γαλάζια κορδέλα που συγκρατεί γυμνό σπαθί, η θήκη του οποίου βρίσκεται στο ξύλινο δάπεδο και κάτω από το σταυρωμένο του πόδι. Η καθισμένη στάση του άνδρα συμβολίζει και την ιδιαίτερη θέση που κατέχει στην ιεραρχία της μυστικής οργάνωσης. Όρθιος μπροστά του βρίσκεται ο μυούμενος, ο προσήλυτος, νέος με μακριά κόμη, γυμνός και αυτός, ο οποίος τείνει σε χειραψία το δεξί του χέρι σε άλλο άνδρα, ενδεδυμένο με στρατιωτική στολή, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατά ευμεγέθη, μονής αιχμής και μινωικού τύπου πέλεκυ, ιερό σύμβολο ιερής θυσίας, δύναμης και δικαιοσύνης. Δίπλα ακριβώς στο νεαρό άνδρα βρίσκεται η τρίτη γυμνή μορφή με δυτικίζον καπέλο (απ’ αυτά με τα οποία ο Εγγονόπουλος συνήθιζε να παριστάνει σε άλλες συνθέσεις το θεό Ερμή) και περιδέραιο, ενώ με το δεξί χέρι κρατά τη λαβή ενός ξίφους και με το αριστερό τη θήκη του. Η κίνηση του χεριού είναι κίνηση επαναφοράς του ξίφους στη θήκη του, λεπτομέρεια που αποκαλύπτει τη συμβολική χρήση του στη διαδικασία της μύησης.

Από τους ενδεδυμένους ξεχωρίζει η μορφή που φέρει στρατιωτική στολή αξιωματικού του αγγλικού στρατού, πιθανόν Έλληνα στρατιωτικού, από την περίοδο της Aγγλοκρατίας στα Επτάνησα. Η δεύτερη ενδεδυμένη μορφή, ακριβώς δίπλα στην προηγούμενη, φέρει στολή οπλαρχηγού της ελληνικής επανάστασης. Στην πίσω δεξιά πλευρά του πίνακα βρίσκεται η τρίτη ενδεδυμένη μορφή, ο ιερέας. Ο ιερέας μαζί με την οπλαρχηγό έχουν υψωμένο το δεξί χέρι προς τον ουρανό, δείχνοντας προς τον Θεό, και με το δείκτη τεταμένο στο σχήμα του όρκου. Πρέπει εδώ να προσθέσουμε ότι ο καθισμένος άνδρας έχει και αυτός το δεξί του χέρι τεταμένο σε οριζόντια θέση και με το δείκτη να δείχνει προς το στήθος, την καρδιά του νεαρού άνδρα. Στην κάτω αριστερή γωνία του πίνακα βρίσκονται δύο αγγεία, τα «αγγεία του μυστηρίου», που χρησιμοποιήθηκαν στην τελετή της μύησης. Το πρώτο ως στάμνα ή αρχαία ελληνική υδρία για το νερό και το άλλο ως φιάλη για το λάδι, τα δύο υλικά δηλαδή που χρησιμοποιήθηκαν στη βάπτιση-μύηση του νεαρού άνδρα. Οι ενδείξεις δεν είναι αρκετές για να ταυτίσουμε τις μορφές του πίνακα με συγκεκριμένα πρόσωπα της επανάστασης. Τέλος, πρέπει να προσθέσουμε ότι η τελετή πραγματοποιείται επί σκηνής, με το χώρο να τέμνεται σε δύο επίπεδα, ένα εσωτερικό, το χώρο της μύησης, και ένα εξωτερικό, από το οποίο προβάλλει ελληνικό τοπίο (λόφος πάνω στον οποίο δεσπόζει αρχαίος ναός). Η τομή παριστάνεται με χαμηλό τοίχο, από την αριστερή πλευρά προς το κέντρο του πίνακα, και κόκκινη κουρτίνα στη δεξιά. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, με πολλούς όμως συμβολισμούς, αποτελεί και το γαλάζιο δαχτυλίδι που φέρουν στο δεξί τους χέρι και οι έξι μορφές, το οποίο προφανώς συμβολίζει τον ιερό δεσμό τους.

Ο δεύτερος πίνακας έχει τίτλο Όρκος Φιλικού (1960-1970) και αναπαριστά επίσης μια τελετή μύησης στη Φιλική Εταιρία. Στον πίνακα (προσχέδιο) δεσπόζουν δύο όρθιες μορφές, ο μυητής ιερέας και ο μυούμενος. Ο πρώτος κρατά με τα δυο του χέρια το «εφοδιαστικόν», το πιστοποιητικό της μύησης στη Φιλική Εταιρία. Στο κέντρο του παριστάνεται σταυροειδές σχήμα (σταυρός με τριγωνικές αιχμές) εγγεγραμμένο σε κύκλο. Στην κορυφή του κύκλου αριστερά και δεξιά βρίσκονται δύο λογχοφόρες σημαίες, με τα ακροτελεύτια ΉΕΛ η μία και ΉΘΣ η άλλη, δηλαδή το σύνθημα (Ή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ). Κάτω από τον κύκλο και το σταυρό βρίσκεται το πλαίσιο με τον ιερό δεσμό, με δύο διαγωνίως τεμνόμενες σπαθοειδείς στήλες. Στη δεξιά πλευρά του πίνακα βλέπουμε τον μυούμενο να ορκίζεται έχοντας ακουμπισμένο το δεξί του χέρι στο Ευαγγέλιο, ενώ το αριστερό είναι υψωμένο με τον δείκτη τεταμένο προς τον ουρανό και στο σχήμα του όρκου. Ο μυούμενος είναι ενδεδυμένος με δυτική ή φαναριώτικη ενδυμασία. Ο μυητής είναι ντυμένος με ελληνική, μάλλον ναυτική ενδυμασία. Στο πάτωμα είναι τοποθετημένα δύο γεωμετρικά σχήματα, ένας κώνος και ένας κύκλος, γνωστά ελευθεροτεκτονικά σύμβολα. Από το μικρό παράθυρο (εν είδει φεγγίτη) καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται και χώρο κλειστό, απομονωμένο, μυστικό, προσαρμοσμένο στο πνεύμα του συνωμοτισμού. Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι ο Εγγονόπουλος γοητεύοταν ιδιαίτερα από το συνωμοτισμό και τη μυστικότητα που διέκρινε την επαναστατική της δράση της Φιλικής Εταιρίας. Είναι γνωστό ότι ο εταιρισμός της Φιλικής προέκυπτε από εμπειρίες εξωοθωμανικές, με μεγάλες επιρροές και διασυνδέσεις από τον ευρωπαϊκό τεκτονισμό και τον ιταλικό καρμποναρισμό.

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον ο Εγγονόπουλος είναι κοντά στην ιστορική αλήθεια. Αν ανατρέξουμε στη βιβλιογραφία (Τάσος Βουρνάς, Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν), θα διαπιστώσουμε ότι ο Εγγονόπουλος είχε αρκετές γνώσεις για το τελετουργικό της μύησης στη Φιλική Εταιρία, στους πίνακες όμως κινείται με μια σχετική ελευθερία. Όπως μας πληροφορούν οι παραπάνω συγγραφείς, η οργανωτική διάρθρωση της Φιλικής στηριζόταν πάνω στα πρότυπα του ευρωπαϊκού εταιριστικού συνωμοτισμού, που εκπροσωπούνταν από τους Καρμπονάρους και τους Τέκτονες. Κύρια όργανα της Φιλικής ήταν τα μεσαία στελέχη, που στη συνθηματική γλώσσα της οργάνωσης ονομάζονταν Ιερείς. Αυτοί είχαν δικαίωμα να κατηχούν στους σκοπούς της οργάνωσης Έλληνες πατριώτες και να τους δίνουν το βαθμό των Αδελφοποιητών ή Βλάμηδων (όσοι ήταν αγράμματοι) και των Συστημένων (εκείνοι που γνώριζαν γράμματα). Τον ανώτερο βαθμό του Ποιμένα μόνο η «Αόρατος Αρχή» της Εταιρίας μπορούσε να τον απονείμει, και σε ανθρώπους μάλιστα με εξαιρετικά πνευματικά, διοικητικά και οργανωτικά προσόντα. Τα «εφοδιαστικά» των Φιλικών ήταν είδος μυστικής ταυτότητας των μελών της Φιλικής Εταιρίας, όπου καταγράφονταν με κρυπτογραφικό τρόπο τα στοιχεία, ο βαθμός του μέλους και η χρονολογία μύησης. Η ορκωμοσία γινόταν στο Ευαγγέλιο. Ο δόκιμος, γονυπετής στο ένα πόδι, κρατούσε ένα μικρό κερί με το ένα χέρι και ορκιζόταν με το άλλο. Ύστερα, πρόσφερε ένα χρηματικό ποσό με το αφιερωτικό του γράμμα, που έφερε επάνω όλα τα κρυπτογραφικά του στοιχεία, με τα οποία στο εξής θα αναγνωριζόταν και θα επικοινωνούσε με την Αρχή. Στη συνέχεια, ο κατηχητής έδινε στο νέο Φιλικό το «εφοδιαστικό». Για την πρώτη βαθμίδα, τους Αδελφοποιητούς, το «εφοδιαστικό» ήταν ένα χαρτί που είχε σχεδιασμένο ένα σταυρό, και για τους Συστημένους ένα σταυρό μέσα σε κλάδους δάφνης πάνω σε ανεστραμμένη ημισέληνο. Για τους Ιερείς, την ανώτερη βαθμίδα, το «εφοδιαστικό» έφερε παράσταση με σταυρό ανάμεσα σε κλάδους ελαίας, τον ιερό δεσμό με τις 16 στήλες (όσα και τα μέλη της διοικούσας αρχής της Εταιρίας μετά το 1820) και τις δύο λογχοφόρες σημαίες με τα ακροτελεύτια γράμματα ΉΕΛ-ΉΘΣ. Το σύνολο από τις δεκαέξι ενωμένες στήλες στηρίζεται χιαστί, γεγονός που παραπέμπει στον «ιερό δεσμό» της Εταιρίας. Από τις τελευταίες λεπτομέρειες συμπεραίνουμε ότι το «εφοδιαστικό» που ζωγραφίζει ο Εγγονόπουλος ανήκει στη βαθμίδα των Ιερέων.

Το θέμα των πινάκων που παρουσιάσαμε ήταν ο όρκος μύησης στη Φιλική Εταιρία. Ο όρκος, όμως, με τον επαναστατικό του συμβολισμό, και όλο το κλίμα του εταιρισμού και συνωμοτισμού, πιστεύουμε ότι υπάρχει και στην ποιητική σύνθεση του Εγγονόπουλου Μπολιβάρ. Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος, με την «στροφή», την «αντιστροφή» και την «επωδό», ο ποιητής υμνεί τις επαναστατικές ιδέες που ενέπνευσαν όλους εκείνους που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της Eλλάδας το 1821 και τις τοποθετεί σε ένα συγχρονικό πλαίσιο γραφής (Κατοχή και Αντίσταση). Oι στίχοι, κατά τη γνώμη μας στο σύνολό τους, εκφράζουν μια αισιόδοξη επαναστατική προοπτική και διαγράφουν ταυτόχρονα την ιδεολογική και αισθητική αντίληψη για την ελευθερία του ποιητή Nίκου Eγγονόπουλου:

α ν τ ι σ τ ρ ο φ ή

(t h e l o v e o f l i b e r t y b r o u g h t u s h e r e)

τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες

κι’ ο ήλιος

που λαμπρός ανατέλλει

σε τρόπαι’ ανάμεσα

και πουλιά

και κοντάρια

θ’ αναγγείλη ως εκεί που κυλάει το δάκρυ

και το παίρνει ο αέρας στης

θαλάσσης

τα βάθη

τον φριχτότατον όρκο

το φρικτότερο σκότος

το φριχτό παραμύθι:

Liberdad

Στις Σημειώσεις που βρίσκονται στο τέλος του ποιήματος ο Εγγονόπουλος μας πληροφορεί ότι η «αντιστροφή» είναι μια λεπτομερής περιγραφή του Θυρεού της Λιβερίας, μιας χώρας που ιδρύθηκε το δέκατο ένατο αιώνα από απελεύθερους σκλάβους προερχόμενους από τις ΗΠΑ. Αρχικά, θα παρατηρήσουμε ότι η επιλογή του ονόματος της Λιβερίας δεν είναι τυχαία: LIBERIA σημαίνει ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και προέρχεται από το λατινικό Libero> Liber>Liberty, Libertad. Στο κάτω μέρος του Θυρεού, και γραμμένο πάνω σε περγαμηνή, βρίσκεται το εθνικό ρητό της χώρας: “ t h e l o v e o f l i b e r t y b r o u g h t u s h e r e”, δηλαδή, “Η αγάπη για την ελευθερία μας έφερε στο μέρος αυτό”. Ο Εγγονόπουλος πιστεύουμε ότι δανείζεται τη φράση αυτή και την τοποθετεί σ’ ένα παρεμφερές, όχι όμως αυτούσιο νοηματικό πλαίσιο. Η φράση θα μπορούσε να ακουστεί σε κάποια μυστική συνάντηση μιας εταιριστικής, συνωμοτικής οργάνωσης που μάχονταν για την ελευθερία (ΕΑΜ-Κατοχή ή Φιλική Εταιρία-Επανάσταση του ’21). Με αυτή την έννοια, και ο όρκος στην “αντιστροφή” συνδέεται με τον ιερό όρκο των Φιλικών. Είναι ο «φριχτότατος όρκος» που έδιναν οι μυημένοι αγωνιστές για την ελευθερία της πατρίδας. Στο τελευταίο μέρος του όρκου των Φιλικών αναφέρονται τα εξής:

«Ορκίζομαι εις σε, ω ιερά (πλην τρισαθλία) πατρίς μου! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους σου… Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επί της κεφαλής μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των, και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Tέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, διά να μη μολύνω την αγιότητα της Εταιρίας με την συμμετοχήν μου».

Ο «φριχτός» όρκος στον Μπολιβάρ πιθανόν να έχει και μυθική καταγωγή (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 388-403). Είναι ο γνωστός μύθος για τον όρκο που έδωσαν οι θεοί μπροστά στα φοβερά «στύγεια ύδατα», όταν τους κάλεσε ο Δίας να αγωνιστούν μαζί του εναντίον των Τιτάνων. Εκεί, πάνω στα ύδατα της μυθικής Ωκεανίδας, οι θεοί έδωσαν τον φοβερότερο όρκο τους. Αν τον παρέβαιναν, φρικτή δεκάχρονη τιμωρία περίμενε τον επίορκο.

Η παρουσία της Ελευθερίας, προς την οποία ορκίζονταν οι συνωμότες-αγωνιστές, όλοι εκείνοι που συμμετείχαν σε μυστικές οργανώσεις, είτε στην προεπαναστατική Ελλάδα είτε κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της Αντίστασης, λανθάνει στους τελευταίους στίχους της «αντιστροφής»: «τον φριχτότατον όρκο/ το φρικτότερο σκότος/ το φρικτό παραμύθι». Η κρυπτικότητα της γραφής στην περίπτωση αυτή εξυπηρετεί τις ποιητικές προθέσεις, καθώς οι λέξεις, με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται, παράγουν έναν άλλο λόγο, δίνουν στα συμφραζόμενα τη διάσταση που έχει στο νου του ο ίδιος ο ποιητής. Ο Δ. Μπαγέρης παρατηρεί: “Ας ξανασκεφτούμε πως το ποίημα Μπολιβάρ γράφεται κατά τη διάρκεια της Κατοχής και ας διαβάσουμε την ‘αντιστροφή’ με την ομόηχο αγγλική λέξη ‘free’ εις αντικατάστασιν της ελληνικής συλλαβής ‘φρι’”. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, αυτό το κρυπτογραφικό παιχνίδι ήταν κι ένας τρόπος να μιλήσει ο ποιητής για έννοιες υψηλές, για ιδανικά υψηλά και επικίνδυνα. Τη σύνδεση, τέλος, της «αντιστροφής» με το συνωμοτικό πνεύμα του ευρωπαϊκού και ελληνικού εταιρισμού του δέκατου ένατου αιώνα, υποδεικνύει και το δοξαστικό πνεύμα της «Ε π ω δ ο ύ» που ψάλλεται από χ ο ρ ό  ε λ ε υ θ ε ρ ο τ ε κ τ ό ν ω ν

  • ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Επιλογή)
  • Τάσος Βουρνάς, Φιλική Εταιρία, Εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1959.
  • Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, Η Φιλική Εταιρία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα 2007.
  • Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Η εμφάνιση της σύγχρονης πολιτικής σκέψης στη Νεότερη Ελλάδα, Τα Ιστορικά, Ιούνιος 1989.
  • Iωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Iστορικόν περί της Φιλικής Eταιρίας, Nαύπλιον 1834.
  • Δημήτρης Βλαχοδήμος, Διαβάζοντας το παρελθόν στον Εγγονόπουλο, Αθήνα, Ίνδικτος 2006.
  • Δημήτρης Παγέρης, «Ο Freeχτότατος όρκος του Νίκου Εγγονόπουλου. Η αγάπη για την ελευθερία μας έφερε εδώ», Προθήκη 28, Μάιος 2005.
  • Ο Μιχάλης Κ. Άνθης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας και διδάσκει στην Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά
 

Tags:

1821. Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού

  • ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1838 ΤΕΛΕΤΗΣ, ΕΠΕΤΕΙΟΝ ΗΜΕΡΑΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΑΓΩΝΟΣ.

1. ΤΗΝ 25 Μαρτίου (6 Απριλ.) κατά την ανατολήν του ηλίου θέλουν ριφθή 25 κανονοβολισμοί, εις δε την πόλιν θέλει παίξει η στρατιωτική μουσική εωθινά άσματα.

2. Περί την 8 ώραν το πρωί θέλουν μεταβή όλα τα στρατεύματα της φρουράς ένοπλα εις τας προσδιορισθησομένας επί τούτω θέσεις.

3. Την 9 ώραν θέλουν παρευρεθή εις τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης, όπου θέλει ψαλή δοξολογία:

α. Αι Α.Α. Μ.Μ. ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα.

β. Οι Γραμματείς της Επικρατείας.

γ. Το Συμβούλιον της Επικρατείας.

δ. Η Ιερά Σύνοδος.

ε. Ο Άρειος Πάγος.

ς. Το Ελεγκτικόν Συνέδριον.

ζ. Ο Πρύτανις και οι Καθηγηταί του Πανεπιστημίου.

η. Ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελεύς και τα μέλη των εν Αθήναις Εφετών.

θ. Ο Γενικός Ταμίας.

ι. Ο Διοικητής Αττικής.

ια. Ο Ανώτερος Φρούραρχος Αθηνών, και οι εν τη πρωτευούση ευρισκόμενοι ανώτεροι αξιωματικοί ξηράς και θαλάσσης.

ιβ. Οι Υπουργικοί Σύμβουλοι, Πάρεδροι και λοιποί υπάλληλοι των Γραμματειών.

ιγ. Ο πρόεδρος, ο Εισαγγελεύς και τα μέλη των εν Αθήναις Πρωτοδικών.

ιδ. Ο Πρόεδρος της επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου, και ο Εκκλησιαστικός Ταμίας.

ιε. Ο Γενικός Διευθυντής των Ταχυδρομείων.

ις. Ο Διευθυντής της Βασιλ. Τυπογραφίας και Λιθογραφίας.

ιζ. Ο Δήμαρχος Αθηνών μετά του Προέδρου και των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου.

4. Τα στρατεύματα θέλουν παραταχθή κατά διπλήν σειράν περί τον Ναόν.

5. Τελουμένης της δοξολογίας θέλουν ριφθή 25 κανονοβολισμοί.

6. Περί την μεσημβρίαν τα εν τω λιμένι Πειραιώς ευρισκόμενα Βασιλικά πλοία έχοντα αναπετταμένες τας σημαίας των θέλουν χαιρετήσει με κανονοβολισμούς.

7. Εις την δύσιν του ηλίου θέλουν ριφθή 25 κανονοβολισμοί.

8. Το εσπέρας θέλει παίξει εις την πόλιν η στρατιωτική μουσική.

  • επιμέλεια: ΜΑΡΘΑ ΠΥΛΙΑ, Η ΑΥΓΗ, Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009
 

Tags: