RSS

Σοφία Βέμπο, η φωνή της Νίκης στα δικά μας «εθνικά» αυτιά

23 Oct
  • Τι αισθάνονται οι σημερινοί άνθρωποι στο άκουσμα των τραγουδιών που έμειναν αξέχαστα
  • Tου Νικου Βατοπουλου, Η Καθημερινή, Σάββατο, 23 Oκτωβρίου 2010

Οσο κι αν η Σοφία Βέμπο είναι για τα δικά μου αυτιά, τα τραγούδια της μεταπολεμικής Ελλάδας, κάθε 28η Οκτωβρίου συγκινούμαι με τα «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά». Ισως γιατί όταν πήγαινα στο δημοτικό και συμμετείχα σε σχολικές εορτές, η λήξη του πολέμου ήταν μόνο 20-25 χρόνια πίσω, σαν να μιλάμε σήμερα για το 1985.

Η Βέμπο ήταν μία ηρωίδα για τα παιδιά της δικής μου γενιάς, μια ηρωίδα απτή, γιατί την είχαμε δει και στο «Αλάτι και Πιπέρι» του Φρέντυ Γερμανού. Τη βλέπαμε σαν μια εκκεντρική φιγούρα, ξέραμε ότι το σπίτι της ήταν κάπου στη Στουρνάρη, η Βέμπο ήταν ένα κομμάτι μιας μεγάλης Ελλάδας. Σε αυτήν την Ελλάδα χωρούσαν και τα νιάτα των γονιών μας, γι’ αυτό ίσως για μένα το «Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσει η ζωή» μου θύμιζε πάντα κάποιο δρομάκι στην Κυπριάδου.

Ωστόσο, η Βέμπο ήταν η τραγουδίστρια της Νίκης. Η ιδιότητα αυτή την ανέβαζε μία σκάλα πάνω από τις άλλες δημοφιλείς ερμηνεύτριες του ελαφρού τραγουδιού που άκουγαν όλοι και που ακούγαμε και εμείς οι νεότεροι σε ραδιοφωνικές εκπομπές του Β΄ Προγράμματος. Η Βέμπο διέφερε. Εκείνη, ήταν «παλικάρι». Ισως βοηθούσε η «περίεργη» εξωτική ομορφιά της, με τα μαύρα, πυκνά μαλλιά και το ευθύβολο βλέμμα. Η Βέμπο ενσάρκωνε μία Μπουμπουλίνα του ’40, γνώριμη και οικεία. Εμπαινε σε κάθε σπίτι. Νοικοκυρές μαγείρευαν και σιγοτραγουδούσαν μαζί της.

Σήμερα, η Σοφία Βέμπο ανήκει σε μια Ελλάδα που γλιστράει πίσω στον χρόνο. Αναρωτιέμαι πόσο «μουσειακά» να είναι τα τραγούδια της στα πολύ νεανικά αυτιά. Για τα παιδιά του 2010, η Βέμπο ανήκει στην εποχή της γιαγιάς ή της προ-γιαγιάς, ανήκει σε μία εποχή που ενδεχομένως αδυνατούν να καταλάβουν.

Ωστόσο, τα τραγούδια της Νίκης επιβιώνουν. Προσπέρασαν τα ταγκό και τα βαλσάκια, που άρεσαν τόσο το 1950, προσπέρασαν τις δεκαετίες και επιβιώνουν σαν «λαϊκά» εμβατήρια. Είναι ένα επίτευγμα, αν θέλει κανείς να το δει με αυτόν τον τρόπο.

Σκέφτομαι ότι το 1940 η Σοφία Βέμπο ήταν τότε κοπέλα 30 ετών. Οπως οι συνομήλικές της, είχε την ατυχία να ζήσει την εμπειρία του πολέμου, που τσακίζει ζωές ή συνθλίβει όνειρα. Συχνά, απλώς τα καθυστερεί, τα μεταπλάθει, τους δίνει άλλο σχήμα. Η Βέμπο είχε «ανδρεία», θάρρος και ορμή ζωής. Στα μάτια εκατομμυρίων Ελλήνων, η Βέμπο υπήρξε μία «μάνα». Εμψύχωσε και χάρισε χαμόγελα και δάκρυα. Είχε ανάστημα και αυτό οι Ελληνες της το αναγνώρισαν.

AΠOΨH : Σήμερα στα τραγούδια της «ακούμε» τη μνήμη

Της Εφης Αγραφιωτη*

Tο 1933 που πρωτοτραγούδησε ήταν η πρώτη χωρίς πρότερη σχέση με το λυρικό θέατρο, οι ερμηνείες της κάθε άλλο παρά το θύμιζαν! Εκφραστική και αντισυμβατική ντιζέζ, με φωνή «αντρική», στον αντίποδα των αισθητικών κριτηρίων του ’30 στην Αθήνα. Αν και Βολιώτισσα μικρασιατικής καταγωγής, τη χαρακτήριζαν «τσιγγάνα», δηλαδή «ξεχωριστή, εξωτική».

Τι μας λέει σήμερα η περίπτωσή της; Η Βέμπο με τη δράση της ξεπέρασε την εφήμερη επικαιρότητά της! Αποτελεί ενδιαφέρουσα πινελιά του Μεσοπολέμου, υπερασπίζει χρώματα από τα δημοτικοφανή και τα ταγκό, μέχρι τα ανατολίτικα στη διαπασών, τα παράγωγα των… αμαρτιών μιας άτυχης κοινωνίας που ονειρευόταν κρυφά ηδονές και μεγάλα πάθη και ήθελε να ξεσπάσει, να απαιτήσει. Αυτό που υπογραμμίζει βέβαια το πέρασμά της από τη μουσική ιστορία μας είναι τα επικά τραγούδια που διαπέρασαν από το 1940 και εντεύθεν το κόκαλο του λαού. Ο Μίμης Τραϊφόρος είναι ο στιχουργός των περισσότερων. Γράφει ακατάπαυστα, παρακινούμενος από τις δισκογραφικές εταιρείες, που επεδίωκαν κερδοφορία από τη δυνατή του μανιέρα, στην περιγραφή, των συναισθημάτων της συζύγου, της αγαπημένης, της μάνας, που περιμένει τον γυρισμό των πολεμιστών και την επούλωση των τραυμάτων. Οι μουσικές είναι απλοϊκές, με εξαίρεση λίγες μελωδίες του Κώστα Γιαννίδη.

Η Βέμπο στον Εμφύλιο όρθωσε πεισματικά φωνή συμφιλίωσης, τα έβαλε με τη βασίλισσα Φρειδερίκη, ονομάτισε σε τραγούδι της τον ρόλο των συμμάχων, αυτό ενόχλησε τους Εγγλέζους, που πίεσαν να απαγορευτεί η μετάδοσή του! Ηχογράφησε συμβολικά τραγούδια που οι νέοι σήμερα δεν κατανοούν τη δύναμή τους, αλλά αναφέρονταν, π.χ., στα ξεριζωμένα παιδιά, που κατέφευγαν τότε στις ανατολικές χώρες κυνηγημένα, στο τεράστιο κόστος του πολέμου. Τραγούδησε την «πατρίδα», ντεμοντέ πλέον… Αν εξαιρέσουμε την επική εποχή του Θεοδωράκη, που βαστάει ακόμη.

Η Σοφία Βέμπο υπήρξε μια εμβληματική μορφή. Αξίζει να το θυμόμαστε.

Ποιος ακούει σήμερα τη Σοφία Βέμπο; Ολοι, την ημέρα της 28ης Οκτωβρίου. Αλήθεια, τι παραμένει δυνατότερο στα τραγούδια της; ακούμε σήμερα τον στίχο, τη μουσική; Μάλλον όχι. «Ακούμε» τη μνήμη που ανατρέχει στα βαθύτερα σημεία εναπόθεσης των ιδεών για την αέναη ανασύνταξη ενός λαού, που ανέκαθεν τραγουδούσε την παράξενη πατρίδα του.

* Η κυρία Εφη Αγραφιώτη είναι πιανίστρια και συγγραφέας.

AΠOΨH : Εν αρχή ην η φωνή…, μετά το εύρος του ρεπερτορίου

Του Κωνσταντινου Α. Λυγνου*

Kαθώς αναθυμάμαι τα όσα ξέρω για τη Βέμπο, διαπιστώνω ότι μετά 50 χρόνια και κάτι, διατηρώ τη σχεδόν φυσική ανάμνηση μιας φωνής από συγκεκριμένα τραγούδια στο ραδιόφωνο: Το «Χωριό μου χωριουδάκι μου» και το «Χωριάτα είμαι όλο γεια». Το ότι ανάμεσά τους δεν υπάρχει κανένα από τα πασίγνωστα τραγούδια του Πολέμου για τα οποία οι περισσότεροι τη θυμούνται ακόμη, έχει να κάνει με το είδος της μνήμης: η άφατη αλλά χαρακτηριστική ταυτότητα ενός συγκεκριμένου ήχου είναι κάτι τόσο ισχυρό που το νιώθει κανείς από ελάχιστες νότες, πριν καλά καλά καταλάβει τι ακούει.

Η ιδιότυπη αυτή φωνή, που ακουγόταν σχεδόν αντρική, έβαλε το ελληνικό τραγούδι σε έναν καινούργιο δρόμο και παράλληλα έφερε σε αμηχανία πολλούς από τους πρώτους άμεσους συνεργάτες της, μαζί και τους συνθέτες που της έγραφαν τραγούδια. Υπήρξαν και κάποιοι λίγοι «ειδικοί» που ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με αυτή. Σήμερα που η τραγουδίστρια της Νίκης αποτελεί κομμάτι μιας ιστορικής μνήμης και έκφραση μιας συγκεκριμένης ιστορικής ελληνικότητας, αυτά μοιάζουν λίγο περίεργα έως και γραφικά. Ομως, το καινούργιο, ακόμα και αν πετύχει πολύ γρήγορα, κάτι που κατάφερε η Βέμπο, δεν επιβάλλεται χωρίς αντιστάσεις.

Επί σχεδόν τρεις δεκαετίες, η Βέμπο αποτέλεσε την επιτομή του ελληνικού τραγουδιού περνώντας με την ίδια πειστικότητα σχεδόν από κάθε του ιδίωμα και στυλ. Ολες οι γνωστές «μεγάλες φωνές» του ελληνικού πενταγράμμου, όπως και εκείνη, έχουν αναγνωρίσιμη φωνή. Ομως συνήθως αυτή ταιριάζει σε ένα, δύο ή το πολύ τρία είδη. Νομίζω πως το εύρος του ρεπερτορίου της είναι εντυπωσιακό και, τουλάχιστον έως τώρα, ανεπανάληπτο.

Η δράση της στον πόλεμο και στην Κατοχή τη μετατρέπει σε εθνικό ίνδαλμα και την εκτοξεύει στο επίπεδο του ζωντανού θρύλου. Εδώ φωνή και ταλέντο, χαρακτήρας, προσωπικότητα και στάση ζωής, μουσικό και θεατρικό υλικό, γεγονότα και συγκυρία, συνεργούν σε ένα άλλο επίπεδο. Η ελληνικότητα της φωνής, από πριν δεμένη με μία συγκεκριμένη σκηνική παρουσία, αποκτά καινούργιες συναισθηματικές και συμβολικές φορτίσεις εξ αιτίας των κοσμοϊστορικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό είναι πια πολύ δύσκολο να εξεταστούν χωριστά επιμέρους καλλιτεχνικά ή μουσικά στοιχεία και οπωσδήποτε αδύνατο σε ένα σύντομο σημείωμα.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Α. Λυγνός είναι συνθέτης, εκδότης του περιοδικού «ΠΟΛΥΤΟΝΟν» και μέλος της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών.

 

Leave a comment