RSS

Monthly Archives: October 2010

Το νόημα της αντίστασης

  • Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ, Επτά, Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Ο ένας μετά τον άλλον φεύγουν από τη ζωή οι τελευταίοι εκπρόσωποι της γενιάς που έζησε τα δραματικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940, τον πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση, την εμπειρία του αντιφασισμού.

Στις νεότερες γενιές, που βρίσκονται αντιμέτωπες με πολύ διαφορετικά προβλήματα, η παλιά αντιπαράθεση φασισμού και αντιφασισμού φαίνεται σαν μια πολύ μακρινή υπόθεση. Ωστόσο, η εμπειρία του αντιφασιστικού αγώνα μεταβιβάζει στους μεταγενέστερους μια κληρονομιά ηθικο-πολιτικών αξιών, από τις οποίες μπορούν ακόμα και σήμερα να αντληθούν πολύτιμα διδάγματα.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα μιας ομιλίας που έκανε ο ιταλός φιλόσοφος Νορμπέρτο Μπόμπιο (1909-2004) στο Πανεπιστημιακό Κινηματογραφικό Κέντρο του Τορίνο, στις 20 Απριλίου 1955.

Υπάρχουν ορισμένοι νέοι, όπως διαβάζω σε μιαν επιστολή που δημοσιεύτηκε στη φοιτητική εφημερίδα «Ateneo», οι οποίοι θα ήθελαν να ρίξουμε μια βαριά ταφόπετρα πάνω στην Αντίσταση, επειδή αυτή ήταν ένας «αδελφοκτόνος πόλεμος», λες και εκείνος ο οποίος υπερασπίζεται την ελευθερία θα μπορούσε να αναγνωρίσει σαν αδελφό του εκείνον που την καταργεί ή λες και εκείνος που υπέφερε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης θα μπορούσε να αναγνωρίσει σαν αδελφό του εκείνον που βοηθούσε στην πατρίδα τους ναζιστές να παρατείνουν την κυριαρχία τους στην Ευρώπη. «Αδελφοκτόνος» μόνο με την έννοια ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια. Τότε όμως όλοι οι πόλεμοι, και όχι μόνον η Αντίσταση, είναι αδελφοκτόνοι.

Θα ήθελα λοιπόν να προσκαλέσω έναν από αυτούς τους νέους, που επιδεικνύουν τόση σοφία, να πάει να διαβάσει μιαν από εκείνες τις φοιτητικές εφημερίδες που εκδίδονταν στην «ένδοξη» περίοδο του φασισμού, όταν αυτές οι εφημερίδες είχαν γίνει «πολιτικές», αλλά με την έννοια εκείνης της μοναδικής πολιτικής που άρεσε στους αξιωματούχους του φασιστικού καθεστώτος, και το κύριο καθήκον τους ήταν να επιτίθενται, με μεγαλύτερη οργή και μεγαλύτερο θράσος από όσο θα ήταν θεμιτό για αξιοσέβαστες εφημερίδες, εναντίον των εχθρών που τους υποδείκνυαν κάθε φορά αυτοί οι αξιωματούχοι. Αν δεν νιώσει ντροπή ή φρίκη, τότε σημαίνει ότι το μυαλό του είναι ερμητικά κλειστό στην κατανόηση των προβλημάτων της δημοκρατίας και της κοινωνικής προόδου. Αλλά αν κοκκινίσει από ντροπή ή έστω ξεσπάσει σε γέλια ή παραδεχθεί ότι τώρα μπορεί να γράφονται πράγματα που δεν είναι πάντοτε εξαιρετικά, αλλά δεν πέφτουμε πλέον στην τυφλή επιθετικότητα ή στην αγυρτεία που επικρατούσαν πριν από είκοσι χρόνια, αυτό σημαίνει ότι και αυτός ήδη αναπνέει, ακόμα και χωρίς να το αντιλαμβάνεται ή χωρίς να θέλει να το αναγνωρίσει, το νέο αέρα που δημιουργήθηκε από την Αντίσταση. Και αυτός ο αέρας που δημιουργήθηκε από την Αντίσταση είναι απλώς ο αέρας της ελευθερίας. Αν θα έπρεπε να πω συνοπτικά αυτό που διακρίνει ένα καθεστώς ελευθερίας από ένα καθεστώς σκλαβιάς, θα έλεγα ότι ενώ η σκλαβιά είναι μια συμφορά για όλους, ακόμα και για εκείνους που επωφελούνται από αυτήν, η ελευθερία είναι ένα όφελος για όλους, ακόμα και για εκείνους που την απορρίπτουν. Πέραν όλων των άλλων, εκείνοι που αρνούνται την ιταλική Αντίσταση πρέπει να αρνούνται και το μεγάλο ιστορικό κίνημα απελευθέρωσης, που συγκλόνισε όλη την Ευρώπη. Η ιταλική Αντίσταση είναι αλληλέγγυα με την ευρωπαϊκή Αντίσταση. Οι απολογητές του φασισμού ως εθνικής δόξας ας είναι βέβαιοι: ο φασισμός το 1943 είχε γίνει ένα κίνημα σχεδόν πανευρωπαϊκό και παντού συνώνυμο της βίας και του τρόμου.

Η Ιταλία είχε μιαν αδιαμφισβήτητη πρωτιά. Αλλά τη δόξα ότι είναι φασιστική χρειάστηκε έπειτα να τη μοιραστεί με τις άλλες χώρες. Ε, λοιπόν, η Αντίσταση αντιπροσωπεύει την ένταξη ενός μέρους των Ιταλών στην ευρωπαϊκή πάλη για την ελευθερία. Θέλουμε να απορρίψουμε την ιταλική Αντίσταση; Οφείλουμε τότε, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, να απορρίψουμε και την ευρωπαϊκή Αντίσταση. Αλλά όποιος απορρίπτει την ευρωπαϊκή Αντίσταση πρέπει να αναλάβει την ευθύνη να δηλώσει ότι το ιδεώδες του για την κοινωνική ζωή είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι φυλετικές διακρίσεις. Δεν θέλετε την Αντίσταση; Τότε θα θέλατε τον Χίτλερ. Η ιστορία είναι ένα πυκνό και δύσβατο δάσος, όπου μερικές φορές δεν υπάρχει παρά μόνον ένα μικρό μονοπάτι το οποίο οδηγεί στον ανοιχτό ορίζοντα. Στις κρίσιμες στιγμές μάς θέτει μπροστά σε σκληρές εναλλακτικές επιλογές. Ή από εδώ ή από κει.

Σε εκείνους που δεν θέλουν πλέον να γνωρίζουν για την Αντίσταση, επειδή στην Ιταλία τα πράγματα δεν βαδίζουν όπως θα έπρεπε, πρέπει να απαντήσουμε ότι η δική μας, όχι πάντοτε ευτυχής, παρούσα κατάσταση εξαρτάται από έναν μόνο λόγο: Από το ότι δεν έχουμε ακόμα διδαχθεί ολόκληρο το μάθημα της ελευθερίας. Και καθώς η αρχή αυτής της νέας πορείας της ελευθερίας υπήρξε η Αντίσταση, πρέπει να συμπεράνουμε ότι τα βάσανά μας, αν υπάρχουν τέτοια βάσανα, δεν εξαρτώνται από το γεγονός ότι δεν την έχουμε ακόμα πλήρως υλοποιήσει. Επειτα από δέκα χρόνια, τώρα μόνον αρχίζουμε να κατανοούμε σε πόσες πελώριες δυσκολίες προσκρούει η ζωή ενός ελεύθερου καθεστώτος. Εχουμε μάθει ότι ένα καθεστώς σκλαβιάς, όταν έρχεται η στιγμή επιδείνωσης της κρίσης του, μπορεί να χαθεί μέσα σε λίγο χρόνο, αλλά, για να εδραιώσουμε την ελευθερία, χρειαζόμαστε δεκαετίες. Για να σκοτωθεί ένας κακός αρκεί ένα κομμάτι σχοινί. Αλλά για να γίνει ένας άνθρωπος έντιμος, πόσες φροντίδες, πόσος μόχθος, πόσες θυσίες χρειάζονται! Και έπειτα, μερικές φορές, παρά την καλή θέληση, ούτε και αυτό κατορθώνεται. *

 
Leave a comment

Posted by on October 24, 2010 in 28 Οκτωβρίου 1940

 

Οι Αλβανοί στο έπος της Αλβανίας

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ

  • Οι παράπλευρες απώλειες στον πόλεμο του ’40
  • ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ/ ios@enet.gr Ο «ΙΟΣ» ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ: http://www.iospress.gr
  • Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Απ’ όλες τις συρράξεις της νεοελληνικής Ιστορίας, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41 παρουσιάζει μια μοναδική ιδιαιτερότητα: αν εξαιρέσουμε τις πρώτες μέρες μετά την ιταλική εισβολή, οι πολεμικές επιχειρήσεις διεξήχθησαν στην επικράτεια όχι των εμπολέμων αλλά ενός τρίτου λαού.

Από την προέλαση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία.

Από την προέλαση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία.

Κατειλημμένη στρατιωτικά από τον Απρίλιο του 1939, η γειτονική μας Αλβανία -και συγκεκριμένα οι νοτιότερες επαρχίες της- ήταν αυτή που μετατράπηκε σε πεδίο βολής και πηγή τροφοδοσίας των δύο στρατών.

Με εξαίρεση την ελληνική μειονότητα της περιοχής, κι αυτή κατά κανόνα στο ρόλο του χειροκροτητή των ελληνικών στρατευμάτων, ο άμαχος πληθυσμός αυτού του πολεμικού θεάτρου απουσιάζει συνήθως ολοκληρωτικά από τις επετειακές αφηγήσεις. Η ιδιότητά του ως «παράπλευρου» θεατή (κι όχι μόνο) των ελληνικών επιτυχιών δεν αρκεί, φαίνεται, για να τους εξασφαλίσει μια θέση σε μνημονικές τελετές οργανωμένες με βάση ένα μανιχαϊκό δίπολο όπου υπάρχουν μόνο «δικοί μας» και «εχθροί».

Κι όμως, αν ανατρέξει κανείς στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις όσων μετείχαν στο έπος του ’40, διαπιστώνει ότι οι σχετικές αναφορές κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Απομνημονεύματα κι ημερολόγια φαντάρων ξεχειλίζουν από πληροφορίες, άλλοτε λακωνικές κι άλλοτε γλαφυρότατες, για τους κατοίκους της περιοχής που μετατράπηκε σε θέατρο της ελληνοϊταλικής αναμέτρησης. Σε είκοσι τέτοιες μαρτυρίες, δημοσιευμένες την τελευταία τριακονταετία, βασίζεται το σημερινό μας αφιέρωμα. Τα πλήρη στοιχεία των βιβλίων δίνονται σε χωριστή στήλη.

  • Κρανίου τόπος

Πόλεμος σημαίνει πρώτα απ’ όλα πένθος και υλικές καταστροφές, και η Αλβανία του ’40 δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση.

«Περνούσαμε από χωριά εγκαταλειμμένα, βομβαρδισμένα και με πολλά σπίτια χαλασμένα από τις οβίδες, που έχασκαν σαν πληγές», θυμάται ένας κρητικός φαντάρος για την περιοχή της Κορυτσάς, το Δεκέμβριο του 1940. Λίγο παρακάτω, η Ερσέκα «ήταν ρημαγμένη από το βομβαρδισμό και εγκαταλειμμένη από κατοίκους. Μόνο ένα μαγαζάτορα είδαμε που πουλούσε ούζο» (Ρουμελιωτάκης, σ. 40 & 52). Ενας Ρουμελιώτης επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του: «Περάσαμε την πόλιν Ερσέκα, η οποία έχει καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς της εχθρικής αεροπορίας. Ωραία πόλις αλλά ακατοίκητος, μόνον ολίγους χωροφύλακας είδα να μένουν εκεί» (Νικολάου, σ.35).

Στις 7 Ιανουαρίου, ο ίδιος στρατιώτης επισκέπτεται την Πρεμετή: «Ωραία πόλις και μεγάλη. Εκεί είδα την θραύσιν της ελληνικής αεροπορίας, είδα υπόστεγα, κτίρια, αυτοκίνητα και όπλα και διάφορον υλικόν αποτεφρωμένον στον δρόμο». Την επομένη, η πόλη χτυπιέται (και) απ’ τους Ιταλούς: «Το απόγευμα πήγαινα προς το Πρεμετί, αλλά ο Θεός και η Παναγία φύλαξαν και άλλαξα δρόμον διότι το Πρεμετί κάηκε από τις βόμβες των ιταλικών αεροπλάνων» (Νικολάου, σ. 48-9).

Η Κορυτσά, επίσης, «είναι αρκετά βομβαρδισμένη. Πολλά σπίτια δεν είναι παρά ερείπια» (Δασκούλης σ. 67). «Νύχτα φτάσαμε στην έρημη και κατεστραμμένη από τις μάχες Βίγλιστα», θυμάται ένας μεταγωγικός. «Εκεί κοιμηθήκαμε ομάδες-ομάδες, με τα όπλα αγκαλιά, διαλέγοντας όποιο σπίτι μας άρεσε» (Κάρης, σ. 14). Στις 21 Φλεβάρη, ένας πειραιώτης πυροβολητής αντικρίζει την Πέστανη «με τα κατάλευκα σπιτάκια της». Τρεις βδομάδες μετά, «η Πέστανη είναι τελείως κατεστραμμένη από τα πυροβολικά και των δυο αντιπάλων» (Καρατζίκας, σ. 95 & 111).

«Περνάμε το πρώτο αλβανικό χωριό», σημειώνει στις 3.12.40 στο ημερολόγιό του ο λαογράφος Δημήτρης Λουκάτος. «Το βαρύ πυροβολικό τούχει γκρεμίσει τα πρώτα σπίτια. Γκρεμισμένοι ξώτοιχοι αφήνουνε το μάτι να φθάσει ως όλα τα ενδότερα» (σ. 76). Ενας πρόσφυγας πιτσιρικάς περιγράφει, πάλι, «τον τρόμο και τη φρίκη που είχαν σπείρει τα βομβαρδιστικά μας στο Πόγραδετς» (Σίσκος, σ. 83).

«Η Κλεισούρα είναι ένα μεγάλο χωριό με μεγάλα κτίρια», θυμάται ένας πατρινός ανθυπολοχαγός. «Εχει όμως καταντήσει ένα ερείπιο. Εχει κατακαεί κι είναι καταμαυρισμένο από τις βόμβες Ελλήνων και Ιταλών. Μαύρα χαλάσματα βλέπει μόνο κανείς και γύρω πλήθος τάφων των σκοτωμένων». Το Προγονάτι, πάλι, «ήταν κοντά στο μέτωπο και κτυπιότανε κι αυτό συνεχώς». Το ίδιο και «το απαίσιο Γκολέμι, χωριό μικρό, που πολλές φορές βομβαρδίστηκε από πυροβολικό ιταλικό και κυρίως από ιταλικά αεροπλάνα. Το χωριό κατήντησε ερείπιο και κατάμαυρο απ’ την μπαρούτη. Τάφοι μόνον υπάρχουν εκεί σκοτωμένων». Οσο για τη ζωή των αμάχων, διαφωτιστική είναι η περιγραφή του για το γειτονικό Παλιόκαστρο: «Οι κάτοικοι του χωριού με την πρώτη οβίδα τρέχουν όλοι σε κάτι σπηλιές, που ‘ναι στην άκρη του χωριού» (Αναστασόπουλος, σ. 80, 64, 60 & 57).

Υπάρχει, τέλος, η εσωτερική προσφυγιά. «Καθ’ όλην την πορείαν αυτήν, ησθάνθην άλγος διά τους επιστρέφοντας πρόσφυγας εις τα χωρία των, τους οποίους εξηνάγκασαν οι Ιταλοί να εγκαταλείψουν», σημειώνει στις 23.11.40 ένας μικρασιάτης πεζικάριος (Κουτσοδόντης, σ.29), ενώ ο Δημοσθένης Ζαδές είναι πιο γλαφυρός: «Είχα δει το δράμα των ανθρώπων των χωριών, που φορτώνανε στις ράχες τους ή στα ζα, ό,τι προφταίνανε απ’ το πριν λίγες μέρες χαρούμενο νοικοκυριό τους και φεύγανε σ’ αντίθετη κατεύθυνση από κείνη που πηγαίναμε εμείς. Παίρνανε το δρόμο της προσφυγιάς, γιατί ο πόλεμος πάτησε το χωριό τους. Για “λόγους στρατηγικούς” έπρεπε να φύγουνε» (σ. 40).

Η Ελλάδα του 1940 δεν ήταν καμιά πλούσια χώρα, με μοντέρνες υποδομές και ανέσεις. Στους φαντάρους της, όμως, η ανέχεια της αλβανικής υπαίθρου προκαλεί πραγματικό σοκ.

«Δυστυχία και συφορά που δεν την φαντάζεται άνθρωπος δέρνει τον κόσμο εδώ», σημειώνει στις 3.12.40 ένας επιστρατευμένος δικηγόρος. «Αυτοί δεν βλέπουν θεού πρόσωπο ούτε διαβόλου. Εχω λεφτά στην τσέπη μου. Θέλω ν’ αγοράσω κάτι. Να βρω τσιγάρα. Ενα τσάι. Ενα φάκελο. Αστεία πράματα. Τα λεφτά είναι ολότελα άχρηστα. Μια κότα ζήτησα χωρίς να ξέρω πού θα τη βράσω και τα λεφτά μας δεν τα παίρνουν οι Αρβανίτες. Τρομερό πράμα». Και παρακάτω: «Χοιρινό, κότα, πρόβατο, πρέπει να βάλης κυάλι για να ιδείς. Δεν υπάρχουν. Μπακάλικο-καφενείο, καλέ τι λες. Ούτε ακίνητα δεν υπάρχουν» (Γκοτσίνας, σ. 44 & 46).

Τις παρατηρήσεις του συμμερίζονται κι άλλοι φαντάροι, λιγότερο επηρεασμένοι απ’ τον αστικό πολιτισμό. «Η Ελλάς διαφέρει κατά πολύ της Αλβανίας, βλέπει κανείς χωριουδάκια περιποιημένα και όχι τα χάλια των αλβανικών», παρατηρεί ένας τσαγκάρης απ’ το Δίστομο (Νικολάου, σ. 92). Κι ένας δάσκαλος συμπληρώνει για τα περίχωρα της Κορυτσάς: «Το μέρος φτωχό κι ο κόσμος φτωχός. Σε πολλά χωριά δε βρίσκομε σχολειό» (Σίσκος, σ. 37).

Αλβανόφωνο χριστιανικό χωριό, η Λέσνια «ήταν δίπλα στο δρόμο κι από πάνω του περνούσαν τα ηλεκτροφόρα σύρματα της Κορυτσάς, αλλά τα δικά του σπίτια δεν είχαν ούτε λάμπα πετρελαίου. Τα σπίτια ήταν από τα χειρότερα αγροτόσπιτα, κεραμίδια δεν είχαν και το πάτωμά τους ήταν πασαλειμμένο με σβουνιές βοδιών. Το τελευταίο αυτό ίσως νάταν και μόνωση» (Μιχελίδης 1984, σ. 77-8).

Υπάρχουν, βέβαια, και προνομιούχοι: «Εγώ θάβρισκα σπίτι για τους αξιωματικούς και για μένα. Ηταν ένα μεγάλο σπίτι, αρχοντικό. Είχε δυο οντάδες μεγάλους. Βρήκα και φωτιά αναμμένη. Ευλογία θεού. Ο νοικοκύρης, ένας καλοπερασμένος Αλβανός -έδειχνε προύχοντας εδώ- μας δέχτηκε με κάποια προσήνεια, μα το μούτρο του μου φάνηκε πονηρό και παλιάνθρωπος ο ίδιος» (Γκοτσίνας, σ. 121).

  • Φτώχεια κι επιτάξεις

Η ανάγκη στέγασης, θέρμανσης και τροφοδοσίας δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών επιβαρύνει φοβερά αυτές τις οριακές ισορροπίες. Το ημερολόγιο του δικηγόρου Γκοτσίνα, λοχία εφοδιασμού στο μέτωπο, είναι από κάθε άποψη αποκαλυπτικό:

*«7.12.1940. Επρεπε να βρω κρέας για το λόχο. Αύριο Κυριακή. Οι Αρβανίτες δεν έχουν τίποτα λεν. Σκα, δεν έχει. Ολο σκα ακούς. Χρειάζεται ζόρι. Ο,τι έχουν το κρύβουν και τους προσφέρουμε καλή πληρωμή. Ψάχνοντας στα καλύβια είχα και τον Στέλ. κοντά μου με όπλο για κάθε ενδεχόμενο. Ανακάλυψα ένα κοπαδάκι αρνοπρόβατα, καμιά 25. Ξέκοψα 4 αρνιά. Αρβανίτες, Αρβανίτισσες, φωνή και κακό απ’ έξω. Ούτε ξέρω τι λέγουν. Πού να ξέρω; Τα πήγα να τα φυλάξω. Θα τα σφάξουμε αύριο» (σ. 55-6).

*«11.12.1940. Κρέας αδύνατον να βρεθεί. Οσα σφαχτά δεν κατάκοψε προελαύνοντας ο στρατός μας, τα εξαφάνισαν τρομοκρατημένοι οι Αρβανίτες. Σκα λοιπόν όπου ρωτούμε» (σ. 68).

*«26.12.1940. Βρήκαμε με κόπο και με μάχη μερικά σπίτια. Ο λόγος γιατί α) ήταν κι άλλος στρατός στο χωριό και β) έψαχναν και άλλοι σχηματισμοί για σπίτια. Εκανα ό,τι μπορούσα να βρω σπίτια, εφαρμόζοντας όλους τους τρόπους στους Αρβανίτες» (σ. 122-3).

«Αλλοι μας κοιτούσαν σαν θεούς και άλλοι σαν δαίμονες, ιδίως όταν σε λίγο τμήματά μας δήμευαν ολόκληρα μπουλούκια ζώων τους και τους μοίραζαν για αποζημίωση ελληνικά χαρτονομίσματα», θυμάται πάλι ένας μεσσήνιος συνάδελφός του, μιλώντας για φαινόμενο που «έφτανε στα όρια της αρπαγής» (Παναγιωτόπουλος, σ. 171).

Εκτός απ’ την επίσημη επιμελητεία, υπήρχε φυσικά και η ανεπίσημη: «Η καθημερινή πείνα ζορίζει. Πάρα πολλοί φαντάροι που δεν αντέχουν σ’ αυτό το μαρτύριο κάνουνε παγάνες στη γύρω περιοχή και αγοράζουν ό,τι βρουν: καλαμπόκι, στάρι κτλ. Ομως οι πιο πολλοί είναι απένταροι και κατ’ ανάγκη ή πρέπει να υποφέρουν ή να κλέψουν. Γι’ αυτό περιτριγυρίζουν τις ιδιότυπες μυτερές καλαμποκοαποθήκες των χωρικών που είναι έξω από τα σπίτια και αρπάζουν καλαμπόκια. Οι χωρικοί διαμαρτύρονται και το τάγμα αναγκάστηκε να βγάλει περιπολίες και σκοπούς» (Μιχελίδης 1977, σ. 53).

Παρόμοια περιστατικά διανθίζουν κάθε αφήγηση. «Η αλήθεια είναι ότι εμείς εκεί πίσω δεν πεινάσαμε», εξομολογείται ένας ακαρνάνας ημιονηγός. «Βρίσκαμε κι από καμιά γίδα. Τις εψέναμε στις σπηλιές» (Κραμπής, σ. 29). «Προτού καλά καλά φέξει», αφηγείται ένας άλλος, «ευρυτάνες θηρευτές της νύχτας είχαν έτοιμο, περασμένο στη σούβλα σφάγιο και άναβαν φωτιά. Ολοι συνένοχοι στην επιλήψιμο αυτή ενέργεια» (Λόης, σ. 47). Ο δάσκαλος, πάλι, είναι σχεδόν συνθηματικός: «Τα αρνιά κι οι κότες κάνουν φτερά. Ή καλύτερα στα δεύτερα πέφτουν τα φτερά…» (Σίσκος, σ. 49).

Τις συνέπειες τις υφίστανται, ως συνήθως, οι πιο αδύναμοι: «Ενας γεροντάκος, με χαλασμένο το ένα μάτι, Αλβανός, με σταματάει στο δρόμο μου: “Πεινώ, παιδάκι μου. Ψωμί ντεν έχει”. Του λέω να ‘ρχεται στο Τάγμα, να του δίνω. Μου περισσεύει η κουραμάνα και το φαΐ» (Λουκάτος, σ. 222 & 244).

Δεν είναι όμως μόνο η τροφή. Ο δριμύτατος χειμώνας επιβαρύνει κι αυτός, με τον τρόπο του, τις τοπικές κοινωνίες: «5.12.1940. Κοιμήθηκα ωραία και ζεστά. Είχε μπόλικη φωτιά γιατί τα ξύλα και οι φράχτες των Αλβανών ρημάζονταν, όπου στεκόμαστε» (Γκοτσίνας, σ. 53). «Η διμοιρία αφού πρώτα έκαψε όλα τα ξύλα που είχε μαζεμένα για το χειμώνα ο Κυριάκος, άρχισε ύστερα να καίει και τους φράχτες από τους κήπους του. Κι όταν τέλειωσαν και οι φράχτες, κόβανε και τα δέντρα που ήταν γύρω από το σπίτι του. Εβλεπε ο Κυριάκος και πονούσε η καρδιά του. Μα τι νάκανε;» (Τσάρος, σ. 72).

Εκτός από αγαθά, ο πόλεμος όμως χρειάζεται κι ανθρώπους. «Δεν θέλαμεν πλέον να μείνωμεν εις το χωρίον, διότι όλα τα στρατεύματα ανεχώρησαν εις το μέτωπον και εφοβήθημεν τους κατοίκους. Ως εκ τούτου, κατορθώσαμεν να επιτάξωμεν 5 βοϊδάμαξα και αναχωρήσαμεν», σημειώνει στο ημερολόγιό του ένας πεζικάριος (Κουτσοδόντη, σ. 30). Ενας συνάδελφός του, πάλι, περιγράφει μια πιο σύνθετη διαδικασία: «Ο ανθυπασπιστής μου είπε να πω στον Αλβανό να έρθει ως οδηγός μας και πρόσθεσε να τον βάλω μπροστά και αν επιχειρήσει να το σκάσει ο Αλβανός να τον σκοτώσω […] Ο Αλβανός οδηγός μου είπε να του δώσω ένα σημείωμα ότι τον χρησιμοποιήσαμε ως οδηγόν για να το δώσει στον Πρόεδρο του χωριού του να μεταβεί στην έδρα της 1ης Μεραρχίας για να πάρει αποζημίωση» (Παπαδήμος 1989:20-1).

  • Εργασία κι αγγαρεία

Τη λεπτομερέστερη περιγραφή παραθέτει οι Λουκάτος: «Το σούρουπο μαζεύονται στο Τάγμα όλοι οι Αρβανίτες του χωριού. Τους μαζεύει κάθε νύχτα το Τάγμα, και τους στέλνει υποχρεωτικά να κόψουν κορμούς δέντρων στο βουνό, για αμυντικά έργα. Καλούμε το πρωί το Μουχτάρη και του λέμε: “Απόψε θέλουμε 40 εργάτες”. Ο Μουχτάρης διαμαρτύρεται: “Το εργκατικό ντεν έχει τόσο πολύ. Εχει άρρωστο. Εχει πάει Κορύτσα”. Εμείς επιμένουμε. “Αν δεν μαζωχτούν τόσοι ως το βράδυ, στέλνομε τον λοχία, με όπλα και χειροβομβίδες, να τους μαζέψει με τη βία. Πρέπει όλη νύχτα να πάνε στο βουνό”. Στρατολογούμε όλες τις ηλικίες, από 12 χρόνων ως 60» (σ. 220).

Εξίσου εύγλωττο το τέχνασμα που επιστρατεύτηκε όταν οι χωρικοί κρύφτηκαν για ν’ αποφύγουν την αγγαρεία: «Αύριο, λέμε, πούναι Σάββατο, μπορεί όποιος θέλει να πάει στην Κορυτσά. Αυτό οι Αλβανοί το ποθούν, γιατί καιρός είναι που τους έχουν απαγορευτεί οι μετακινήσεις και γιατί θέλουν να ψωνίσουν, για τα σπίτια και τα μαγαζιά τους. Η Κορυτσά είναι η μόνη πολιτεία που έχουν να πάνε, κι ας απέχει 170 χιλιόμετρα. Οι άλλες (Ελβασάν-Βεράτι) είναι στα ιταλικά χέρια, και δεν μπορούν να περάσουν. Μαζεύονται λοιπόν, ανύποπτοι και χαρούμενοι, όλοι τους. Οι φουκαράδες. Δίνουν τα ονόματά τους για την άδεια και περιμένουν. Μα, ξαφνικά, γίνεται η “προδοσία”. Ετσι, όπως είναι, τους κατακρατούν όλους, και με συνοδεία τους παίρνουν στο βουνό για να δουλέψουν. Στενοχωριέμαι για λογαριασμό της Ελλάδος και κρύβομαι» (σ. 223).

Με το ζόρι ή εθελοντικά, δεν είναι λίγοι οι Αλβανοί που βγάζουν μεροκάματο. «Δουλειά τους είναι να μεταφέρουν στον ώμο τα τρόφιμα των προφυλακών, εκεί δηλ. που δεν μπορεί να πατήσει πόδι ζώου, να ξεθάψουν στρατιώτες από το χιόνι, να φέρουν στην πλάτη βαρέλια με κονιάκ για να ζεσταθούν τα τμήματα και το σπουδαιότερο ν’ ανοίξουν δρόμο. Γίνονται και οδηγοί και αγωγιάτες και κατάσκοποι» (Σίσκος, σ. 110).

Αφθονη δουλειά υπάρχει και για τις γυναίκες: «Χίλιοι πεντακόσιοι στρατιώτες σ’ ένα χωριό με ογδόντα σπιτάκια, είναι πολλοί. Οι γυναίκες σ’ όλα τα σπίτια έχουν μπουγάδα κάθε μέρα» (Σίσκος, σ. 77). Πανευτυχής που βρήκε λύση, καθώς ήταν «μαθημένος να του τα δίνουν όλα στο χέρι», ο τσαγκάρης απ’ το Δίστομο σημειώνει πως για το πλύσιμο των ρούχων του πλήρωσε «3 δραχμές το κομμάτι» (Νικολάου, σ. 33-4 & 70).

  • Μεταξύ κατακτητών

Με δεδομένα τα ήθη της περιοχής, αλλά κι επειδή ο φόβος φυλάει τα έρημα, οι Αλβανίδες -ιδίως οι νεότερες- δεν είναι και πολύ ορατές στους στρατιώτες. Στη θέα μιας πανέμορφης τριαντάρας, ένας λοχίας αποφαίνεται πως ο σύζυγός της «είχε δίκιο ο φουκαράς να τήνε κρύψει απ’ τα λαίμαργα μάτια των φαντάρων» (Ζαδές 1981, σ. 23). Δεν λείπουν κάποια περιστατικά φλερτ (Λουκάτος, σ. 244-61) ή ομαδικών βιασμών (Κραμπής 1991, σ. 27). Ως επί το πλείστον, όμως, οι αλβανομάχοι μένουν μάλλον με την όρεξη: «Με κόπο χώθηκε στο σπίτι του Μουχτάρη όλος ο λόχος μας, αφού τον υποχρεώσαμε να μαζέψη το χαρέμι του σ’ ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα. Οι σκλαβωμένες γυναίκες του όμως προσπαθούν με κάθε τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί μας» (Μιχελίδης 1977, σ. 43-4).

Η ιεραρχία καταστέλλει, άλλωστε, αυτού του είδους τις επαφές: «Ενας φαντάρος που θέλησε να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις με μια Αρβανιτοπούλα αφράτη, παχουλή, τιμωρήθηκε με σαράντα μέρες φυλάκιση από το στρατηγό» (Σίσκος, σ. 38).

Πόλεμος σημαίνει έρευνες της ελληνικής χωροφυλακής στα σπίτια για όπλα και κακοποίηση όσων διαμαρτύρονταν (Ρουμελιωτάκης, σ. 42), σύλληψη και παράδοση στο «γραφείο αντικατασκοπίας» κάθε χωρικού που κατηγορείται π.χ. ότι «προσπάθησε να δώσει σήματα με φακό σε διερχόμενο αεροπλάνο» (Κουτρολίκος, σ. 165). Με κάποιες εξαιρέσεις, πάντα: «Στην πόρτα του σπιτιού ήταν μια διαταγή της Γ’ Διοίκησης Ηπείρου, που έλεγε να μην πειράξει κανείς τον τάδε, γιατί είναι φίλος της Ελλάδας» (Ρουμελιωτάκης, σ. 51).

Η πλειονότητα του πληθυσμού, σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες, κρατά απέναντι στον ελληνικό στρατό μια στάση νομιμόφρονα μεν αλλά επιφυλακτική. «Κύριο συστατικό της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο χωριό», γράφει για την τρίμηνη παραμονή του στο Γαρδίκι ένας ηπειρώτης βοηθητικός, «ήταν ένας διάχυτος φόβος που δεν εκδηλωνόταν φανερά, τον διαισθανόσουν όμως από τη στάση των ανθρώπων, τα λόγια τους και τις αντιδράσεις τους. […] Ενιωθαν σκλάβοι, το είχαμε συνειδητοποιήσει αυτό, παρόλο που κανένας τους δεν πειράχτηκε. Το παράξενο ήταν πως τους Ιταλούς τους έβλεπαν με διαφορετικό τρόπο, τα αισθήματά τους ήταν φιλικά γι’ αυτούς, προδίδονταν ακόμα και στις κουβέντες τους. Φοβούνταν ίσως από μας και για το μέλλον του τόπου τους» (Νικολαΐδης, σ. 97 & 111).

«Είναι αλήθεια πως οι Αλβανοί δεν μας βλέπουν φιλικά», διαβάζουμε σ’ ένα ημερολόγιο. «Μας περιποιούνται κάπως, σαν κατακτητές, αλλά προτιμούν τους Ιταλούς από μας. Φαίνεται πως εκείνοι τους μεταχειρίστηκαν πιο φιλικά…». Στις αρχές Απριλίου, πια, «δεν βλέπουν την ώρα να ξεκουμπιστούμε από τον τόπο τους. Εχουνε και δίκιο. Γίναμε αφεντικά στον τόπο τους, εγκατασταθήκαμε στα σπίτια τους, τους φάγαμε ό,τι φτωχό είχαν (κότες, χοίρους, βόδια), τους κόψαμε τα δέντρα τους, τα ξύλα τους, ακόμα και τα πορτοπαράθυρά τους» (Λουκάτος, σ. 220 & 257).

Οι τίτλοι του τέλους θα πέσουν με την υποχώρηση: «Στ’ αρβανίτικα χωριά που περνάμε, δεν φαίνεται ψυχή. Εχουνε κρυφτεί ή φύγει οι χωριάτες, από φόβο. Ομως εμείς περνάμε ήσυχα και πολιτισμένα. […] Θα χαίρονται, σκέφτομαι, κι έχουν δίκιο. Ομως δεν θ’ απομείνουν ελεύθεροι. Σε δυο τρεις μέρες θα τους παραλάβει άλλο αφεντικό» (όπ. π., σ. 297).

  • Στα χαρακώματα της γλώσσας

Το γλωσσικό φράγμα δυσκολεύει κάπως τις επαφές μεταξύ ελλήνων φαντάρων και ντόπιων κατοίκων.

Ευτυχώς όμως υπάρχουν οι αρβανίτικες κοινότητες της νότιας Ελλάδας, με τη διάλεκτό τους ακόμη ζωντανή, οπότε δεν αργούν να βρεθούν μεταφραστές:

* «Χτύπησα την πόρτα και βγήκε ένας μεσόκοπος Αλβανός. Είπα σε δυο στρατιώτες που ήταν από το Κρανίδι και γνώριζαν αρβανίτικα να πλησιάσουν εκεί για να συνεννοηθούμε» (Παπαδήμος, σ. 19).

* «Ο Τάσος, που ήταν απ’ τα δικά μας τα Σουλιμοχώρια, ήξερε τ’ αρβανίτικα σαν τα ελληνικά, Θάκανε το διερμηνέα. Τον έβαλα, λοιπόν, ν’ αρχινήσει μια ψιλοκουβέντα με τον Πρόντα. Στην αρχή τούτος ξαφνιάστηκε πάκουσε να μιλάνε στη γλώσσα του τόσο καθάρια» (Ζαδές, σ.19).

* «Μας φέρνουν συνοδεία, στο Τάγμα, δυο πολίτες Αλβανούς. Είναι, λέει, αυτομόλοι σε μας, λιποτάκτες του ιταλικού στρατού. Θέλουνε να πάνε στα σπίτια τους, που είναι στα δικά μας μετώπισθεν. Τους περιεργαζόμαστε. Ενας δυο φαντάροι, που ξέρουν αρβανίτικα, βοηθάνε στην ανάκριση» (Λουκάτος, σ. 219).

Το 1940 δεν έχουν κλείσει ούτε τρεις δεκαετίες από τότε που η Αλβανία έπαψε ν’ αποτελεί τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνεννόηση με τους ηλικιωμένους βοηθάνε, έτσι, και τα τούρκικα: «Βγαίνει ένα γεροντάκι κατατρομαγμένο, του κάνουμε νόημα για κάτι φαγώσιμο, μάζεψε τους ώμους και με χέρια, με τις χειρονομίες μας είπε όχι, δεν έχω τίποτε», θυμάται ένας επιστρατευμένος γιαννιώτης δάσκαλος. «Τέλος επιστράτευσα τα λίγα τουρκικά που είχα μάθει υπηρετώντας δάσκαλος στα Μουσουλμανικά Σχολεία της Θράκης, στις Σάππες Κομοτηνής και στο Ωραίο Ξάνθης, τρία ολόκληρα χρόνια. Γλύκανε το πρόσωπο του γέρου με τα τουρκικά, πήγε οπίσω, μέσα στο σπίτι και μας έφερε αρκετή φακή και αρκετή μυζήθρα, αλμυρή φοβερά. Τον ευχαρίστησα και πάλι τουρκικά και φύγαμε νοικοκυραίοι» (Οικονόμου, σ. 50).

«Εννοείται πως όσοι ξέρουν τούρκικα ή είναι από τα περίχωρα της Αθήνας, που ύστερα από 115 χρόνια λευτεριά μιλούν ακόμα αρβανίτικα, αυτοί συνεννοούνται εύκολα», συνοψίζει απ’ την πλευρά του ένας μικρασιάτης πεζικάριος (Μιχελίδης, σ. 41).

Υπάρχουν, ωστόσο, και πιο πολύπλοκες καταστάσεις: «Το αφεντικό μας είναι Ρουμάνος και μιλάνε όλοι στο σπίτι τους, όπως και πολλές άλλες οικογένειες στο χωριό εδώ, βλάχικα. Βαβυλωνία γλωσσών κι εδώ στην Αλβανία» (Σίσκος, σ. 83).

Οι περισσότεροι φαντάροι θα χρειαστεί, φυσικά, ν’ αρχίσουν από τα στοιχειώδη. «Ενα κοριτσάκι, Αλβανιδούλα, μας πουλάει κάρτες και αναμνηστικά», σημειώνει στις 3.12.40 ο Λουκάτος. «Κουβεντιάζω μαζί της και μαθαίνω την πρώτη αλβανική λέξη.”Σκα” = δεν έχω» (σ. 80). Η εμπειρία είναι λίγο πολύ κοινή: «Η πρώτη λέξη του καχύποπτου Τουρκαλβανού είναι τούτη: “Σκα, ιτς, μωρέ στρατιώτη”. Που θα πει: δεν έχει τίποτα, διόλου» (Μιχελίδης 1977, σ. 41). «Οι Αρβανίτες, κάθε φορά που τους ζητούσαμε κάτι με πληρωμή, μας απαντούσανε με το χαρακτηριστικό “σκα”, δεν έχει» (Σίσκος, σ. 38).

Δίπλα στις ντοπιολαλιές των κατοίκων, οι επίσημες γλώσσες νικητή και ηττημένου δίνουν κι αυτές τη δική τους, ιδιότυπη μάχη: «Περνάμε το πρώτο αλβανικό χωριό. Ιταλικές επιγραφές, εδώ κι εκεί, θυμίζουν τον προηγούμενο κυρίαρχο. Τώρα θα μπούνε ελληνικές» (Λουκάτος, σ. 76). Στο νόημα έχει μπει ακόμη κι ένας πολύγλωσσος δωδεκάχρονος απ’ το Πόγραδετς: «Κάθε φορά που ζητάμε να μας εξηγήσει ιταλικά πράγματα του δωματίου, μας απαντάει: «Δεν ξέρεις ιταλικά… Τώρα ξέρεις ελληνικά…» (Σίσκος, σ. 83-4).

Πολύ πριν παρέμβει διοικητικά, το κράτος του – προσωρινού – νικητή δίνει άλλωστε το παρών, μέσω της κυρίαρχης ιδεολογίας: «Το βράδι, καθώς καθόμαστε γύρω από το τζάκι συντροφιά τις πιότερες φορές με τους νοικοκυραίους, οι έφεδροι αξιωματικοί, που είμαστε στα τρία τέταρτα δάσκαλοι, για να μην ξεχάσουμε και το επάγγελμά μας, μα και από κάποια γενικότερη εθνική υποχρέωση, αρχίζουμε στ’ Αρβανιτόπουλα τη διδασκαλία της καινούριας τους γλώσσας» (όπ. π., σ. 77).

  • ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Για το σημερινό «Ιό» χρησιμοποιήθηκαν τα παρακάτω ημερολόγια κι απομνημονεύματα πολεμιστών του 1940:

Δημήτρης Μιχελίδης, «Από την Κρήτη στην Αλβανία» (Αθήνα 1977) και «Οδοιπορικό από τον πόλεμο 1940-1941» (Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1984).

Θανάσης Τσάρος, «Γκρομπόβα 1940» («Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1980).

Μανόλης Ρουμελιωτάκης, «Γράμμα στο γιο μου (από τον πόλεμο της Αλβανίας)» («Πλέθρον», Αθήνα 1981).

Δημοσθένης Ζαδές, «Αλβανική ραψωδία» («Μνήμη», Αθήνα 1981).

Γιώργος Δασκούλης, «1940. Μια πορεία στο μέτωπο» (Αθήνα 1983).

Μίχος Κάρης, «10ος όρχος πυρομαχικών. Σελίδες ημερολογίου από το αλβανικό μέτωπο» («Τρία Φύλλα», Αθήνα 1984).

Ιωάννης Νικολαΐδης, «Μνήμες του ’40» (Ιωάννινα 1985).

Γιαννούλης Παναγιωτόπουλος, «Αντίλαλοι μιας εποχής» (Καλαμάτα 1986).

Χρήστος Λόης, «Από τις σελίδες της μνήμης (περιστατικά πολέμου 1940-1941)» (Παπαδήμας, Αθήνα 1987).

Δρόσος Κουτρολίκος, «Ελληνες οι ηττημένοι νικητές» (Αθήνα 1987).

Λεωνίδας Παπαδήμος, «Αναμνήσεις από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41» (Αθήνα 1989).

Γιάννης Κραμπής, «Στα χαρακώματα. Δεκαεννιά αυθεντικές μαρτυρίες πολεμιστών του 1940-1941» (Σύλλογος Απανταχού Φλωριαδιτών, Αθήνα 1991).

Γιώργης Οικονόμου, «Μνήμες και μνημόσυνα του ’40» (Ιωάννινα 1997).

Ευαγγελία Κουτσοδόντη, «Το ημερολόγιον ενός στρατιώτου» («Πελασγός», Αθήνα 2000).

Δημήτριος Λουκάτος, «Οπλίτης στο αλβανικό μέτωπο. Ημερολογιακές σημειώσεις 1940-41» («Ποταμός», Αθήνα 2001).

Μιχάλης Αναστασόπουλος, «Πόλεμος και αιχμαλωσία. Απομνημονεύματα 1940-1941» («Περί τεχνών», Πάτρα 2004).

Στάθης Γκοτσίνας, «Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία» («Βιβλιόραμα», Αθήνα 2006).

Τάκης Σίσκος, «Πολεμικές δόξες. Ελληνικό έπος στα βουνά της Β. Ηπείρου» («Ελίκρανον», Τίρανα 2007).

Μιλτιάδης Νικολάου, «Ημερολόγιο από το μέτωπο» («Κασταλία», Αθήνα 2007).

Βλάσης Καρατζίκας, «Ημερολόγιον εκστρατείας: Νοέμ. 1940 – Απρ. 1941» («Ερμής», Αθήνα 2007).

 
Leave a comment

Posted by on October 24, 2010 in 28 Οκτωβρίου 1940

 

Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της ειρήνης

  • Ειδήσεις, εκτιμήσεις και σχόλια που δημοσιεύθηκαν στις ελληνικές εφημερίδες κατά την 26η και την 27η Οκτωβρίου 1940, λίγες ώρες προτού κηρυχθεί ο πόλεμος

Ενα ειδύλλιο μεταξύ ηλικιωμένων που αντιμετωπίζεται σκωπτικά· ένας «Αγιος» που «παραμονεύει», αθέατος, στα μισοσκότεινα σοκάκια της μεγάλης οθόνης· ένας πολιούχος Αγιος και μια πόλη που πανηγυρίζει την απελευθέρωσή της, με τα αποκαλυπτήρια ενός βασιλικού ανδριάντα· τα θυρανοίξια μιας, γεμάτης συμβολισμούς, εκκλησίας σε προσφυγική συνοικία· το νέο βιβλίο ενός καταξιωμένου λογοτέχνη· μια κορυφαία ηθοποιός σε ρόλο μοιραίας γυναίκας· τα ανεκμετάλλευτα οικόπεδα της Αθήνας και η απειλή φυλάκισης των ιδιοκτητών τους· μπόλικες πλάκες σαπουνιού· οι βομβαρδισμοί του Αμβούργου και του Μπέρμιγχαμ· η κυβέρνηση Κουίσλινγκ στη Γαλλία και ένας… τούρκος προφήτης.

Το Σαββατοκύριακο της 26ης και της 27ης Οκτωβρίου 1940, όπως ξαναζωντανεύει μέσα από τις συλλεκτικές σήμερα σελίδες του Τύπου εκείνης της εποχής, έβριθε γεγονότων και αναλύσεων δίπλα στις εντός πλαισίου αναγγελίες για πρεμιέρες στο σινεμά και στο θέατρο, ελλείψει των ειδικών πολιτιστικών σελίδων που απέκτησαν πολλές δεκαετίες αργότερα οι ελληνικές εφημερίδες. Τα σύννεφα του πολέμου συγκεντρώνονταν πάνω από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και μόνο το δελτίο καιρού και οι διφορούμενες δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από την Ιταλία προμήνυαν ίσως τα μελλούμενα. «Καιρός άστατος νεφελώδης, μετά τινών ασθενών βροχών και καταιγίδων με μεγίστη θερμοκρασία τους 24 βαθμούς και ελαχίστη τους 17» κατέγραφε το καιρικό δελτίο, παραμονές της 28ης Οκτωβρίου. Την ίδια στιγμή, οι ιταλικές εφημερίδες «Τριμπούνα» και «Εσπερινός Ταχυδρόμος» του Μιλάνου έγραφαν ότι «στρατιωτικές εξελίξεις δεν θα αργήσουν να εκδηλωθούν» και «στρατιωτικά γεγονότα, αποφασιστικής σημασίας, προετοιμάζονται».

Στις πρώτες σελίδες του «Ελευθέρου Βήματος» καταχωρίστηκαν, τις δύο αυτές ημέρες, οι σφοδροί βομβαρδισμοί στο Αμβούργο και στο Μπέρμιγχαμ, από τη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία και τη Λουφτβάφε, αντιστοίχως, και η συνάντηση του Αδόλφου Χίτλερ και του γηραιού γάλλου στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν που, σύμφωνα με τον τίτλο, αφορά «καταρχήν συνεργασία για την ειρηνικήν οικοδόμησιν της Ευρώπης». Είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της προδοτικής κυβέρνησης του Βισύ, που συμπληρώνεται από τον διορισμό «του κ.Λαβάλ εις την θέσιν του υπουργού Εξωτερικών».

Στην εσωτερική επικαιρότητα κυριαρχούσε η έκκληση του «Εθνικού Κυβερνήτη Ιωάννου Μεταξά προς άπαντες» να συνδράμουν τους εράνους για τα συσσίτια των άπορων μαθητών και μαθητριών. Ταυτόχρονα η «Εθνική Κυβέρνησις» και ο δήμαρχος Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς καλούσαν όλους τους ιδιοκτήτες ανεκμετάλλευτων, καλλιεργήσιμων οικοπέδων να προσέλθουν για να τα δηλώσουν «έως το πρωί της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου», προκειμένου να αποδοθούν προς εκμετάλλευση και παραγωγή οπωροκηπευτικών. Οσοι δεν το έπρατταν απειλούνταν «με ποινή φυλάκισης και πρόστιμο έως 250.000 δραχμών». Για τον ίδιο σκοπό, ο Πλυτάς ζητούσε από «τους κατόχους τρακτέρ και αρότρων περιοχής πρωτευούσης» να διαθέσουν τα μηχανήματά τους ούτως ώστε να αξιοποιηθούν για την καλλιέργεια αυτών των οικοπέδων.

Στον Βόλο, η τοπική κοινωνία συγκλονιζόταν από ένα απροσδόκητο φονικό, καθώς ο Ιωάννης Τσούπρος από το χωριό Καλά Νερά τραυματιζόταν θανάσιμα και κατά λάθος από τον φίλο του Ευάγγελο Χριστογιάννη, ενώ είχαν βγει για καρτέρι, κυνηγώντας λαγούς. Ολόκληρη πάντως η χώρα συζητούσε, με σκωπτική διάθεση, το αναπάντεχο και ανοίκειο για τα ήθη της εποχής ειδύλλιο ανάμεσα σε δύο ηλικιωμένους, στη Δράμα, τον 80χρονο Γεώργιο Δαυλιάκο και την 75χρονη Παναγιώτα Σαββοπούλου, που θα ανέβαιναν τα σκαλιά της εκκλησίας. Ο χρονογράφος του «Ελευθέρου Βήματος» Παύλος Παλαιολόγος στο φύλλο της 26ης Οκτωβρίου κατακεραύνωνε τους «Φαρισαίους» και έγραφε χαρακτηριστικά: «Δύο συνοδοιπόροι που συναντώνται στην προτελευταία στάσι μιας μακρυνής διαδρομής. Ο τρόμος της μονώσεως φέρνει κοντά τον έναν στον άλλον. Γιατί να γελάσωμε εις βάρος τους;». Ο ίδιος πάλι, στο φύλλο της επομένης, σε χρονογράφημα με τίτλο «Νερό και Σαπούνι», και με αφορμή μια δωρεά για την ανέγερση και τη συντήρηση δημόσιων λουτρών στην Αθήνα, καθώς και την προμήθεια ικανών ποσοτήτων σαπουνιού, στηλίτευε τους «εθνικούς ευεργέτας που δεν υπήρξαν προσαρμοσμένοι στην ελληνική πραγματικότητα. Εκτισαν ακαδημίες για τους ακαδημαϊκούς του μέλλοντος, και όχι λουτρά για τους άπλυτους του παρόντος. Στα χωριά η κολυμβήθρα είνε το πρώτο και το τελευταίο μπάνιο. Ακόμη και στον προοδευτικό Βόλο, στα 12.000 σπίτια, τα 300 έχουν λουτρό».

Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων είχε τοποθετηθεί ο Λεωνής, του Γιώργου Θεοτοκά, «ένα βιβλίο της εφηβικής ηλικίας», ανήμερα τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου έκανε πρεμιέρα «Η κυρία Μποβαρύ, του Γκυστάβου Φλωμπέρ», με Εμμα Μποβαρύ τη Μαρίκα Κοτοπούλη, στα σινεμά παιζόταν η «Ρόδινη ζωή» με τη «γεμάτη χάρι,δροσιά, τσαχπινιά» Σίρλεϋ Τεμπλ και το «Αιώνια δική σου», με τον Ντέιβιντ Νίβεν και τη Λωρέττα Γιουγκ, «με τις ωραιότατες τουαλέτες της αμερικανικής μόδας», ενώ στο ραδιόφωνο ακουγόταν σε συνέχειες η οπερέτα «Τσιγγάνικο αίμα».

Η… προφητεία πάντως του διημέρου ερχόταν από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Ο τούρκος δημοσιογράφος και αναλυτής Ιτέμ Ιζέτ έγραφε στη «Σον Πόστα» ότι «ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι η Ελλάς θα υπερασπίση εις περίπτωσιν ανάγκης την ακεραιότηταν και την ανεξαρτησίαν της και παρουσιάζεται “ασπροπρόσωπος” έναντι του ευρωπαϊκού πολέμου. Φρονούμεν ότι η Ελλάς θα υπερνικήση τας δυσχέρειας και θα διαφυλάξη την τιμήν, την ακεραιότηταν και την ανεξαρτησίαν της».

  • Γιορτές, παρελάσεις και κινηματογραφικές πρεμιέρες

Το Σαββατοκύριακο της 26ης και 27ης Οκτωβρίου 1940 είχε ως επίκεντρο του ενδιαφέροντος τη Θεσσαλονίκη που γιόρταζε τον πολιούχο της και τη συμπλήρωση 28 ετών από την απελευθέρωσή της. Η κεντρική εκδήλωση περιελάμβανε τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, στην πλατεία Βαρδαρίου, από τον γενικό διοικητή Μακεδονίας- Θράκης Γεώργιο Κυρίμη και τον διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού Γεώργιο Τσολάκογλου, κατοπινό πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό.

Την Κυριακή, 27 του μηνός, οι πρόσφυγες της Σμύρνης, που είχαν εγκατασταθεί στα χωράφια και στα ρέματα κάτω από το Δουργούτι, ιδρύοντας τη Νέα Σμύρνη, είχαν τη δική τους εορτή. Χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου και ύστερα από χρόνια εράνων και οικοδομικών εργασιών, πραγματοποιήθηκαν τα θυρανοίξια της Αγίας Φωτεινής, με τον ευπρεπισμό των λειψάνων που είχαν κουβαλήσει οι πρόσφυγες από τις «χαμένες πατρίδες».

Στα σινεμά πάντως, και συγκεκριμένα τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, προγραμματιζόταν η θεαματική…εισβολή του «φόβου εγκληματιών και Αστυνομίας, ενός οφθαλμού που παραμονεύει άγρυπνα στα σοκάκια», του «Αγιου» Σάιμον Τέμπλαρ, που τον υποδυόταν ο ηθοποιός Τζωρτζ Σάντερς. Η πρεμιέρα της ταινίας αναβλήθηκε λόγω του πολέμου, για να πραγματοποιηθεί δύο ημέρες μετά, όταν σινεμά και θέατρα επαναλειτούργησαν «παρά την σβέσιν των φώτων», λόγω των ιταλικών αεροπορικών επιδρομών. Και δεν ήταν η μοναδική πρεμιέρα που μετατέθηκε, ματαιώθηκε ή αναβλήθηκε. Τα «σεβιλλιάνικα τραγούδια με την μαυριτανική ψυχή της Ιμπέριο Αρζεντίνα», που ήταν προγραμματισμένα να ακουστούν στο Τιτάνια,την ίδια ημέρα με την πρεμιέρα του «Αγιου», ματαιώθηκαν.Το «Ελεύθερον Βήμα» συνέχιζε πάντως τη δημοσίευση του καθημερινού ιστορικού αναγνώσματος,με θέμα τη ζωή,την πορεία και τις επιλογές της «Βασίλισσας Παρθένου» της Αγγλίας, Ελισάβετ Α΄. Ο τίτλος, κάτι παραπάνω από εύγλωττος: «Μια γυναίκα μέσα στη θύελλα».

 
Leave a comment

Posted by on October 24, 2010 in 28 Οκτωβρίου 1940

 

Εβδομήντα χρόνια από το μεγάλο «ΟΧΙ»

Στις 3.30΄τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Μεταξάς απορρίπτει το ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο. Το «ΟΧΙ» του γίνεται πράξη από τον στρατό που μάχεται στα σύνορα και από τον λαό, που διαδηλώνει ενθουσιωδώς. Την επομένη «Η Καθημερινή» κυκλοφορεί το πρώτο πλήρες πολεμικό φύλλο της. Ολόκληρο εκείνο το ιστορικό φύλλο προσφέρεται σήμερα ανατυπωμένο, συνοδευόμενο με άρθρα των ιστορικών Θάνου Βερέμη και Τάσου Σακελλαρόπουλου.

 
Leave a comment

Posted by on October 24, 2010 in 28 Οκτωβρίου 1940

 

Η μάχη του Στάλινγκραντ

  • Η συντριβή των Ναζί στην πόλη, το 1943, σηματοδότησε την αλλαγή ισορροπιώνστον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 67 χρόνια πριν

Tου Βαϊου Καλογρηα*

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεχώρισε η πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ενωση. Η γερμανική επίθεση στις 22 Ιουνίου 1941 («Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα») εγκαινίασε την ιδεολογική φάση του πολέμου, αφού οι κεντρικοί στόχοι του Χίτλερ, όπως είχαν διατυπωθεί άλλωστε στο διαβόητο βιβλίο του «Μάιν Καμπφ» (Ο Αγών μου), ήταν η κατάκτηση του πολυπόθητου «ζωτικού χώρου» στην ανατολή (μέχρι τα Ουράλια και τον Καύκασο), η εξόντωση, ο ξεριζωμός ή η μετατροπή σε σκλάβων των «Σλάβων υπανθρώπων», η μαζική εγκατάσταση Γερμανών αγροτών στη χερσόνησο της Κριμαίας και τη νότια Ουκρανία και ο περιορισμός των «απολίτιστων ρωσικών μαζών» στην Ασία. Η στρατιωτική και πολιτική συντριβή του «διεφθαρμένου», υποτίθεται, σοβιετικού καθεστώτος θα εξανάγκαζε, σύμφωνα με τον Χίτλερ, τη Μεγάλη Βρετανία να συνθηκολογήσει και θα εξασφάλιζε τη μελλοντική, δίχως όρια, κυριαρχία της «γερμανικής φυλής» στη «γηραιά ήπειρο».

Ο αγώνας κατά του «εβραιομπολσεβικισμού», επομένως, θα διέφερε ριζικά από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχε διεξαγάγει έως τότε η Βέρμαχτ στη Δυτική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Η διαταγή για την εκτέλεση των πολιτικών κομισαρίων του Κόκκινου Στρατού ήταν χαρακτηριστική. Η αποτυχία της κατάληψης της Μόσχας έκανε ωστόσο φανερό ότι η προφητεία του «Φύρερ» για συντριβή της Σοβιετικής Ενωσης πριν από τον χειμώνα δεν θα εκπληρωνόταν. Το φθινόπωρο του 1941 η Βέρμαχτ είχε κυριέψει μεγάλα τμήματα της Ουκρανίας (εκτός των άλλων και το Κίεβο), όμως οι Σοβιετικοί διέθεταν σημαντικές εφεδρείες και ο δριμύς ρωσικός χειμώνας έκανε απαγορευτική κάθε σκέψη για νέα γερμανική επίθεση – προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Το επόμενο έτος θα διεξαγόταν όμως μια από τις φονικότερες μάχες στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία θα έκρινε σε αποφασιστικό βαθμό τη σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων και θα αποκτούσε τεράστια συμβολική σημασία: η μάχη του Στάλινγκραντ.

  • Μια επιχείρηση με πολλαπλή στρατηγική σημασία

Την άνοιξη του 1942 οι Γερμανοί ετοιμάστηκαν για μια νέα καλοκαιρινή επιχείρηση, με σκοπό την κατάληψη των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου στον Καύκασο (Γκρόσνυ, Μπακού), ο έλεγχος των οποίων θα εξασφάλιζε την απρόσκοπτη συνέχιση του πολέμου. Για να έχει την άμεση εποπτεία της επιχείρησης, ο Χίτλερ μετέφερε στις 16 Ιουλίου το στρατηγείο του («Βέρβολφ») στην περιοχή της Βύνιτσα στην Ουκρανία και ανέλαβε προσωπικά την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση. Μετά τον χωρισμό της «Ομάδας Στρατιάς Νότου» στη βόρεια «Ομάδα Στρατιάς Α» και στη νότια «Ομάδα Στρατιάς Β» διέταξε την πρώτη από τις δύο ομάδες να διαλύσει τις εχθρικές δυνάμεις στο Ρόστοβ του Ντον, να κατευθυνθεί έπειτα στον Καύκασο, να καταλάβει την ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας και να προελάσει μέχρι την Τσετσενία και το Μπακού στην Κασπία Θάλασσα. Η δεύτερη από τις δύο ομάδες έλαβε την εντολή να κυριεύσει το Στάλινγκραντ και να διεισδύσει μέσω του Αστραχάν στον κάτω Βόλγα. Η διάσπαση της «Ομάδας Στρατιάς Νότου», σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη έναρξη των δύο επιχειρήσεων και την αποδέσμευση Μεραρχιών για την υποστήριξη της γερμανικής επίθεσης στο Λένινγκραντ, φανέρωνε τη διαρκή υποτίμηση της μαχητικότητας του Κόκκινου Στρατού από τον Γερμανό δικτάτορα.

Η επονομαζόμενη «Επιχείρηση Μπλε» ξεκίνησε με την επίθεση της «Ομάδας Στρατιάς Α» υπό τη διοίκηση του στρατηγού Εβαλντ φον Κλάιστ στην Κριμαία, που οδήγησε στην πτώση της Σεβαστούπολης και στην αιχμαλωσία πολλών χιλιάδων Σοβιετικών στρατιωτών. Στο Στάλινγκραντ, όμως, έμελλε να ταφούν τα γερμανικά όνειρα για κυριαρχία στην ανατολή. Η πόλη αυτή (450.000 κάτοικοι) είχε δεσπόζουσα στρατηγική σημασία, τόσο για τους Γερμανούς όσο και για τους Σοβιετικούς. Ηταν σπουδαίο βιομηχανικό κέντρο στις όχθες του Βόλγα και βασική εμπορική οδός από και προς τον Καύκασο. Επίσης έφερε το όνομα του μισητού εχθρού του «Φύρερ», γεγονός που θα έδινε στην αντιπαράθεση μια ιδιαίτερη προσωπική νότα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι διαταγές τόσο του Χίτλερ όσο και του πρώην συμμάχου του, Στάλιν, απέκλειαν ρητά κάθε σκέψη υποχώρησης.

Την επιχείρηση για την κατάληψη του Στάλινγκραντ ανέλαβε στις 23 Ιουλίου 1942 ο διοικητής της 6ης Στρατιάς της «Ομάδας Στρατιάς Β» στρατηγός Φρίντριχ φον Πάουλους (δεδηλωμένος θαυμαστής της «στρατιωτικής ιδιοφυΐας» του Χίτλερ), με την υποστήριξη μονάδων της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων υπό τον στρατηγό Χέρμαν Χοτ. Ας σημειωθεί ότι στην επιχείρηση συμμετείχαν στο πλευρό των Γερμανών ρουμανικά, ιταλικά και ουγγρικά στρατεύματα. Την υπεράσπιση της πόλης ανέλαβε η 62η Στρατιά του Κόκκινου Στρατού υπό έναν επαγγελματία αξιωματικό, τον στρατηγό Βασίλη Τσούικωφ. Ο τελευταίος είχε θεωρηθεί από τη σοβιετική ηγεσία υπεύθυνος για την ήττα της 9ης Στρατιάς στον πόλεμο κατά της Φινλανδίας και είχε πέσει σε δυσμένεια. Τώρα θα του δινόταν η ευκαιρία να αποκαταστήσει το στρατιωτικό του κύρος. Μια από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να διατάξει ένοπλα τμήματα της μυστικής αστυνομίας (NKWD), να συλλαμβάνουν και να εκτελούν χωρίς καθυστέρηση κάθε Σοβιετικό λιποτάκτη.

  • Η πολιορκία

Στις 23 Αυγούστου 1942 ξεκίνησε ο ανελέητος βομβαρδισμός του Στάλινγκραντ, αρχικά από τη γερμανική αεροπορία, προκαλώντας ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές με πολλά θύματα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Στάλιν επέτρεψε στον άμαχο πληθυσμό να εγκαταλείψει την πόλη που μεταβαλλόταν γοργά σε σωρούς ερειπίων. Στις 12 Σεπτεμβρίου τα στρατεύματα του φον Πάουλους εισέβαλαν στο Στάλινγκραντ· την ίδια κιόλας ημέρα ο επικεφαλής της 6ης Στρατιάς συνάντησε τον αρχηγό του Γ΄ Ράιχ και τον διαβεβαίωσε ότι η κατάληψη της πόλης θα ολοκληρωνόταν σε λίγες εβδομάδες. Η τύχη του σοβιετικού πληθυσμού ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο Χίτλερ είχε ήδη αποφασίσει την εξόντωση όλων των ανδρών και τον εκτοπισμό γυναικών και παιδιών.

Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1942, οι στρατιώτες του φον Πάουλους είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, γεγονός που οδήγησε τον Χίτλερ να δηλώσει δημόσια ότι επίκειται η πτώση του Στάλινγκραντ. Παρά τις συστάσεις του φον Πάουλους και άλλων ανώτερων στρατηγών, να διατάξει την υποχώρηση, επειδή ήθελαν να αποφύγουν την εμπλοκή του γερμανικού στρατού σε μάχες από σπίτι σε σπίτι, ο Χίτλερ αποφάσισε στις 6 Οκτωβρίου τη συνέχιση της πολιορκίας, υποκύπτοντας στο δέλεαρ της κατάκτησης της πόλης-συμβόλου της σοβιετικής αντίστασης. Οι αμείωτες επιθέσεις της γερμανικής αεροπορίας και του βαρέος πυροβολικού στη «σοβιετική ζώνη» του Στάλινγκραντ δεν απέδωσαν όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς τα ερείπια και τα χαλάσματα πρόσφεραν στους αμυνόμενους ιδανικές εστίες οχύρωσης, που με την υποστήριξη ελεύθερων σκοπευτών και την τοποθέτηση χιλιάδων ναρκών σε διάφορα οδικά σημεία, γίνονταν απροσπέλαστα. Για τους Γερμανούς στρατιώτες οι μάχες σώμα με σώμα, χειροβομβίδα με χειροβομβίδα, ήταν πλέον αναπόφευκτες. Οι Σοβιετικοί μετέβαλλαν υπόγεια και μισογκρεμισμένα κτίρια σε απόρθητα φρούρια, η κατάκτηση των οποίων από τους Γερμανούς προϋπέθετε υψηλό κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Το ηθικό των ανδρών της Βέρμαχτ άρχισε να φθίνει, όπως μαρτυρούν αρκετές επιστολές προς τις οικογένειές τους. Στο αντίπαλο στρατόπεδο διαφαινόταν τώρα ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας, το οποίο ενισχύθηκε ύστερα από την προώθηση ξεκούραστων και καλά εξοπλισμένων δυνάμεων.

  • Οι Σοβιετικοί συντρίβουν τους Γερμανούς

Στις αρχές Νοεμβρίου 1942 πάνω από ένα εκατομμύριο Σοβιετικοί στρατιώτες ήταν έτοιμοι να προσβάλουν μαζικά τις εχθρικές θέσεις. Η σοβιετική αντεπίθεση εκδηλώθηκε στις 19 Νοεμβρίου σε ένα αδύναμο σημείο των ρουμανικών γραμμών στα μετόπισθεν, 150 χλμ. δυτικά του Στάλινγκραντ. Η σοβιετική πλευρά εκμεταλλεύθηκε το ολέθριο σφάλμα του διοικητή της Ομάδας Στρατιάς Β΄, αντιστράτηγου Μαξιμίλιαν φον Βάιχς, να συγκεντρώσει τις γερμανικές δυνάμεις για την υποστήριξη των επιχειρήσεων του Φον Πάουλους στο Στάλινγκραντ. Τα ρουμανικά στρατεύματα αιφνιδιάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή, ενώ η καθυστέρηση του Φον Πάουλους να αποστείλει βοήθεια αποδείχθηκε καθοριστική. Οι Σοβιετικοί διέσπασαν και τις γερμανικές γραμμές, με αποτέλεσμα να απωθηθούν τα γερμανικά στρατεύματα προς το Στάλινγκραντ. Οι Γερμανοί αξιωματικοί δεν είχαν προβλέψει μια επίθεση τέτοιας ισχύος και άργησαν να αντιληφθούν ότι επρόκειτο για μια κλασική κίνηση περικύκλωσης. Οι δυνάμεις του Φον Πάουλους (20 μεραρχίες από τις οποίες οι 6 μηχανοκίνητες) αποκόπηκαν έτσι από τα μετόπισθεν. Κάθε σκέψη διαφυγής αποκλείστηκε εξαρχής, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με υποχώρηση και «προδοσία».

Μετά την αποτυχία της επιχείρησης για την απελευθέρωση των Γερμανών εγκλωβισμένων και του ανεφοδιασμού τους μέσω της αερογέφυρας που έστησε ο Γκέρινγκ, οι πολιορκητές μετεβλήθησαν σε πολιορκημένους. Η απώλεια του τελευταίου αεροδρομίου που ήλεγχαν στις 16 Ιανουαρίου 1943 ήταν καίριο πλήγμα. Θαμμένοι κυριολεκτικά κάτω από τα ερείπια, έκαναν οικονομία σε σφαίρες και τρόφιμα ακούγοντας στο ραδιόφωνο ψυχαγωγικές εκπομπές από τη Γερμανία και χάνοντας κάθε ελπίδα να ξαναδούν τις οικογένειες και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο βαρύς ρωσικός χειμώνας επέτεινε τις κακουχίες και την εξάντλησή τους. Στις 28 Ιανουαρίου διατάχθηκαν να αφήσουν τους άρρωστους και τους τραυματίες στην τύχη τους. Η εθνικοσοσιαλιστική ηγεσία επιφύλαξε κατ’ αυτόν τον τρόπο στους στρατιώτες της τη μοίρα που προόριζε για τους «Σλάβους υπανθρώπους», ενώ η επίσημη προπαγάνδα εξυμνούσε τον ηρωισμό των μαχητών του Στάλινγκραντ. Στις 30 Ιανουαρίου ο Γκέρινγκ συνέκρινε σε μια ομιλία του, που μεταδόθηκε ραδιοφωνικά, τον αγώνα της 6ης Στρατιάς με την αντίσταση των Σπαρτιατών στο στενό των Θερμοπυλών κατά των Περσών. Η σύγκριση αυτή δεν έγινε τυχαία, αφού η γερμανική προπαγάνδα θα τόνιζε στο εξής την υπεράσπιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού από τις «ορδές των μπολσεβίκων».

Μία ημέρα μετά την ομιλία του Γκέρινγκ, ο Φον Πάουλους και οι άνδρες του συνθηκολόγησαν στο νότιο τμήμα του Στάλινγκραντ. Επρόκειτο για τον πιο υψηλόβαθμο αξιωματικό της Βέρμαχτ που έπεφτε σε σοβιετικά χέρια. Την ίδια ημέρα μάλιστα είχε προαχθεί από τον Χίτλερ στον βαθμό του στρατάρχη· μια έμμεση εντολή να αυτοκτονήσει. Στις 2 Φεβρουαρίου παραδόθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα της 6ης Στρατιάς στο βόρειο τμήμα. Συνολικά πάνω από 200.000 Γερμανοί έχασαν τη ζωή τους και 235.000 Γερμανοί και σύμμαχοι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν. Οι τελευταίοι 91.000 αιχμάλωτοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων. Μέχρι τα μέσα Απριλίου είχαν πεθάνει 55.000 από τις κακουχίες. Οι Σοβιετικοί δεν ήταν προετοιμασμένοι για να υποδεχθούν έναν τόσο μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων. Τελικά, περίπου 5.000 Γερμανοί αιχμάλωτοι θα έβλεπαν πάλι την πατρίδα τους. Κάποιοι θα παρέμεναν για αρκετά χρόνια όμηροι των γκουλάγκ. Οι σοβιετικές απώλειες ήταν υπέρτερες των γερμανικών – όχι όμως δυσαναπλήρωτες.

Η μάχη του Στάλινγκραντ αποτέλεσε σημείο καμπής στην πορεία του πολέμου. Θεωρήθηκε και ήταν προανάκρουσμα της στρατιωτικής συντριβής του Γ΄ Ράιχ, αλλά και της απελευθέρωσης (ή της κατάκτησης) της ανατολικής Ευρώπης από τον Κόκκινο Στρατό. Ο μύθος της ανίκητης Βέρμαχτ είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα και το ηθικό των αντιστασιακών κινημάτων, ιδίως των κομμουνιστικών, στις κατεχόμενες από τον Αξονα χώρες αναπτερώθηκε. Οι μυστικές υπηρεσίες του Ράιχ διαπίστωναν από την πλευρά τους ότι η πίστη του γερμανικού λαού στον φύρερ είχε κλονιστεί. Ισχυρή επίδραση άσκησε το μέγεθος της ήττας και σε στρατιωτικούς κύκλους. Ορισμένοι αξιωματικοί αντιλήφθηκαν το μάταιο της συνέχισης του πολέμου και συνέδραμαν τη συνωμοτική κίνηση που κατέληξε στην «απόπειρα της 20ής Ιουλίου». Στην προσπάθειά του να εμψυχώσει τον γερμανικό λαό, ο Γκέμπελς διακήρυξε στις 18 Φεβρουαρίου τον «ολοκληρωτικό πόλεμο». Περίπου δύο χρόνια αργότερα, οι οδομαχίες του Στάλινγκραντ θα επαναλαμβάνονταν στο Βερολίνο…

* Ο κ. Βάιος Καλογρηάς είναι διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μάιντς Γερμανίας.

  • Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 24 Oκτωβρίου 2010
 
Leave a comment

Posted by on October 24, 2010 in Στάλινγκραντ

 

Ακυρη η καταδίκη των έξι!

  • ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΚΤΕΛΕΣΘΕΝΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥΣ
  • Της ΒΑΝΑΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Στην πλήρη ανατροπή της Ιστορίας οδηγεί η απόφαση του Αρείου Πάγου για τη δίκη των έξι, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη διεξαγωγή της.

Η δίκη των έξι έγινε ενώπιον του Εκτακτου Στρατοδικείου το διάστημα από 31 Οκτωβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου 1922. Στη φωτογραφία, σε πρώτο πλάνο, οι κατηγορούμενοι

Η δίκη των έξι έγινε ενώπιον του Εκτακτου Στρατοδικείου το διάστημα από 31 Οκτωβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου 1922. Στη φωτογραφία, σε πρώτο πλάνο, οι κατηγορούμενοι

Οι ανώτατοι δικαστές ακύρωσαν την απόφαση του Εκτακτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν ως υπεύθυνοι της Μικρασιατικής Καταστροφής έξι πολιτικοί και στρατιωτικοί, και έπαυσαν την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Η ετυμηγορία τους κλείνει οριστικά ένα σκοτεινό κεφάλαιο της ταραγμένης πολιτικής περιόδου 1920-1922 με την ηθική αποκατάσταση των οικογενειών των καταδικασθέντων.

Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση για επανάληψη τις ιστορικής δίκης των έξι που είχε υποβάλει ο Μ. Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του πρώην πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, ο οποίος μαζί με τέσσερις κορυφαίους πολιτικούς και έναν αρχιστράτηγο καταδικάστηκαν για εσχάτη προδοσία και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στις 15 Νοεμβρίου 1922 στο Γουδή.

Οι δικαστές υιοθέτησαν την εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ν. Τσάγκα αλλά και την απόφαση του Ζ’ τμήματος ΑΠ (ελήφθη με οριακή πλειοψηφία 3-2), υπέρ της αίτησης του Πρωτοπαπαδάκη. Σύμφωνα με την απόφασή τους (1675/2010), υπήρξαν νέα στοιχεία και αποδείξεις από τα οποία προκύπτει ότι οι έξι ήταν αθώοι και κατά συνέπεια πρέπει να παύσει η σε βάρος τους ποινική δίωξη. Επικαλούνται ένα τηλεγράφημα του Ελ. Βενιζέλου, με το οποίο ζητούσε να μη γίνει η εκτέλεση, μία ομιλία του στη Βουλή που έγινε αργότερα και μία επιστολή του, όπου υποστήριζε ότι οι καταδικασθέντες δεν ήταν προδότες.

Παράλληλα, ο Αρειος Πάγος απέρριψε τη δήλωση πολιτικής αγωγής που είχε κάνει η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος, υποστηρίζοντας ότι τυχόν αθώωση των καταδικασθέντων συνιστά ευθεία προσβολή της συλλογικής μνήμης όλων των απογόνων των Μικρασιατών προσφύγων, καθώς οι έξι προκάλεσαν τον ξεριζωμό του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας από τις πατρογονικές ρίζες του.

Η ιστορική ακροαματική διαδικασία έγινε ενώπιον Εκτακτου Στρατοδικείου το διάστημα 31 Οκτωβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου 1922. Στο εδώλιο κάθισαν, ύστερα από πόρισμα ανακριτικής επιτροπής υπό την προεδρία του υποστράτηγου Θεόδωρου Πάγκαλου, τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή την περίοδο 1920-1922. Η δίκη, που ολοκληρώθηκε ύστερα από 14 συνεδριάσεις, κατέληξε στην καταδίκη σε θάνατο των πρώην πρωθυπουργών της Ελλάδας Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, των υπουργών Γ. Μπαλτατζή, Ν. Θεοτόκη και του στρατηγού Γ. Χατζανέστη.

Το αίτημα για επανάληψη της δίκης, σύμφωνα με τον Μ. Πρωτοπαπαδάκη, είχε στόχο την ιστορική αποκατάσταση των θυμάτων, να αναγνωριστεί δηλαδή ότι δεν ήταν προδότες, δεν είχαν δόλο και ότι αδίκως εκτελέστηκαν. Τόσο ο πρώην αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γ. Ζορμπάς όσο και ο Μανώλης Γλέζος έχουν ταχθεί υπέρ της αποκατάστασης της τιμής και της αθωότητας του Π. Πρωτοπαπαδάκη και των συγκατηγορουμένων του. *

 

Οι απόρρητες εκθέσεις Παπάγου προς Μεταξά λίγο πριν το «ΟΧΙ»

  • Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ Ιστορικός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Ο αιφνιδιασμός της κυβέρνησης Μεταξά από την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1940 είναι ένας από εκείνους τους μύθους που η ιστορική έρευνα σταδιακά διαλύει.

Είναι προφανές, για όποιον ερευνά τις διπλωματικές και στρατιωτικές κινήσεις του Μεταξά κατά τα δύο τελευταία χρόνια του μεσοπολέμου, πως η επίσημη στάση ουδετερότητας της Ελλάδας απέναντι στον Αξονα και τη Μ. Βρετανία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια επίσημη κάλυψη για την προετοιμασία της Ελλάδας ενόψει της συμμετοχής της στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.

Η βιβλιογραφία έχει αρχίσει ήδη να ξεκαθαρίζει το κρίσιμο αυτό σημείο, κυρίως με βάση τα τεκμήρια που προκύπτουν από το διπλωματικό οργασμό εκείνων των ημερών (1). Ο Μεταξάς, παρά την ιδεολογική του συγγένεια με το φασιστικό καθεστώς Μουσολίνι στην Ιταλία, παρά την απογοήτευσή του από την επιθετικότητα της «φίλης» Ιταλίας, εν τούτοις κινήθηκε με ταχύτητα και μάλλον αποφασιστικά για την πρόσδεση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο συμμαχικό άρμα.

Τρεις απόρρητες εκθέσεις του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου προς τον πρωθυπουργό, τις οποίες παραθέτουμε εν συνεχεία, δείχνουν ακριβώς αυτό: την προσπάθεια δημιουργίας βαλκανικού συμμαχικού μετώπου και την πλήρη αποδοχή της πιθανότητας επίθεσης του Αξονα στα Βαλκάνια.

* Η πρώτη έκθεση, με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1939, αναφέρεται στις συνομιλίες του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου με τον ιταλό στρατιωτικό ακόλουθο, ο οποίος εξέφρασε τις ανησυχίες της ιταλικής κυβέρνησης για τις φιλοβρετανικές κινήσεις του Μεταξά. Φυσικά ο Παπάγος χειρίστηκε διπλωματικά το ζήτημα, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον ιταλό στρατιωτικό ακόλουθο.

* Η δεύτερη έκθεση, με ημερομηνία 27 Δεκεμβρίου 1939, αναφέρεται στις συνομιλίες του Παπάγου με τον αρχιστράτηγο των αγγλογαλλικών δυνάμεων στρατηγό Γκέιμελιν (Gamelin) και στη διερεύνηση των συμμαχικών εγγυήσεων έναντι της επερχόμενης επίθεσης. Ο Παπάγος εδώ σχεδόν προεξοφλεί την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, αν και δεν θεωρεί πιθανή την ιταλική επίθεση όσο τη γερμανική και τη βουλγαρική.

* Και η τρίτη, η οποία υποβάλλεται στις 13 Μαρτίου 1940, συνιστά μια τελική έκθεση των στρατιωτικών κινήσεων. Ολα αυτά σχεδόν ένα χρόνο πριν από την ιταλική εισβολή και εν τω μέσω μιας διπλωματικής έξαρσης για την υπογραφή του ελληνοϊταλικού συμφώνου περί μη επιθέσεως.

Περί αυτού ακριβώς του συμφώνου γίνεται εμφανές πως η πολιτική των Αγγλων δεν ενέκρινε μια ευθεία απόρριψη από τον Μεταξά των προτάσεων Μουσολίνι, αλλά ούτε και την πλήρη αποδοχή τους. Η πρώτη θα επιτάχυνε ενδεχομένως την ιταλική επιθετικότητα και θα έθετε τέρμα στην ουδετερότητα, η οποία εκείνη τη στιγμή ευνοούσε την αγγλική διπλωματία, καθώς άφηνε περιθώρια κινήσεων για τους Αγγλους στη Βαλκανική. Και η δεύτερη θα καθιστούσε αμέσως την Ελλάδα δορυφόρο της Ιταλίας. Ο Μεταξάς ελίχθηκε απέναντι στις προτάσεις Μουσολίνι με επιτυχία, δεχόμενος μια κατ’ αρχήν συμφωνία (General terms agreement) (2). Διότι έπρεπε να κερδίσει χρόνο, ενόψει της ιταλικής επιθετικότητας.

1 Ετσι, από την πρώτη έκθεση του Παπάγου προς τον Μεταξά, στις 29 Αυγούστου 1939, διαβάζουμε:

«Με επεσκέφθη σήμερον, κατόπιν αιτήσεώς του, ο άρτι εξ Ιταλίας επανελθών Στρατιωτικός αυτής Ακόλουθος, όστις με ηρώτησεν αν αληθεύη ότι αι μονάδες της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου ενισχύθησαν εσχάτως δι’ ατομικών προσκλήσεων. Απήντησα ότι όντως αληθεύει τούτο και ότι το μέτρον οφείλεται εις το γεγονός ότι κατά τα τελευταία μεγάλα γυμνάσια των Ιταλών εις την Αλβανίαν συνεκεντρώθη το σύνολον σχεδόν του εν Αλβανία ιταλικού στρατού, πλην μιας μεραρχίας, εγγύς των συνόρων μας. Προσέθεσα ότι η ενίσχυσις ημών αύτη ουδένα άλλον έχει σκοπόν ή να καθησυχάσει τους πληθυσμούς τους ανησυχήσαντας εκ των σοβαρών ιταλικών συγκεντρώσεων. Μοι είπε τότε ο ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος ότι η Ιταλία έχει δώση εγγυήσεις ότι θα σεβασθή την ακεραιότητά μας, συνεπώς δεν δύναται αυτός να εξηγήση γιατί ελάβομεν το ανωτέρω μέτρον… Απήντησα εις τον ιταλόν αξιωματικόν ότι λίαν ευχαρίστως δέχομαι την ως άνω διαβεβαίωσιν του Υπουργού του και ότι ημείς οι Ελληνες δεν ζητούμεν άλλο παρά να έχωμεν τας φιλικωτέρας σχέσεις με τους Ιταλούς… Φοβούνται όμως εν Ιταλία ότι η Ελλάς θα παράσχη ναυτικάς βάσεις εις την Αγγλίαν. Τω απήντησα ότι τούτο δεν πρέπει να το φοβήται η Ιταλία, ότι η Ελλάς επιθυμεί να παραμείνει έξω των διενέξεων των Μεγάλων Δυνάμεων και ότι, εν πάση περιπτώσει, αν η Ελλάς έπραττεν όντως τοιούτον τι, συμφωνώ ότι θα ήτο εχθρική πράξις εναντίον της Ιταλίας. Ολα τα μέτρα, επανέλαβον, τα οποία ελάβομεν μέχρι σήμερον είναι αντίμετρα, ούτως ειπείν, τα οποία η Ελληνική Κυβέρνησις έκρινε σκόπιμον να λάβη κατόπιν των τελευταίων στρατιωτικών μέτρων της Ιταλίας εν Αλβανία, καθόσον, καίτοι η πολιτική της είναι να τηρήση την Ελλάδα αμέτοχον των ως άνω διενέξεων, εν τούτοις είναι αποφασισμένη να υπερασπίση δι’ όλων των μέσων άτινα διαθέτει την ανεξαρτησίαν της χώρας και την ακεραιότητα αυτής».

Από την απάντηση του στρατηγού Παπάγου προς τον ιταλό ακόλουθο, γίνεται σαφές πως η ελληνική κυβέρνηση εκινείτο, λίγο πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τρόπο ιδιαίτερα προσεκτικό απέναντι στην Ιταλία και σαφώς παραπλανητικό: ενώ την ίδια στιγμή διαβεβαίωνε την κυβέρνηση Μουσολίνι πως η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη, ταυτόχρονα, όπως θα φανεί από τις επόμενες εκθέσεις του Παπάγου προς τον Μεταξά, βρισκόνταν σε συνεννοήσεις με τους Αγγλο-γάλλους, για παροχή διευκολύνσεων, αλλά και για κάτι ακόμη πιο ριζικό, την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων.

Ετσι, από την πρώτη αυτή έκθεση του Παπάγου βλέπουμε τη συστηματική προετοιμασία του ελληνικού στρατού, ενόψει μιας πιθανής ιταλικής επίθεσης από την Αλβανία, μια επίθεση που ο Παπάγος προφανώς θεωρούσε πιθανότατη και πάντως δεν είχε καμία πρόθεση να αγνοήσει, πόσω μάλλον που είχε να αντιμετωπίσει έντονες ιταλικές στρατιωτικές κινήσεις στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Η Ελλάδα καθιστούσε επιπλέον σαφές προς τους Ιταλούς, πως δεν επρόκειτο να δεχθεί καμία αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας, και επομένως, από την έκθεση αυτή του Παπάγου γινόταν σαφές πως η κυβέρνηση Μεταξά γνώριζε τα επιθετικά ιταλικά σχέδια και είχε προ πολλού αποφασίσει, πολύ πριν από την 28η Οκτωβρίου 1940, να αρνηθεί τα ιταλικά τελεσίγραφα.

2 Οι επαφές του Παπάγου και του Μεταξά με τους συμμάχους εντάθηκαν, καθώς απ’ όλες τις πλευρές έρχονταν πληροφορίες για τις ιταλικές στρατιωτικές προετοιμασίες, που είχαν ως στόχο την Ελλάδα. Από την δεύτερη απόρρητη έκθεση Παπάγου προς τον Μεταξά, στις 27-12-1939, διαβάζουμε:

«…Ο Στρατηγός Gamelin με επεφόρτισε να σας γνωρίσω ότι η κατόπιν των δοθεισών εγγυήσεων Αγγλίας και Γαλλίας βοήθεια προς την Ελλάδα θέλει παρασχεθή πλήρης όση και οπόταν η Ελληνική Κυβέρνησις ήθελε κρίνει ταύτην ως επιβαλλομένην εκ των περιστάσεων… Θα επεθύμει, επαναλαμβάνω, ο στρατηγός Gamelin να έχη τας αντιλήψεις σας σχετικώς με την γενικήν κατάστασιν η οποία θα ηδύνατο να διαμορφωθεί εις τα Βαλκάνια, περί του πώς θέτετε υμείς το ζήτημα της Συμμαχικής προς την Ελλάδα βοηθείας και κατά τινα τρόπον, ουδενός διεγείροντα υποψίας, θα ηδύνατο να προπαρασκευασθή η βοήθεια αύτη ώστε να δύναται να παρασχεθή αμέσως ευθύς ως ήθελε ζητήσει ταύτην η Ελλάς… Απήντησα ως εξής: Νομίζω δεν αποκλείεται να επεκταθή ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια καίτοι επί του παρόντος ουδέν σχετικόν τεκμήριον έχομεν. Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν αποκλείεται να ευρεθή και η Ελλάς αναμεμειγμένη εις τον εν τη Βαλκανική Χερσονήσω πόλεμον είτε αυτομάτως, αμυνομένη της ανεξαρτησίας της, είτε εκπληρούσα συμμαχικάς της υποχρεώσεις, είτε εάν θα έκρινεν τούτο σκόπιμον η Ελληνική Κυβέρνησις… Πάντως ήδη διαφαίνεται ότι η συνεπεία της ιταλικής ενεργείας επέκτασις του πολέμου εις τα Βαλκάνια φαίνεται πολύ περισσότερον απίθανος από την συνεπεία ρωσικής, ρωσσογερμανικής ή και γερμανικής ενεργείας τοιαύτην, εις ην θα μετείχον πιθανώς και έτερα κράτη, ως η Ουγγαρία, εκούσα-άκουσα, ιδίως δε η Βουλγαρία» (3).

Ο Παπάγος δίνει, μετά ταύτα, έναν κατ’ αρχήν κατάλογο απαραίτητων συμμαχικών στρατιωτικών εγγυήσεων, από τον οποίο προκύπτει σαφώς η αποδοχή της ισχυρής πιθανότητας επεκτάσεως του πολέμου προς το βαλκανικό χώρο, συνυπολογίζοντας εν προκειμένω και την ιταλική επίθεση, που μόλις λίγο πριν είχε χαρακτηρίσει μάλλον απίθανη.

«…Πρώτον. Η αποτελεσματική βοήθεια ήτις πρέπει να μας παρασχεθή είναι η… ενίσχυσις δι’ οργανωμένων αεροπορικών δυνάμεων και αντιαεροπορικών τοιούτων… Δεύτερον. Παροχή ναυτικής βοηθείας προς εξασφάλισιν τών διά θαλάσσης μεταφορών μας (περίπτωσις ιταλικής εισβολής). Τρίτον. Εξασφαλιζομένης της επιστρατεύσεως και συγκεντρώσεώς του ο ελληνικός στρατός θα παρέξη όλον τον απαιτούμενον χρόνον διά την προς ενίσχυσίν του αποβίβασιν συμμαχικών δυνάμεων…».

Εν συνεχεία ο Παπάγος τοποθετείται στο κρίσιμο διπλωματικό ζήτημα, αυτό που ήδη εν συντομία θέσαμε προηγουμένως. Οτι δηλαδή η ελληνική ουδετερότητα και το σύμφωνο ελληνοϊταλικής φιλίας δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια προσπάθεια προετοιμασίας εξόδου στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Η αποκαλυπτική έκθεση του Παπάγου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Διαβάζουμε:

«…Πάντως προκειμένου περί των ζητημάτων μελετών και προπαρασκευής τής εν γένει Συμμαχικής βοηθείας πρέπει να σας καταστήσω γνωστόν ότι η Ελλάς μέχρι της αναμίξεώς της εις τον πόλεμον θα ακολουθεί πολιτικήν ουδετερότητος και επομένως θα ήτο σκόπιμον όπως αι συνεννοήσεις και προπαρασκευαί γίνωσι κατά τρόπον και εις έκτασιν τοιαύτην ώστε να μη εγερθώσιν υπόνοιαι ούτε παρά τοις φίλοις ούτε παρά τοις πιθανοίς εχθροίς της Ελλάδος. Διά τούτο, ως ήρχισαν αύται διά της επαφής τών ενταύθα Ακολούθων Αγγλίας και Γαλλίας μετ’ εμού και της σήμερον τοιαύτης μεθ’ υμών ως αντιπροσώπου της Συμμαχικής Ανωτάτης Διοικήσεως, είναι ο καλλίτερος τρόπος ο εξασφαλίζων τον προαναφερθέντα σκοπόν. Εξ’ άλλου ο από τούδε πληρέστερος εξοπλισμός της Ελλάδος, η οποία αν θα πολεμήση θα πολεμήση εις το πλευρό των συμμάχων, διά παροχής υλικών επί πιστώσει, διά της αποδόσεως των αεροπλάνων της κ.λπ., είναι μία από τας καλλιτέρας βοηθείας εκ μέρους των Συμμάχων καθ’ όσον πάσα πίστωσις χρόνου, ήτις εν τω μεταξύ θα παρέχηται, θα χρησιμοποιήται διά την καλλιτέραν οργάνωσιν και καλλιτέραν εν δεδομένη στιγμή χρησιμοποίησιν τούτων».

3 Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν προ των πυλών, πράγμα που όπως φαίνεται ήταν απολύτως εντός των σχεδιασμών της κυβέρνησης Μεταξά. Κλείνουμε με απόσπασμα από την απόρρητη στρατιωτική αναφορά του Παπάγου προς τον πρωθυπουργό στις 13 Μαρτίου του ’40, μια αναφορά που αποδεικνύει την πλήρη ετοιμότητα του ελληνικού στρατού στις κρίσιμες εκείνες για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο ημέρες:

«…Εάν η Ιταλία παραμένη υπόπτως ουδετέρα θα είμεθα υποχρεωμένοι αφ’ ενός μεν να αφήσωμεν έναντι της Αλβανίας τας διά την επιτήρησιν των εν ταύτη ιταλικών δυνάμεων αναγκαιούσας δυνάμεις, αφ’ ετέρου δε να διαφυλάξωμεν δυνατότητας αποστολής των απαιτουμένων ενισχύσεων, όταν παραστή ανάγκη.

»Εάν η Ιταλία είναι αντίπαλος ημών η κατάληψις της Αλβανίας φαίνεται αναγκαία διότι. α) Η θέσις της Αλβανίας ασκεί απειλήν άμεσον επί των κατά ξηράν συγκοινωνιών μας ου μόνον από αέρος αλλά και δι’ επιγείων δυνάμεων. β) Είναι ωφέλιμον να εκκαθαρίσωμεν το ταχύτερον μιαν εχθρικήν εστίαν εν τω εσωτερικώ της Βαλκανικής ήτις θα ηδύνατο συν τη προόδω των επιχειρήσεων να μας δημιουργήση δυσκολίας, να μας απορροφήση δυνάμεις κ.λπ. γ) Απαλλασσόμενοι της Αλβανίας θα επανακτήσωμεν μέγα μέρος των προς ταύτην διατιθεμένων δυνάμεων διά να τας διαθέσωμεν αλλαχού. Οι ανωτέρω λόγοι δικαιολογούσι την κατ’ Αλβανίας αποφασιστικήν επέμβασιν επί τοσούτον περισσότερον όταν πρόκειται περί της συνεργασίας της Βουλγαρίας μετά των αντιπάλων μας. Είναι απαραίτητον και ενταύθα όπως, ίνα μη προκαταληφθώμεν υπό του αντιπάλου, αρχίσωμεν εγκαίρως (άμα τη ενάρξει λήψεως μέτρων εν Αλβανία υπό του αντιπάλου) από κοινού την λήψιν μέτρων (επιστράτευσις, συγκέντρωσις, πρόσκλησις Αγγλογάλλων, εκκαθάρισις της Βουλγαρίας) ως ταύτα καθωρίσθησαν εις την παράγραφον 12γ διά την περίπτωσιν αντιμετωπίσεως των από βορρά εισβολέων» (3).

Η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου ήταν μια αναγκαία επιλογή μετά τις φιλοβρετανικές κινήσεις του Μεταξά. Ωστόσο δύσκολα θα μπορούσε να αντιληφθεί κανείς την φιλοβρετανική επιλογή του, εάν προηγουμένως δεν λάβει σοβαρά υπόψη του τη σχέση αυτής της επιλογής με την ανάγκη υπεράσπισης του μεταξικού εθνικιστικού ιδεώδους.

1. Heinz Richter, Η ιταλογερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, Γκοβόστης, Αθήνα 1988, σσ. 17-33.

2. John Koliopoulos, Greece and the British Connection 1935-1941, Oxford Clarendon Press, Λονδίνο 1977, σσ. 114-120.

3. Για τις απόρρητες εκθέσεις του Παπάγου, την έκθεση της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι και το τηλεγράφημα του ελληνικού προξενείου στην Τεργέστη, βλ. Ιστορικό Αρχείο ΥΠΕΞ, φάκελος Ελληνοϊταλικές σχέσεις.

  • Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010
 
Leave a comment

Posted by on October 24, 2010 in 28 Οκτωβρίου 1940

 

Σοφία Βέμπο, η φωνή της Νίκης στα δικά μας «εθνικά» αυτιά

  • Τι αισθάνονται οι σημερινοί άνθρωποι στο άκουσμα των τραγουδιών που έμειναν αξέχαστα
  • Tου Νικου Βατοπουλου, Η Καθημερινή, Σάββατο, 23 Oκτωβρίου 2010

Οσο κι αν η Σοφία Βέμπο είναι για τα δικά μου αυτιά, τα τραγούδια της μεταπολεμικής Ελλάδας, κάθε 28η Οκτωβρίου συγκινούμαι με τα «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά». Ισως γιατί όταν πήγαινα στο δημοτικό και συμμετείχα σε σχολικές εορτές, η λήξη του πολέμου ήταν μόνο 20-25 χρόνια πίσω, σαν να μιλάμε σήμερα για το 1985.

Η Βέμπο ήταν μία ηρωίδα για τα παιδιά της δικής μου γενιάς, μια ηρωίδα απτή, γιατί την είχαμε δει και στο «Αλάτι και Πιπέρι» του Φρέντυ Γερμανού. Τη βλέπαμε σαν μια εκκεντρική φιγούρα, ξέραμε ότι το σπίτι της ήταν κάπου στη Στουρνάρη, η Βέμπο ήταν ένα κομμάτι μιας μεγάλης Ελλάδας. Σε αυτήν την Ελλάδα χωρούσαν και τα νιάτα των γονιών μας, γι’ αυτό ίσως για μένα το «Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσει η ζωή» μου θύμιζε πάντα κάποιο δρομάκι στην Κυπριάδου.

Ωστόσο, η Βέμπο ήταν η τραγουδίστρια της Νίκης. Η ιδιότητα αυτή την ανέβαζε μία σκάλα πάνω από τις άλλες δημοφιλείς ερμηνεύτριες του ελαφρού τραγουδιού που άκουγαν όλοι και που ακούγαμε και εμείς οι νεότεροι σε ραδιοφωνικές εκπομπές του Β΄ Προγράμματος. Η Βέμπο διέφερε. Εκείνη, ήταν «παλικάρι». Ισως βοηθούσε η «περίεργη» εξωτική ομορφιά της, με τα μαύρα, πυκνά μαλλιά και το ευθύβολο βλέμμα. Η Βέμπο ενσάρκωνε μία Μπουμπουλίνα του ’40, γνώριμη και οικεία. Εμπαινε σε κάθε σπίτι. Νοικοκυρές μαγείρευαν και σιγοτραγουδούσαν μαζί της.

Σήμερα, η Σοφία Βέμπο ανήκει σε μια Ελλάδα που γλιστράει πίσω στον χρόνο. Αναρωτιέμαι πόσο «μουσειακά» να είναι τα τραγούδια της στα πολύ νεανικά αυτιά. Για τα παιδιά του 2010, η Βέμπο ανήκει στην εποχή της γιαγιάς ή της προ-γιαγιάς, ανήκει σε μία εποχή που ενδεχομένως αδυνατούν να καταλάβουν.

Ωστόσο, τα τραγούδια της Νίκης επιβιώνουν. Προσπέρασαν τα ταγκό και τα βαλσάκια, που άρεσαν τόσο το 1950, προσπέρασαν τις δεκαετίες και επιβιώνουν σαν «λαϊκά» εμβατήρια. Είναι ένα επίτευγμα, αν θέλει κανείς να το δει με αυτόν τον τρόπο.

Σκέφτομαι ότι το 1940 η Σοφία Βέμπο ήταν τότε κοπέλα 30 ετών. Οπως οι συνομήλικές της, είχε την ατυχία να ζήσει την εμπειρία του πολέμου, που τσακίζει ζωές ή συνθλίβει όνειρα. Συχνά, απλώς τα καθυστερεί, τα μεταπλάθει, τους δίνει άλλο σχήμα. Η Βέμπο είχε «ανδρεία», θάρρος και ορμή ζωής. Στα μάτια εκατομμυρίων Ελλήνων, η Βέμπο υπήρξε μία «μάνα». Εμψύχωσε και χάρισε χαμόγελα και δάκρυα. Είχε ανάστημα και αυτό οι Ελληνες της το αναγνώρισαν.

AΠOΨH : Σήμερα στα τραγούδια της «ακούμε» τη μνήμη

Της Εφης Αγραφιωτη*

Tο 1933 που πρωτοτραγούδησε ήταν η πρώτη χωρίς πρότερη σχέση με το λυρικό θέατρο, οι ερμηνείες της κάθε άλλο παρά το θύμιζαν! Εκφραστική και αντισυμβατική ντιζέζ, με φωνή «αντρική», στον αντίποδα των αισθητικών κριτηρίων του ’30 στην Αθήνα. Αν και Βολιώτισσα μικρασιατικής καταγωγής, τη χαρακτήριζαν «τσιγγάνα», δηλαδή «ξεχωριστή, εξωτική».

Τι μας λέει σήμερα η περίπτωσή της; Η Βέμπο με τη δράση της ξεπέρασε την εφήμερη επικαιρότητά της! Αποτελεί ενδιαφέρουσα πινελιά του Μεσοπολέμου, υπερασπίζει χρώματα από τα δημοτικοφανή και τα ταγκό, μέχρι τα ανατολίτικα στη διαπασών, τα παράγωγα των… αμαρτιών μιας άτυχης κοινωνίας που ονειρευόταν κρυφά ηδονές και μεγάλα πάθη και ήθελε να ξεσπάσει, να απαιτήσει. Αυτό που υπογραμμίζει βέβαια το πέρασμά της από τη μουσική ιστορία μας είναι τα επικά τραγούδια που διαπέρασαν από το 1940 και εντεύθεν το κόκαλο του λαού. Ο Μίμης Τραϊφόρος είναι ο στιχουργός των περισσότερων. Γράφει ακατάπαυστα, παρακινούμενος από τις δισκογραφικές εταιρείες, που επεδίωκαν κερδοφορία από τη δυνατή του μανιέρα, στην περιγραφή, των συναισθημάτων της συζύγου, της αγαπημένης, της μάνας, που περιμένει τον γυρισμό των πολεμιστών και την επούλωση των τραυμάτων. Οι μουσικές είναι απλοϊκές, με εξαίρεση λίγες μελωδίες του Κώστα Γιαννίδη.

Η Βέμπο στον Εμφύλιο όρθωσε πεισματικά φωνή συμφιλίωσης, τα έβαλε με τη βασίλισσα Φρειδερίκη, ονομάτισε σε τραγούδι της τον ρόλο των συμμάχων, αυτό ενόχλησε τους Εγγλέζους, που πίεσαν να απαγορευτεί η μετάδοσή του! Ηχογράφησε συμβολικά τραγούδια που οι νέοι σήμερα δεν κατανοούν τη δύναμή τους, αλλά αναφέρονταν, π.χ., στα ξεριζωμένα παιδιά, που κατέφευγαν τότε στις ανατολικές χώρες κυνηγημένα, στο τεράστιο κόστος του πολέμου. Τραγούδησε την «πατρίδα», ντεμοντέ πλέον… Αν εξαιρέσουμε την επική εποχή του Θεοδωράκη, που βαστάει ακόμη.

Η Σοφία Βέμπο υπήρξε μια εμβληματική μορφή. Αξίζει να το θυμόμαστε.

Ποιος ακούει σήμερα τη Σοφία Βέμπο; Ολοι, την ημέρα της 28ης Οκτωβρίου. Αλήθεια, τι παραμένει δυνατότερο στα τραγούδια της; ακούμε σήμερα τον στίχο, τη μουσική; Μάλλον όχι. «Ακούμε» τη μνήμη που ανατρέχει στα βαθύτερα σημεία εναπόθεσης των ιδεών για την αέναη ανασύνταξη ενός λαού, που ανέκαθεν τραγουδούσε την παράξενη πατρίδα του.

* Η κυρία Εφη Αγραφιώτη είναι πιανίστρια και συγγραφέας.

AΠOΨH : Εν αρχή ην η φωνή…, μετά το εύρος του ρεπερτορίου

Του Κωνσταντινου Α. Λυγνου*

Kαθώς αναθυμάμαι τα όσα ξέρω για τη Βέμπο, διαπιστώνω ότι μετά 50 χρόνια και κάτι, διατηρώ τη σχεδόν φυσική ανάμνηση μιας φωνής από συγκεκριμένα τραγούδια στο ραδιόφωνο: Το «Χωριό μου χωριουδάκι μου» και το «Χωριάτα είμαι όλο γεια». Το ότι ανάμεσά τους δεν υπάρχει κανένα από τα πασίγνωστα τραγούδια του Πολέμου για τα οποία οι περισσότεροι τη θυμούνται ακόμη, έχει να κάνει με το είδος της μνήμης: η άφατη αλλά χαρακτηριστική ταυτότητα ενός συγκεκριμένου ήχου είναι κάτι τόσο ισχυρό που το νιώθει κανείς από ελάχιστες νότες, πριν καλά καλά καταλάβει τι ακούει.

Η ιδιότυπη αυτή φωνή, που ακουγόταν σχεδόν αντρική, έβαλε το ελληνικό τραγούδι σε έναν καινούργιο δρόμο και παράλληλα έφερε σε αμηχανία πολλούς από τους πρώτους άμεσους συνεργάτες της, μαζί και τους συνθέτες που της έγραφαν τραγούδια. Υπήρξαν και κάποιοι λίγοι «ειδικοί» που ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με αυτή. Σήμερα που η τραγουδίστρια της Νίκης αποτελεί κομμάτι μιας ιστορικής μνήμης και έκφραση μιας συγκεκριμένης ιστορικής ελληνικότητας, αυτά μοιάζουν λίγο περίεργα έως και γραφικά. Ομως, το καινούργιο, ακόμα και αν πετύχει πολύ γρήγορα, κάτι που κατάφερε η Βέμπο, δεν επιβάλλεται χωρίς αντιστάσεις.

Επί σχεδόν τρεις δεκαετίες, η Βέμπο αποτέλεσε την επιτομή του ελληνικού τραγουδιού περνώντας με την ίδια πειστικότητα σχεδόν από κάθε του ιδίωμα και στυλ. Ολες οι γνωστές «μεγάλες φωνές» του ελληνικού πενταγράμμου, όπως και εκείνη, έχουν αναγνωρίσιμη φωνή. Ομως συνήθως αυτή ταιριάζει σε ένα, δύο ή το πολύ τρία είδη. Νομίζω πως το εύρος του ρεπερτορίου της είναι εντυπωσιακό και, τουλάχιστον έως τώρα, ανεπανάληπτο.

Η δράση της στον πόλεμο και στην Κατοχή τη μετατρέπει σε εθνικό ίνδαλμα και την εκτοξεύει στο επίπεδο του ζωντανού θρύλου. Εδώ φωνή και ταλέντο, χαρακτήρας, προσωπικότητα και στάση ζωής, μουσικό και θεατρικό υλικό, γεγονότα και συγκυρία, συνεργούν σε ένα άλλο επίπεδο. Η ελληνικότητα της φωνής, από πριν δεμένη με μία συγκεκριμένη σκηνική παρουσία, αποκτά καινούργιες συναισθηματικές και συμβολικές φορτίσεις εξ αιτίας των κοσμοϊστορικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό είναι πια πολύ δύσκολο να εξεταστούν χωριστά επιμέρους καλλιτεχνικά ή μουσικά στοιχεία και οπωσδήποτε αδύνατο σε ένα σύντομο σημείωμα.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Α. Λυγνός είναι συνθέτης, εκδότης του περιοδικού «ΠΟΛΥΤΟΝΟν» και μέλος της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών.

 

Οι παππούδες αφηγούνται

Πόσο μακρινά και ξένα φαίνονται σ’ εμάς, τους ανθρώπους του 2010, τα χαρούμενα, ασπρόμαυρα πρόσωπα των φαντάρων μας εκείνες τις πρώτες ημέρες του πολέμου του 1940; Η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου γίνεται αφορμή για να δούμε πώς δύο διαφορετικές γενιές που τις χωρίζουν επτά ολόκληρες δεκαετίες, ένας γνήσιος εκπρόσωπος της γενιάς της Κατοχής και η 10χρονη εγγονή του, προσεγγίζουν τη σημαντική αυτή ημερομηνία της νεότερης ελληνικής Iστορίας.

Η 28ηΟκτωβρίου με διαφορά 73 ετών

  • Δύο ματιές στην ιστορική επέτειο από τον παππού που έζησε έφηβος το 1940 και την εγγονή όπως τη βιώνει στο σήμερα
  • Του Δημητρη Ρηγοπουλου, Η Καθημερινή, Σάββατο, 23 Oκτωβρίου 2010

Ο παππούς γεννήθηκε το 1927, στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Η εγγονή 73 χρόνια μετά, στην αυγή του νέου αιώνα: τον Νοέμβριο του 2000.

Την ημέρα που οι δυνάμεις του Μουσολίνι κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα, ο παππούς ήταν ένα αγόρι στην αρχή της εφηβείας, τρία χρόνια μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι η εγγονή του σήμερα. Το τελεσίγραφο του Γκράτσι επιδόθηκε στον Μεταξά τα ξημερώματα της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου του 1940. Το προηγούμενο Σάββατο, η μεγάλη οικογένεια του παππού είχε συγκεντρωθεί στο σπίτι της οδού Μάρκου Μπότσαρη, στις όχθες του Ιλισού, πολλά χρόνια πριν κλείσει το ποτάμι και περάσει από πάνω η σημερινή λεωφόρος Καλλιρρόης. Το νεότερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας είχε τα γενέθλιά του, ήταν ημέρα χαράς. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι μόλις δύο ημέρες αργότερα ένα πολύ διαφορετικό γεγονός θα πυροδοτούσε νέα κύματα ενθουσιασμού, που αυτή τη φορά θα έβγαιναν έξω από το ανώνυμο αθηναϊκό σπίτι του Νέου Κόσμου και θα σκέπαζαν ολόκληρη την πόλη, ολόκληρη τη χώρα.

Εβδομήντα χρόνια μετά, παππούς και εγγονή βρίσκονται μέσα από τις σελίδες της «Καθημερινής» για να μοιραστούν τη δική τους 28η Οκτωβρίου. Ο ένας την έζησε (ζωντανές αναμνήσεις αναβλύζουν μέχρι σήμερα), η άλλη τη ζει και την ξαναζεί κάθε χρόνο μέσα από τις σχολικές γιορτές και όσα της μεταφέρουν οι γονείς της. Μένει με το στόμα ανοιχτό όταν συνειδητοποιεί ότι ο ένας από τους παππούδες της όχι μόνο ζούσε εκείνη την ημέρα αλλά ήταν ένα παιδί στο γυμνάσιο, «μεγάλος» δηλαδή, στα δικά της μάτια. Το καταλαβαίνει λογικά, αλλά ακόμα της φαίνεται απίστευτο. Δεν έχει άδικο. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω εγώ για τον πατέρα μου ότι κουβαλάει μέσα του εμπειρίες από έναν τόσο μακρινό κόσμο, πόσω μάλλον για τη 10χρονη ανιψιά μου. Με τον παππού της τη χωρίζει τόσος χρόνος όσο χώριζε αυτόν με έναν άνθρωπο του 1854. Πολύ καιρός.

  • Ντελίριο χαράς

Από την ημέρα της κήρυξης του πολέμου, ο παππούς δεν θυμάται το σχολείο. Ηταν η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, αλλά καμία σχετική ανάμνηση δεν ανασύρεται σήμερα. Ο πατέρας ενός φίλου μου που μεγάλωνε στο Αγρίνιο εκείνης της εποχής θυμόταν καθαρά τη στιγμή που ο δάσκαλός τους ανακοίνωσε ότι δεν θα γινόταν μάθημα επειδή «έχουμε πόλεμο με τους Ιταλούς». Τα παιδιά πετάχτηκαν όρθια και ούρλιαζαν από χαρά. Μάλλον για τον ίδιο λόγο που εκατομμύρια παιδιά σε όλον τον κόσμο πανηγυρίζουν κάθε φορά όταν χάνεται με οποιαδήποτε αφορμή έστω και μία ώρα μαθήματος.

Αλλά καλύτερα να μη στοιχηματίσουμε. Εκείνη την ημέρα ολόκληρη η χώρα μεθούσε από χαρά. Και η Αθήνα πρώτη απ’ όλη. «Με θυμάμαι με τους φίλους μου στις αλάνες της γειτονιάς να πανηγυρίζουμε σαν τρελοί. Αλλά ήταν όλος ο κόσμος σε αυτήν την κατάσταση παροξυσμού. Θυμάμαι καθαρά τα αεροπλάνα να πετάνε πάνω από το κεφάλι μας, τα τραγούδια στο ραδιόφωνο, τη Βέμπο, τα τρένα με τους φαντάρους να ξεκινάνε για το μέτωπο».

Από τη μεγάλη οικογένεια του πατέρα μου και του παππού της Αννας δεν πήγε κανένας στην Αλβανία. Ο μόνος υποψήφιος, ο μεγάλος του αδελφός ο Περικλής, είχε υποστεί πριν από λίγα χρόνια σοβαρό τραυματισμό στο πόδι από διερχόμενο τραμ και δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους συνομηλίκους του στα βουνά της Πίνδου. Επίκεντρο του σπιτιού ήταν το ραδιόφωνο με όλα τα νέα και τις θριαμβευτικές ειδήσεις από το μέτωπο. Νίκες, νίκες, νίκες. Μέχρι τον Απρίλιο του 1941 και την εισβολή των ναζί. Στις 27 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα παρελαύνουν στους δρόμους της Αθήνας. «Εξω κυκλοφορούσε ελάχιστος κόσμος, μόνο κάποιοι περίεργοι σαν κι εμένα και τον αδελφό μου που βγήκαμε να χαζέψουμε τους Γερμανούς. Ημασταν στη λεωφόρο Συγγρού, στο ύψος περίπου του σταθμού του μετρό, και τους είδαμε να κατεβαίνουν από τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Κοιτάζαμε φοβισμένοι».

Σε λίγους μήνες οι Αθηναίοι θα ένιωθαν την Κατοχή στο πετσί τους. Κυριολεκτικά. «Η δική μας οικογένεια δεν κατάλαβε την πείνα. Ο πατέρας μου ήταν διαχειριστής ενός κεντρικού ξενοδοχείου στη Σταδίου, στα Χαυτεία. Ηταν το ξενοδοχείο “Μπρίστολ” και οι Γερμανοί το επίταξαν πολύ γρήγορα. Εμεναν αξιωματούχοι των ναζί και φυσικά δεν τους έλειπε τίποτα. Ο πατέρας μου κατάφερνε να φέρνει στο σπίτι προμήθειες, ενώ ο Περικλής εργαζόταν στην Επιτροπή Σίτου, επομένως είχαμε λύσει το πρόβλημα με το ψωμί. Τόσο τυχεροί, που είχαμε την πολυτέλεια να βοηθάμε συγγενείς και γείτονες».

Αυτό δεν σημαίνει ότι η τραγωδία της πείνας ήταν κάτι μακρινό. Δύο εικόνες δεν θα τις ξεχάσει ποτέ στη ζωή του. «Είχα βγει από το ξενοδοχείο για να κάνω μια βόλτα. Ανηφόριζα τη Σταδίου και κάποια στιγμή βλέπω έναν άνθρωπο βουτηγμένο μέσα σε κάδο απορριμμάτων. Σε λίγα δευτερόλεπτα τα πόδια του, που εξείχαν, έπαψαν να κουνιούνται. Είχε πεθάνει μπροστά στα μάτια μου». Και μία ακόμα σκηνή. «Ηταν μια γριούλα, 75 χρόνων, που ετοιμαζόταν να φάει κάτι που έμοιαζε με τυρόπιτα, τρομερή πολυτέλεια για την εποχή. Ξαφνικά εκεί που ήταν έτοιμη να τη δαγκώσει, περνάει κάποιος και της την αρπάζει σχεδόν μέσα από το στόμα».

Σε ηλικία 14 ετών ο παππούς θα ενταχθεί στο ΕΑΜ και οι ιστορίες που ακούω με κάνουν να ανατριχιάζω. Συνειδητοποιώ ότι ζει από καθαρή τύχη. «Δεν είχαμε καμία αίσθηση κινδύνου». Και μετά η Απελευθέρωση. «Ημουν με τον κολλητό μου φίλο, τον Νότη, και θυμάμαι ήταν τέτοια η χαρά μας που πήγαμε από την Αθήνα μέχρι το σπίτι του στη Γλυφάδα με τα πόδια. Σε τρεις ώρες ακριβώς».

  • Ημερολόγια της εποχής

Ολα αυτά θα ακούγονται στα αυτιά της εγγονής του σαν ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Πάντως, η 28η Οκτωβρίου δεν είναι η αγαπημένη της γιορτή. Προτιμά το Πολυτεχνείο, μετά το 1940 και τελευταία η 25η Μαρτίου. Τη ρωτάω γιατί. Με αιφνιδιάζει όταν απαντάει «επειδή είναι πιο πρόσφατο», γιατί δεν περιμένω μια τέτοια εξήγηση από ένα δεκάχρονο κορίτσι. Τουλάχιστον, ζούσε ο δικός της μπαμπάς. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. «Με συγκινεί περισσότερο σαν ιστορία, ίσως επειδή μου φαίνεται περίεργο Ελληνες να σκοτώνουν Ελληνες, είναι πιο ασυνήθιστο». Οταν η συζήτηση επιστρέφει στο «Οχι», η Αννα μού δίνει να καταλάβω ότι την ενδιαφέρει περισσότερο η ζωή των απλών ανθρώπων εκείνη την εποχή. Και των φαντάρων που πολεμούσαν μέσα στα χιόνια. «Μου αρέσει πολύ όταν η δασκάλα στο ολοήμερο σχολείο μάς διαβάζει ημερολόγια ανθρώπων που έζησαν αυτά τα γεγονότα». Αλλά τους Ιταλούς δεν τους αντιπαθεί καθόλου. «Η Ιταλία είναι η αγαπημένη μου χώρα. Ξέρω ότι πολλοί πολεμούσαν επειδή ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν. Η Ιταλία πρέπει να είναι μια πανέμορφη χώρα. Εχω δει φωτογραφίες».

 
Leave a comment

Posted by on October 23, 2010 in 28 Οκτωβρίου 1940